Πρόχειρο ακόμα Δημιουργός: Ίμερος, Μιχάλης Κάρος Πέστε μου μια γνώμη γι αυτό το πρώτο κεφάλαιο Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η τελευταία της επίσκεψη στο σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης τη συγκλόνισε. Είχε ξαναέρθει πολλές φορές σε αυτόν το σταθμό, ήταν το μέσο για να πηγαίνει στους δικούς της. Τώρα όμως που ήξερε πως δεν θα τον ξανάβλεπε αισθανόταν διαφορετικά. Ο ταχύς ρυθμός που όλα κινούνταν, ήταν σαν μια γιορτή αποχαιρετισμού γι αυτήν. Μόνο το ρολόϊ πήγαινε αργά, λες και ήθελε να την καθυστερήσει όσο πιο πολύ γινόταν. Σαν να προσπαθούσε να της αλλάξει τη γνώμη και να μην φύγει, να της θυμίσει ότι υπήρχαν και άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να την κρατήσουν στην πολύβουη Αθήνα.
Είχαν προσπαθήσει όλοι οι φίλοι της ο καθένας με τον τρόπο του. Άλλοι με το φιλότιμο και άλλοι με τις ενοχές και την πειθώ. Αυτή ήταν ανένδοτη, η Αθήνα ήταν πλέον παρελθόν θα προσπαθούσε να ξαναφτιάξει τη ζωή της στην επαρχία. Οικονομικά δεν ήταν και σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά με το πτυχίο της σχολής της φυσιοθεραπείας, δεν θα είχε πρόβλημα. Είχε πολλά χρόνια βέβαια να ασκήσει το επάγγελμα, αλλά αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα. Θα ήταν σαν το ποδήλατο, φανταζόταν πως σε μια δυο εβδομάδες θα έχει πάρει το κολάϊ.
Μετά το ΤΕΙ δεν είχε βρει δουλειά στο χώρο της, έτυχε και διάβασε μια αγγελία που ζητούσαν γραμματέα και πήγε να δει από περιέργεια. Την προσέλαβαν άμεσα και αυτό δεν της έδωσε την ευκαιρία να το σκεφτεί. Αυτό ήταν, κόλλησε για τα καλά. Μετά από δύο χρόνια όταν πλέον τους είχε γίνει απαραίτητη, γιατί ήταν καλή στη δουλειά της και χωρίς να της το δείχνουν φανερά, ήξερε πως την εκτιμούσαν, παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να γίνει ιδιαιτέρα του διευθυντή του Νώντα. Ήξερε πως οι υποχρεώσεις μεγάλωναν, αλλά θα το πάλευε, άλλωστε και τα χρήματα θα ήταν καλύτερα. Αν ήξερε τι της επιφυλασσόταν στη συνέχεια, θα προτιμούσε να είχε φύγει, πολύ μα πολύ μακριά, το συντομότερο. Με όλο τον ενθουσιασμό, που διακατέχει τους νέους σε κάθε τι καινούριο, έμαθε και αυτή τη δουλειά. Ήταν τόσο δύσκολη αυτή η θέση, χρειαζόταν να κρατά τις ισορροπίες με μεγάλη υπευθυνότητα αλλά και ανεκτικότητα. Τα επόμενα τρία χρόνια δεν κατάλαβε πως πέρασαν, σαν νερό. Τα γεγονότα που σημάδεψαν αυτή την περίοδο της ζωής της δεν ήθελε να τα θυμάται.
Οι γνώσεις όμως που είχε αποκτήσει όμως όσο ήταν γραμματέας του Νώντα, θα τη βοηθούσαν να οργανωθεί και να φτιάξει μια αρκετά αξιοπρεπή κατάσταση που θα μπορεί να τη συντηρεί. Εν ανάγκη θα ζητούσε από τον πατέρα της να πουλήσει εκείνο το κτηματάκι που της είχε τάξει στο χωριό και να περάσει για λίγο καιρό ακόμα μέχρι να ορθοποδήσει.
Τελικά ο σταθμός λειτουργούσε σαν ψυχαναλυτής, όλη αυτή η βαβούρα τριγύρω, δεν την ενοχλούσε καθόλου, την είχε συνηθίσει. Ηταν ένα από τα καλά κακά της Αθήνας. Σε απομονώνει και σε βάζει να τα βρεις με το εαυτό σου και να δώσεις τις λύσεις που είναι απαραίτητες. Σε κάνει εσωστρεφή και ατομιστή, καλό για επιβίωση αλλά κακό για τον κοινωνικό σου περίγυρο. Που πλέον δεν σε βλέπει παρά μόνο σε γάμους και κηδείες. Όσο για τους φίλους περισσότερο επικοινωνείς με το τηλέφωνο, παρά σε συναντήσεις φοιτητικού τύπου. Αν κάποια φορά ξεγελαστεί κανείς και κάνει καμιά γιορτή τότε καταλαβαίνεις πόσο απόμακρος γίνεται κανείς με τον καιρό. Βλέπεις νέα άτομα που έχουν εισχωρήσει στον κύκλο των γνωστών που αισθάνεσαι σαν ξένος. Ο γνωστός πυρήνας των παλιών πάντα υπάρχει όμως δεν βρίσκει το χρόνο να ασχοληθεί μαζί σου και εσύ αντίστοιχα.
