το πιό όμορφο κορίτσι Δημιουργός: anuya, Diogenees είναι δικήμου απόδοση απο ρωσικό κείμενο που γράφηκε για δραματοποίηση. Κάνει κ για θεατρικό, όπως κ για τραγούδι, ή συνδυασμό των δύο. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center][font=Palatino Linotype][color=black]ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Δάσος πυκνό γλυκά κοιμάται πάνω στο μαξιλάρι του βουνού
κι έχει εκει πέρα ένα σπιτάκι σε ξέφωτο του δάσους εκεινού·
σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι κάποιο μικρό κορίτσι κατοικεί·
άλλο τόσο όμορφο κορίτσι, σας λέω δέν βρίσκεται σ’ όλη τη γή.
η μάνατης την καμαρώνει, χατίρι δέν μπορεί να της χαλά
τόσο μικρούλα που είναι ακόμη κι όλο τον κόσμο θέλει να βοηθά.
τις χάρες έχει όλου του κόσμου, σεμνότητα ειλικρίνεια αρετή
και ποιά μαμά δέν θέλει νά’χει κόρη χαριτωμένη σάν αυτή.
την αγαπά πολύ η γιαγιάτης αλλα δέν βλέπονται αρκετά συχνά
τα πόδιατης δέν την βαστάνε και η εγγονήτης την αποθυμά.
‘το σπίτιμου μακριά δέν είναι’, λέει η γιαγιά, ‘στο διπλανό βουνό.
για σένα είναι μιάς ώρας δρόμος, μα εγώ στο δάσος πώς να περπατώ;’
Στο παραθύρι καθισμένη σκουφάκι κόκκινο έπλεκε η γιαγιά
στης εγγονήςτης τα γενέθλια δώρο της το έκανε να το φορά.
και πάντα το φοράει εκείνη, της πάει πολύ και την θαυμάζουνε
μικροί – μεγάλοι «κοκκινοσκουφίτσα» απ’ αυτό την ονομάζουνε.
ΚΟΚ: κόκκινος ανατέλλει ο ήλιος, με το ζεστό χαμόγελο η μαμά
σάν την αυγή το πρόσωπότης – φωτίζεται απο αγάπη και χαρά.
ΚΟΚ. – Καλημέρα μανούλα!
ΜΑΜ. - Καλημέρα κορούλαμου!
ΜΑΜ. - έψησα περεσκία με δυόσμο, με γέμιση πατάτα ευωδιαστά·
τα βάζω σ’ ένα καλαθάκι, βάζω και βούτυρο, για τη γιαγιά.
το καλαθάκι πήγαινέτης, και δώσ’της χαιρετίσματα, φιλιά·
κοίτα και πώς είναι η υγείατης, και πώς τα πάει με τα γεράματα.
ΚΟΚ. ξύπνησαν τόσες πεταλούδες, ξυπνούν τα δέντρα τα άνθη τα πουλιά
δροσοσταλίδες στο χορτάρι – σήμερα είν’ όλα γύρω μιά ομορφιά!
ΜΑΜ: Προσεκτικιά στο δρόμο νά’σαι, κι απο το μονοπάτι να μή βγείς
με αγνώστους μή τυχόν μιλήσεις, να ξεστρατίσεις μήν παρασυρθείς.
ΑΦΗΓ. Η διήγησήμας δέν υπήρχε, κι ούτε που θα γινότανε γνωστή,
άν η κορούλα δέν ξεχνούσε εκείνο που η μάνατης της είχε πεί.
καθώς μονάχη περπατούσε, κι όλα φαινόταν τόσο ειρηνικά
νά κι ένας γκρίζος λύκος βγαίνει στο δρόμοτης τυχαία και ξαφνικά.
ΛΥΚ. Μιά πείνα πού’χω μα τί πείνα, δέν βρίσκεται να χάψω δυστυχώς
κανένα αρνί, κανένας σκίουρος, κανένας άνθρωπος ή βάτραχος
σκαντζόχοιρος ή γουρουνάκι ή άγριο γουρούνι με χαυλιόδοντες
με άδειο στομάχι ο δόλιος ώρες εικοσιτέσσερις ατέλειωτες
Ωωωω!
