Μαντιναδα

Δημιουργός: zpeponi, Νικος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ο χάρος μιά λαβωματιά μου ‘στειλε να πεθάνω
Καθώς φιλούσα σε γλυκιά στα σύννεφα επάνω
Μου μήνυσαν τ’ αδέρφια σου ευθύς να χωριστούμε
Μ’ αφού με κέρασες ζωή, θάνατο δε φοβούμαι

Απάντηση τους φίλεψα πως θα ‘ρθω να σε κλέψω
Το ‘πα κι αλήθεια θα γενεί. Δε θα σε ζητιανέψω
Θυμήθηκα τα μάτια σου κι άλλο πια δε ζητούσα
Έφυγα να ‘ρθω να σε βρω κόρη γλυκομιλούσα

Το περιβόλι, τα νερά, το κερασί σου στόμα
Που μιά φορά τα γεύτηκα μα νοσταλγώ ακόμα
Η θύμηση σου που περνάς και το χορό που σέρνεις
Απλώνει μέσα μου φωτιά και τη χαρά μου φέρνεις

Είπα της δόλιας μου καρδιάς που ‘χει πολλά περάσει
Πως τα βαριά της βάσανα απόψε να ξεχάσει
Γιατί δροσιά της έδωσες να πιεί απ’ το φιλί σου
Και την εκαλωσόρισες να πορευτεί μαζί σου

Μαντατοφόρους έστειλα στ’ αδέρφια σου να πούνε
Μαχαίρες να μη βγάλουνε παρά κρασί να πιούνε
Ήρθε η ώρα η καλή, η ώρα η ζηλεμένη
Γυναίκα μου που θα γενείς, κόρη καλοκλεμμένη

Κι έφτασ' η ώρα η καλή, η ώρα η ζηλεμένη
Κι ήρθανε και τ’ αδέρφια σου, η κεφαλή σκυμμένη
Ετραγουδήσαν τα βουνά και χόρεψαν οι κάμποι
Η νύχτα κρύφτηκε δειλή, ο ήλιος πάλι λάμπει

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-09-2008