Το αγόρι που καθόταν στο παγκάκι

Δημιουργός: Ανδρέας Ανδρέου

Έτσι αγάπησε κάποιος Κύπριος που έφαγε τα μούτρα του...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάθε καράβι είναι και μια πατρίδα

που αρμενίζει στο επέκεινα του τίποτα.

Έμεινα και κοίταζα το καραβάκι...

κι απέναντι μου ήταν οι μορφές

που χαμογελούν κάθε μεσημέρι

και τις έχω για παρέα που και που

να λέω πως και σήμερα

είναι ζωή αυτό που είδα

να 'χω ένα λόγο που συνεχίζω να ζω

να 'χω μια ψευδαίσθηση σαν τα κομμένα σου μαλλιά

γιατί χρόνια τώρα περιμένω μια πεταλούδα

να 'ρθει και να καθήσει στο παράθυρο μου.

Γιατί είμαστε μια παρέα από μοναξιές

που η καθεμιά πεθαίνει όπως θέλει,

τρέχει σαν τρελή στους δρόμους

για να φωνάξει και να εξιλεωθεί

και δε μπορεί να βάλει όρια το κρύο.

Όλο τρέχουμε εμείς οι μοναξιές

σαν ερμαφρόδιτοι άγγελοι

που κλαιν και βρέχουν τα φτερά τους.

Οι αρνήσεις είναι που μας δίνουν τα φτερά

μέχρι να έρθει η μέρα μας στον ήλιο

κι ο χρόνος τότε θα τα πάρει όλα

απλά κάποτε αγαπήσαμε ό,τι δεν έπρεπε

ή δώσαμε αυτό που φοβόμασταν πιο πολύ.

Φοβάμαι πως ένα από τα παγκάκια

εκείνα που γράφουν οι μαθήτριες για αγάπες,

είναι δικό μου ' θα μου κατοχυρωθεί.

Εκεί θα με βρουν ένα πρωί

όταν θα πάψει ο φόβος όπως πρώτα

να με κρατάει στην αγκαλιά του

και θα πουν για μένα τί κρίμα

ήταν μεγάλος πια για να ονειρεύεται.

Εσύ δεν θα το μάθεις ποτέ

θα αφήσω ένα χαρτάκι να μην στο πούνε

γιατί με πήγες στο σπίτι σου

κάποιο απόγευμα για καφέ

και θέλησα να βάλω το τέλος

πριν φύγει η γεύση του απ' το στόμα μου

ήταν ο πιο όμορφος καφές που είχα πιει.

Θα περάσει καιρός και θα είσαι στο πλάι του

θα είσαι μαμά και θα χαίρεσαι.

Τότε θα έρχομαι με τις μοναξιές που λέγαμε

τα φτερά μας θα είναι πιο δυνατά μέχρι τότε,

και θα σας βλέπουμε και θα σας προστατεύουμε

γιατί το λευκό στα φτερά μας είναι ανεξίτηλο

για να κρατάει τη δροσιά του κήπου σας

αυτού που τολμούσα κι ονειρευόμουν

να σκαλίζουμε μαζί τα πρωινά της άνοιξης.

Αν κάποτε τον πιάνει το ψιλόβροχο

είναι που ακόμα δεν κατάφερα

να κρατάω τις στάλες των ματιών μου

μα σου τ' ορκίζομαι στο λευκό των φτερών μου

πως θα το παλέψω

γιατί υποσχέθηκα στα παιδιά

και τ' αγαπώ πολύ για να τα κοροϊδέψω.

Αυτά μου δώσανε τα φτερά

για να μην πέφτω από 'κει πάνω,

είναι κι αυτά μοναξιές.

Κι αν τώρα τα βρίσκω λίγο βαριά

και ξαφνιάζομαι στο τίναγμα τους

θα τα συνηθίσω και θα ανεβοκατεβαίνω

όποτε θα χρειάζεστε γλυκά

κάποιον από 'κείνους που κάθονταν στα παγκάκια

τα απογεύματα των αμφιβολιών

και τώρα δεν κάθονται πια.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-02-2005