Τί βλέπω; κόκκινο σκουφάκι στο μονοπάτι νά κρέας τρυφερό!
την πείναμου για να χορτάσω, γεύμα δέν γίνεται καλύτερο!
ΛΥΚ. Γειάσου καλόμου κοριτσάκι, για πού πηγαίνεις έτσι βιαστικά;
στο δάσος πρέπει να προσέχεις, είν’ επικίνδυνο για τα παιδιά.
ΚΟΚ. Πάω στης γιαγιάςμου το σπιτάκι, μ’ αποθυμάει κι εγώ την αγαπάω
βούτυρο και πιτάκια φρέσκα με γέμιση πατάτα θα της πάω.
ΛΥΚ. άραγε πού να μένει η γριούλα; να το μαντέψω δέν είναι εύκολο.
ΚΟΚ. ά, δέν είναι μακριά το σπίτι, βλέπεις τον λόφο εκεί τον χαμηλό
σ’ εκείνη τη μεριά του λόφου μένει η γιαγιάμου, εκεί που βγάζει αυτό
το μονοπάτι το ίσιο, και έχω βιασύνη για να μή χασομερώ.
ΑΦΗΓ. ο «φίλος» θα την καταβρόχθιζε αμέσως μα κοντοστεκότανε
γιατί ήταν γύρω ξυλοκόποι και οι πελεκιέςτου ακουγότανε
θα τον σκοτώναν εκει πέρα άν πείραζε το κορίτσι το μικρό
κι έτσι για να την ξεγελάσει σκάρωσε ο λύκος σχέδιο πονηρό.
ΛΥΚ. Τους δρόμους δέν τους καλοξέρεις κι απ’ το ίσιο μονοπάτι πάς αυτό
εγώ που ζώ σ’ αυτά τα μέρη ξέρω ένα μονοπάτι πιό καλό
Βλέπεις εκεί; είναι όλο λουλούδια για να μαζεύεις όσα επιθυμείς
στενά, κακοτοπιές, αγκάθια δέν έχει και ούτε να χαθείς μπορείς
απλώς το μονοπάτι παίρνεις το ακολουθείς και θα σε βγάλει εκεί
στο ξέφωτο του δάσους που είπες όπου η καλή γιαγιάσου κατοικεί
ΚΟΚ. είναι καλός αυτός ο λύκος άν και στην όψη κάπως αγριωπός·
κακό δέν κάνει στους ανθρώπους, έχει και τρόπους, είναι ευγενικός
ΛΥΚ. να δούμε τώρα ποιός θα φτάσει πρώτος στο σπίτι της καλής γιαγιάς
έτσι είν’ η ζωή πρέπει να τρέξεις άν θέλεις κάτι νόστιμο να φάς.
ΑΦΗΓ. και παίρνει το ίσιο μονοπάτι και τρέχει ο λύκος, τρέχει ολοταχώς
χτυπούν τα δόντια «τσάλκα τσάλκα», τρέχει απο πίσωτου ένας κουρνιαχτός!
καταλαχανιασμένος φτάνει στο σπίτι της γιαγιάς του κοριτσιού
το τριγυρίζει κι εξετάζει τα κατατόπια απ΄ έξω του σπιτιού
κι αφού όλα τα είδε δίχως βιάση και τα λογάριασε προσεκτικά
κι ανάσα πήρε, στης γιαγιάκας την πόρτα πάει λοιπόν και τη χτυπά.
ΛΥΚ. τουκ! τουκ! τουκ!
