δεκαπεντασύλλαβες σκέψεις

Δημιουργός: χρήστος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Απ’ τα βουνά ξεπρόβαλλε λαμπαδηδρόμος ο ήλιος
Και τα μαλλιά μου χάιδεψε με πύρινη απαλάμη
Κι έπληξε με τη λάμψη του τις κόρες των ματιών μου
Κι ένιωσα την ανάσα του μέχρι τα σπάραχνά μου

Κι ενώ στη νύχτα είχα ταχτεί, κι υποταχτεί στο σκότος
Κι ήμουνα δούλος μπιστικός στον αρχηγέτη χρόνο
Λες κι αναθάρρησε με μιας ως τα βαθιά η ψυχή μου
Που φόρεσε τα γιορτερά τα ρούχα της και βγήκε

Και λες και λυθήκαν οι ασκοί που ‘δέναν τους ανέμους
Κι ολομεμιάς ξεχύθηκαν απ’ ανατολή και Δύση
Από νοτιά κι από βοριά και πήραν τα μαλλιά μου
Σαν άσπρο ιστίο που καιρό πρόσμενε να φυσήξει

Νησί σαν να θωρώ μακριά να μου γελά κατάσπρο
Νωχελικά όπως κείτεται στη μέση του πελάγου
Κι έχει θεόρατα βουνά, ψηλές κορφές με χιόνι
Κι απά σε κάθε του κορφή λιάζεται μοναστήρι

Κι από δεξιά κι αριστερά ν’ ακροβατούν δελφίνια
Μια που πετούνε στον αφρό, μια που βουτούν στα βάθη
Και μια γοργόνα να ρωτά τα που περνούν καράβια
Μήπως και είδαν πουθενά τον μόνον αδερφό της

Κι εκείνα λεν με μια φωνή απ’ του βυθού το φόβο
"Σ’ ένα μπαλκόνι κρεμαστό πα στα νερά του Νείλου
Τον είδαμε να κάθεται, γεμάτο νοσταλγία
Και να μετρά το μάταιο που εκέρδισε χρυσάφι"…

Μα η νύχτα πάλι έρχεται και μαύρο απλώνει πέπλο
Κι εγώ σε μένα κλείνομαι και διπλομανταλώνω
Ξεχνώ γοργόνες και νησιά, δελφίνια και καράβια
Και προσμετρώ τα που ‘φυγαν χρόνια δίχως να ζήσω

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-10-2008