Το Αγρίμι Δημιουργός: AthenaLeonti, Νανά Λεοντή Ναι, ναι είναι καινούριο! /Υποκλίνομαι Το ευχαριστήθηκα πολύ το γράψιμό του! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Λυκόφως. Τούτη είναι η ώρα που εμφανιζόταν πάντα στο ξέφωτο. Μόνο τώρα που είμαι γέρος πια, καταλαβαίνω την ανοησία μου να θελήσω να την κάνω δική μου. Και παρ' όλο που η μοίρα μου φέρθηκε ευγενικά και μ' ευλόγησε με μια γυναίκα που αγαπώ και μ' αγαπά ακόμη και τώρα που τα μαλλιά μου χιόνισαν και έχω πέντε αξιοθαύμαστα και γερά παιδιά, ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα.
Ήταν 'κείνο το βράδυ, τον δέκατο ένατο Σεπτέμβρη της ζωής μου, που είχα ξεστρατίσει από τους γονείς μου που παζάρευαν στο ετήσιο πανηγύρι του χωριού και είχα μπει βαθιά στο δάσος βγαίνοντας από το μονοπάτι με την καρδιά μου να αναγαλλιάζει από την ομορφιά της φθινοπωρινής φύσης. Μετά από κάμποση ώρα και αφού είχα πια καταλάβει πως είχε πάρει να νυχτώνει, έφτασα σ' ένα ξέφωτο και τότε κοκάλωσα καθώς την είδα: καθόταν στην όχθη μιας λιμνούλας έχοντας τα λεπτά γυμνά πόδια της μέσα στο νερό. Τα χρυσά μαλλιά της ήταν τα μισά λυτά και τ' άλλα μισά πιασμένα σε δυο πλεξίδες, περίτεχνα πιασμένες στην κορυφή του κεφαλιού της και στολισμένες με λογιών-λογιών γυαλιστερές πετρούλες και κοσμήματα σε σχήματα φύλων ενώ φορούσε κάποιου είδους διαδήματος στο κεφάλι της που έμοιαζε με κέρατα ελαφιού. Το πρόσωπό της, απ' όσο μπορούσα να διακρίνω, ήταν βαμμένο με πράσινο χρώμα κάτω και πάνω από τα κατάμαυρα μάτια της, σχηματίζοντας δυο ημισέληνους και σε αντίθεση με το στολισμένο κεφάλι της ήταν ντυμένη με λιτά δερμάτινα ρούχα στο χρώμα της κανέλας. Έκανα να την πλησιάσω μα καθώς παραμέριζα τους θάμνους για να κάνω δρόμο σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι της και μόλις με είδε πετάχτηκε αλαφιασμένη κι άρχισε να τρέχει. Ήμουν σίγουρα πολύ αστείο θέαμα καθώς την κυνήγησα τρέχοντας άγαρμπα πίσω της σκοντάφτοντας κάθε λίγο σε ρίζες και βράχια - τα δικά της ανάλαφρα πόδια θαρρείς δεν άγγιζαν καθόλου το χώμα καθώς έτρεχε. Κάποια στιγμή την έχασα από τα μάτια μου κι ενώ συνέχισα να τρέχω, κοιτάζοντας γύρω μου μήπως την εντοπίσω δεν πρόσεξα κι έπεσα βαριά πάνω σ' ένα δέντρο. Ξύπνησα ζαλισμένος μετά από ώρα και από τη θέση του φεγγαριού κατάλαβα πως πρέπει να κόντευαν μεσάνυχτα. Σαν από θαύμα βρήκα το δρόμο για το σπίτι μου όπου η τρελή από ανησυχία μάνα μου με κατσάδιασε για τα καλά.
Την επομένη, αποφάσισα να ξαναπάω στο δάσος και να ψάξω για την κοπελιά που μου είχε πάρει το μυαλό. Αυτή τη φορά θυμήθηκα να πω στην κακομοίρα τη μάνα μου πως θα αργήσω κι έφυγα φορώντας πολύ ελαφρά ρούχα και παπούτσια για να μην κάνω θόρυβο, έχοντας το τελευταίο φως του ήλιου στην πλάτη μου. Πιο σύντομα αυτή τη φορά, μιας και δεν βολτάριζα απλώς μα προχωρούσα αποφασιστικά, έφτασα στο ξέφωτο και η κοπελιά καθόταν εκεί όπως και την προηγούμενη νύχτα μόνο που αυτή τη φορά είχε ένα τόξο περασμένο στον ώμο της, ανέμελη μα επιφυλακτική ταυτόχρονα. Κάθισα υπομονετικά και την παρατήρησα για ώρα να τραγουδάει με τη γλυκιά της φωνή, ώσπου αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, εκείνη φυσικά είχε φύγει.