ΓΙΑ. Ποιός είναι;
ΛΥΚ. Γιαγιάκα, εγώ είμαι, η εγγονήσου, που το σκουφί φορώ το κόκκινο
έλα άνοιξέμου και φοβάμαι, το μέρος είναι εδώ επικίνδυνο
νόστιμα περεσκία σου φέρνω και φρέσκο βούτυρο αγελαδινό
ΓΙΑ. έλα απο το πλαϊνό πορτάκι, μόνο το σύρτη τράβα και άνοιξε
ΑΦΗΓ. κι ο γκρίζος λύκος πάει τραβάει το σύρτη και το πορτάκι το άνοιξε
ΓΙΑ. Γειάσου εγγονούλαμου, πώς είσαι, πώς πάς, πολύ καιρό έχω να σε δώ
βλέπω έχεις ομορφύνει κι άλλο, τί ωραίο μοντέρνο παντελόνι αυτό!
ΑΦΗΓ. κάτι υποψιάστηκε η γιαγιά εδώ, κι έμεινε ασάλευτη απ’ το φόβοτης
ΛΥΚ. μα εσύ αδυνάτισες γιαγιάκα, μήπως απο καιρό ήσουν άρρωστη;
ΓΙΑ. ναί είμαι όλη μέρα στο κρεββάτι, η ανάσαμου έγινε πολύ βαριά
δέν τρώω σωστά όρεξη δέν έχω, σε τίποτε δέν βρίσκω νοστιμιά
ΛΥΚ. Μιά πείνα πού’χω μα τί πείνα! κάτι να χάψω βρέθηκε ευτυχώς!
ΓΙΑ. ώ, συμφορά κακή με βρήκε, σώστεμε! Παναγιάμου και Χριστός!
ΛΥΚ. Πώ πω μια μάσα πού’χω κάνει! τόσο καλά ποτέ δέν έφαγα!
το υπέροχο που προσδοκούσα γεύμα ήταν πιό κοντά απ’ όσο έλπιζα!
ΑΦΗΓ. καθώς το κοριτσάκι πήγε απο μονοπάτι περιφερικό,
εκείνο που είχε δείξει ο λύκος, ήδη ήτανε κοντά το δειλινό.
ήταν χαρούμενη όπως πάντα, δέν της περνούσε φόβος απ’ το νού·
σάν τη δικήτης καλοσύνη σ’ όλα τα πλάσματα έβλεπε, παντού.
ΚΟΚ. κι άλλες φορές έχω έρθει και όμως κάτι μου φαίνεται παράξενο.
μα ας πάω να της χτυπήσω θα με περίμενε όλη μέρα να φανώ.
ΛΥΚ. ποιός είναι;
ΚΟΚ. Εγώ είμαι, η Κοκκινοσκουφίτσα, μου λύθηκε η κορδέλλα στα μαλλιά,
φοράω καινούργια ωραία μποτάκια, κοίτα άν σου αρέσουν, να μου πείς «με γειά».
σου φέρνω κι ένα καλαθάκι με νόστιμα πιτάκια της μαμάς
και μιά μπαλίτσα βουτυράκι, και να σε δώ πώς είσαι, πώς περνάς.
ΛΥΚ. δέν είν’ η πόρτα κλειδωμένη, μόνο το σύρτη τράβα και άνοιξε
σε περιμένω όλη τη μέρα, σε αποθυμούσα κι έλεγα «άργησε»
ΚΟΚ. τόσο πώς άλλαξε η γιαγιάμου κι αλλιώτικη η φωνήτης έγινε!
ΛΥΚ. γειάσου εγγονούλαμου, τί κάνεις; έλα, έλα στης γιαγιάς την αγκαλιά!
ΚΟΚ. στάσου γιαγιάμου, εσύ δέν είχες τέτοια τεράστια χέρια σάν αυτά!
ΛΥΚ. που αποθυμώ να σε αγκαλιάσω, τόσο μεγάλωσαν τα χέριαμου!
στο σπίτισας τί γίνεται, είναι καλά η μαμάσου, η θυγατέραμου;
ΚΟΚ. αλλα γιατί, γιαγιά, τα αυτιάσου γίνανε τόσο μεγαλύτερα;
ΛΥΚ. όλο ρωτάς γιατί! μα απλό είναι: με αυτά τα αυτιά σε ακούω καλύτερα!
ΚΟΚ. τα μάτιασου πολύ μεγάλα γιατί είναι σάν να βγάζουνε φωτιά!
