Χωρικοσ Και Ροδουλα Δημιουργός: χωρικός ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ ΕΠΟΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ήτανε μέρα του Μαγιού και ρόδιζε η αυγούλα,
η φύση στολιζότανε σαν να'τανε νυφούλα,
μέσα από τις φυλλωσιές τραγούδαγαν τ'αηδόνια,
λιώναν επάνω στα βουνά τα τελευταία χιόνια.
Κι'ένας μπερμπάντης Χωρικός που ήτανε κολίγος,
κείνη την ώρα ξύπναγε κι'ήταν γεμάτος σφρίγος.
Κίνησε για τα κτήματα , κίνησε στα σιτάρια,
όμως εκείνο το πρωί , τον τρώγαν τα παπάρια!
Μονάχος ερωτήθηκε , μονάχος απεκρίθη,
τί να'ναι τάχα η φωτιά που του'καιγε τα στήθη.
Και του'ρθε η απάντηση του ήρθε και η λύση,
είχε περάσει πια καιρός απ' το στερνό γ...σι!
Ξάπλωσε εις τις καλαμιές, δίπλα σ'ένα ρυάκι,
μιας χωρικής σκεφτότανε το τρυφερό μ....κι.
Έβγαλε το παπάρι του κι'άρχισε να το παίζει,
άφησε το γαιδούρι του εκεί σιμά να χέζει.
Η μοίρα όμως ξέρουμε όλοι μας πως τα φέρνει,
άλλοτε μας χαιδολογά και άλλοτε μας δέρνει.
Έτσι και τότε χτύπησε εκείνη την αυγούλα,
κι'έφερε μπρος στον Χωρικό, την όμορφη Ροδούλα!
Σαν τί να θέλει μόνο του ετούτο το γαιδούρι;
γιατί είναι τόσο ανήσυχο κι' έχει θλιμμένη μούρη;
Μην είναι κάποιου άρχοντα; Μην είναι για εμένα ;
Αυτά αναρωτιότανε η όμορφη παρθένα.
Ξάφνου ακούει θόρυβο μέσα από τα καλάμια,
κι' ευθής θωρεί τον Χωρικό που κράταγε τη μπάμια.
Εν πρώτοις εταράχθηκε , μετά την πιάσαν γέλια,
μια υγρασία αισθάνθηκε ανάμεσα στα σκέλια.
Ο Χωρικός φοβήθηκε και έκρυψε τη μπάμια,
το χρώμα αμέσως έχασε ωσάν να είδε λάμια.
Μπροστά του δεν αντίκρυζε μια κάποια καμαριέρα,
παρά του αφέντη του έβλεπε την ώρια θυγατέρα.
Που'μοιαζε με του δειλινού το πορφυρό το στέμμα,
το φέγγος το περίλαμπρο, το αλικό σαν αίμα.
Σαν το φεγγάρι το χλωμό που λάμπει στο σκοτάδι,
σαν τη σταγόνα της βροχής στο χέρσο το λιβάδι.
Συνεχίζεται...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-10-2008 | |