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές εβδομάδες. Το φθινόπωρο κόντευε στο τέλος του και ήμουν αναγκασμένος να φοράω όλο και πιο βαριά ρούχα με αποτέλεσμα να γίνω δυσκίνητος και να χρειάζομαι περισσότερη ώρα κάθε βραδιά για να φτάσω στο ξέφωτο. Η κοπελιά μου παρ' όλο το κρύο συνέχιζε να λούζεται στην λιμνούλα καθημερινά φορώντας πάντα τα λεπτά της δερμάτινα ρούχα, χωρίς να φαίνεται ενοχλημένη από το κρύο. Ήταν η τελευταία μέρα του Οκτώβρη όταν έφτασα στο ξέφωτο μα αυτή δεν ήταν εκεί. Ξαφνιασμένος έκανα να πλησιάσω την λίμνη μα μια σκιά έπεσε από ένα δέντρο μπροστά στα πόδια μου και ξαφνικά βρέθηκα με την αιχμή ενός βέλους να με σημαδεύει ανάμεσα στα μάτια. 'Ήταν εκείνη. Με κοιτούσε αγριεμένα και καχύποπτα ενώ εγώ είχα μείνει άφωνος από το κάλλος της καθώς και από το γεγονός του ότι τα μάτια της έμοιαζαν πιο πολύ ελαφίσια παρά ανθρώπινα, όπως και το ότι τα κέρατα δεν ήταν στερεωμένα σε κάποιο διάδημα μα φύτρωναν από το κεφάλι της, λίγο πιο πάνω από τα μυτερά αυτιά της.
“Τι θέλεις από εμένα;” με ρώτησε με τη μελωδική της φωνή στη γλώσσα μου, μα ήταν φανερό από την προφορά της πως ήταν μια γλώσσα που ναι μεν γνώριζε, μα δεν μιλούσε συχνά. “Γιατί με παρακολουθείς τόσα δεκαήμερα;” 'Άρα λοιπόν το ήξερε πως την παρατηρούσα τόσο καιρό! Κι εγώ ο ανόητος νόμιζα πως την έβλεπα κρυφά.
“Σε παρακαλώ!” ψέλλισα τρομαγμένα, “Δεν θέλω το κακό σου. Σ' αγαπώ., σ' αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Θέλω να σε πάρω για γυναίκα μου!”
Το έκπληκτο βλέμμα της αντικαταστάθηκε γρήγορα από ένα θλιμμένο χαμόγελο και κατέβασε διστακτικά το τόξο της.
“Αυτό που ζητάς δεν γίνεται. Τώρα φύγε σε παρακαλώ και μην ξαναγυρίσεις σε αυτό το ξέφωτο γιατί θα αναγκαστώ να κάνω κάτι που δεν το θέλω.” μου είπε και πριν προλάβω να το καταλάβω έτρεχε ήδη μακριά μου.
“Περίμενε!” φώναξα, “Πες μου τουλάχιστον πως σε λένε!”
Σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει. Είδα τα χείλη της να κινούνται και παρ' όλο που ήταν μακριά και δεν φώναξε άκουσα καθαρά τον ήχο της φωνής της: “Ιννοριέλ”. Μετά χάθηκε και δεν την ξαναείδα ποτέ πια.
Λυκόφως. Τούτη είναι η ώρα που εμφανιζόταν πάντα στο ξέφωτο. Τώρα που είμαι γέρος πια, καταλαβαίνω γιατί δεν μπόρεσα ποτέ να την κάνω δική μου. Επειδή παρ' όλο που τα μαλλιά μου χιόνισαν τα δικά της είναι ακόμη χρυσά. Επειδή ήταν αγρίμι. Επειδή ήταν ξωθιά. Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-09-2008 | |