καθώς τα βλέπω ανατριχιάζω, μου μηρμυγκιάζει η ραχοκοκκαλιά!
ΛΥΚ. έτσι μεγάλα μάτια νά’χω πρέπει για να σε βλέπω πιό καλά!
ΚΟΚ. Ναί αλλα πώς γίνεται δοντάρες τόσο μεγάλες νά’χεις, έ γιαγιά;
ΛΥΚ. είναι για να σε φάω! γι’ αυτό έχω ένα τέτοιο στόμα - κρεατομηχανή!
για να σε φάω για βραδινόμου περίμενα απ’ το πρωί μικρή χαζή!
ΛΥΚ. μεγάλη τύχη σήμερα είχα! τόσο καλά δέν έχω ξαναφάει!
όποιος σ’ αυτό θα μπεί το σπίτι, στου λύκου την κοιλιά κι αυτός θα πάει!
Τώρα άς ξαπλώσω να χωνέψω, ποτέ περίσσιο δέν είναι το φαΐ
και ίσως, ποιός ξέρει, κάποιος έρθει κι άλλος τη γριούλα για να επισκεφθεί.
…περνά ώρα, η ησυχία μ’ αρέσει κι άν είναι ακόμη κάπως βαρετή.
ΑΦΗΓ. Δυό κυνηγοί αλεπούδων όπως το βράδυ σπίτιτους γυρίζανε
τυχαία καθώς περνούσαν απο το σπίτι της γιαγιάς σταθήκανε
ΚΥΝ. Καπνός δέν βγαίνει απόψε κάτι συμβαίνει το ύποπτο στο σπίτι αυτό
ας μπούμε μέσα ανοίγει η πόρτα τραβώντας έναν σύρτη που έχει εδώ
Κοίτα! κοιμάται σάν πουλάκι! Θεέμου ένας λύκος γκρίζος, όχι αστεία!
να μπούμε εμείς σ’ αυτό το σπίτι δέν την περίμενε την ατυχία.
ΚΥΝ. καταραμένε! θα σου δείξω! μέσα στο μάτι η σφαίρα θα σε βρεί!
και θα σε σκίσω ζωντανό και απο την στομάχα ό,τι έχαψες θα βγεί!
ΛΥΚ. καλοίμου ανθρώποι μή βαράτε! δέν έχω κάνει τίποτε κακό!
Τετάρτη και Παρασκευή εγώ δέν έχω φάει ποτέμου ούτε λαγό!
ΦΩΝΗ ΓΙΑ. Βοηθήστεμας! ΛΥΚ. τί ακούγεται έτσι; ΚΥΝ. Γριούλας φωνή είναι, εσύ την έχεις φάει!
ΛΥΚ. όχι αδερφέ, γουργουρητό είναι η κοιλιάμου απο την πείνα γουργουράει!
ΚΥΝ. Ακούτε; να μας ξεγελάσει τη γριούλα να μή βρούμε προσπαθεί
χρειάζεται εδώ καλό ντουφέκι η ζημιά του λύκου για να διορθωθεί
ΦΩΝΗ ΚΟΚ. μας έχει φάει ο λύκος ΦΩΝΗ ΓΙΑ. & ΚΟΚ. είμαστε μέσα στην κοιλιάτου σώστεμας
ΛΥΚ. καλοίμου ανθρώποι λυπηθείτεμε ακούστεμε μή με σκοτώσετε!
ΚΥΝ. ακίνητος! δέν μου γλυτώνεις! λύκος που πιάστηκε δέν σώζεται!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΚΥΝ. ο μύθος είναι ψέμα που όμως έχει σκοπό η αλήθεια να φανεί
πρέπει στο νού να παραμείνει το μάθημα απ’ το μύθο που έχει βγεί:
ΓΙΑ. Όταν βαδίζεις μές το δάσος ή μές την πόλη ή όπου νά’ναι αλλού,
ΜΑΜ. τις οδηγίες μαζίσου να έχεις που σου έδωσε η μαμάσου μές το νού![/align] Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-10-2008 | |