Ένα παιδί μετράει τ' άστρα Δημιουργός: Θεοδώρα Μονεμβασίτη , Θεοδώρα Μονεμβασίτη Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Αργοκυλούν οι ώρες μας, φύλλα ξεραίνει ο αγέρας
ανώφελοι οι πόνοι μας στο τέλος της ημέρας
παρηγοριά που γύρευα με τύλιγε σα νύχτα
ψυχή ανυπότακτη θα βρω και χίλια άδεια δίχτυα.
Πέρα απ’ τις μάντρες των θεών αγκομαχά ο θλιμμένος
γιατί γυρεύει ουρανούς να τυλιχτεί κρυμμένος
για να γνωρίσει εποχές μιας μακρινής αγάπης
σε εκατόν οχτώ ζωές κομπολογιού βρες χάντρες.
Είναι η γαλήνη που έσπειρε τους κάκτους της ερήμου
και κράτησε σε μια σταλιά το μυστικό του ονείρου
δες πως γλυκαίνει η στιγμή σαν ξεχαστείς λιγάκι
σα γονατίσαμε μαζί ζεστό κύλισε δάκρυ.
Έγινε η αγάπη προσευχή στ’ άστρα με ταξιδεύει
λες κι είναι τ’ όνειρο ζωή, τα σκηνικά μαγεύει.
Στις σκοτεινές τις ρεματιές δεν φτάνουν οι ματιές μας
στους δρόμους τους χωμάτινους λυγίζουν οι σκιές μας.
Λύγισε απόψε η απονιά, σα ζήτησα το χάδι
φωνή βοώντος και βροχή, ερωτικό σημάδι.
Πες πως τελείωσε εδώ το λυπηρό τραγούδι
τα πέταλα άνοιγε αργά, το πιο όμορφο λουλούδι
δε θα σωπάσουν τα πουλιά μέχρι να ‘ρθει το βράδυ
είναι η γυναίκα ατίθαση, μα πειθαρχεί στο υφάδι.
Γιατί κεντάει ουρανούς και προσκαλεί ηλιακτίδες
να την ζεσταίνουνε με φως ν’ αναγεννούν ελπίδες.
Όσα υποσχόταν η στιγμή κρατούσε ο αιώνας
να τα γυρνά σιγά σιγά σα μακρινός τυφώνας
τη ζυγαριά την άγγιξες στην πρώτη οφθαλμαπάτη
με τη ματιά μ’ αγκάλιασες στο τρίτο σκαλοπάτι.
Γιατί τη σκάλα ξέχναγαν τα λυγερά κορίτσια
μόνον για χρόνια μ’ έδερναν ανώφελα καπρίτσια.
Μα βρήκα τρεις αμμόλοφους με κέδρο φυτεμένους
και μίσεψα και πόνεσα με πόνους αγιασμένους
για να πληρώσω δανεικά σ’ απόκρυφη νησίδα
δεν πρόδωσα, δε μίλησα μ’ όσα κρυμμένα είδα.
Είδα τις κόρες του γιαλού το χρόνο να υπομένουν
τις αλυσίδες του μυαλού να λύνουν και να δένουν
αιχμάλωτος μες τη ζωή, παιδί μετράω τ’ άστρα
στις πιο βαριές τις ενοχές βρήκα σπαθιά και κάστρα.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-09-2008 |