Είναι σαν τους συγγενείς που τους αγαπάς αλλά δεν έχεις πολλά να πεις μαζί τους. Αρκεί να ξέρεις πως είναι καλά και αυτό φτάνει. Είναι και το ότι τα έχετε πει όλα έχετε βγάλει τα σώψυχά σας και πλέον δεν μένει άλλο να πεις, παρά να κοιτάς τον άλλο και να χαίρεσαι που είσαι μαζί του αλλά η επικοινωνία δεν έχει πια ενδιαφέρον. Αν προσπαθήσεις να πεις κάτι θα αμφιβάλεις αν του το έχεις ξαναπεί και γίνεσαι κουραστικός. Μόνο το κουτσομπολιό θα μπορούσε να σώσει μια τέτοια κατάσταση. Αλλά και πάλι, “θα πρέπει να το έχει η κούτρα σου να κατεβάζεις ψείρες”. Αν όμως υπάρξει κάτι νέο στη ζωή σου που θα ήθελες να μοιραστείς, θα ήταν οι πρώτοι που θα ήθελες να το μάθουν.
Θα της λείψουν όμως, εκείνες οι ατέλειωτες συζητήσεις για τα ρούχα. Όχι για τα ρούχα ειδικά αλλά για το ρυθμό επικοινωνίας που σε έβγαζε από τη ρουτίνα. Η τακτική Σαββατιάτικη βόλτα στα μαγαζιά για “βλέπειν θέραπυ” και το “καφεδάκι”, στου Φλόκα στο Σύνταγμα με τις φιλενάδες. Το συνηθισμένο τροπάρι για την ακρίβεια και το πως δεν μένουν τα χρήματα στο πορτοφόλι. Μετά το βραδάκι όταν έχει κοπάσει ο θόρυβος της πόλης και έρχεται η ηρεμία της μοναξιάς του σπιτιού σου δεν σου κάνει όρεξη να δεις ούτε τηλεόραση. Μηχανικά κάνεις τις όποιες δουλειές του σπιτιού έχεις αφήσει στη μέση και αφήνεις το μυαλό σου να ταξιδέψει την ημέρα από την αρχή. Μέχρι που δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις και πέφτεις ξερή σε μια πολυθρόνα μη θέλοντας να σκεφτείς αλλά ούτε και να κουνηθείς από εκεί. Αν καμιά φορά χτυπήσει το τηλέφωνο δεν το σηκώνεις γιατί σκέφτεσαι πως ή θα είναι κάποια διαφήμιση ή κάποιος από την παρέα που θα σου πει να πάτε έξω και εσύ δεν έχεις κέφι παρά για το κρεβατάκι σου. Υπολογίζεις πως αύριο που είναι Κυριακή θα κάνεις, όλα όσα δεν πρόλαβες να κάνεις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Αλλά δεν υπολογίζεις καλά και γίνεται και η Κυριακή μια μέρα σαν τις άλλες. Θες από βαριεστημάρα θες από την αναβλητικότητα, πάντως ποτέ δεν καταφέρνεις να αξιοποιήσεις σωστά το χρόνο που έχεις για δικό σου. ελπίζεις πως το επόμενο θα είναι καλύτερο και πιο αποδοτικό. Με αυτές τις σκέψεις σε παίρνει ο ύπνος στην πολυθρόνα, ξυπνάς αργότερα πιασμένη από την παράξενη θέση που είναι αναγκασμένο να πάρει το σώμα σου και με κλειστά τα μάτια σκουντουφλώντας πέφτεις στο κρεβάτι χωρίς να βγάλεις τη ρόμπα που φορούσες. Το πρωί σε βρίσκει να μην καταλαβαίνεις τι μέρα είναι και αν θα πρέπει να πας στη δουλειά. Κοιτάς το ρολόϊ και αναρωτιέσαι αν είναι αργά για δουλειά ή νωρίς για να σηκωθείς αν είναι Κυριακή. Όταν καταφέρνεις να συγκεντρωθείς και βγάζεις το πόρισμα πως είναι σχόλη ξαναγυρνάς από το άλλο πλευρό και χουζουρεύεις για καμιά ώρα. Ξαφνικά ανακλύπτεις πως έχεις δώσει ραντεβού στο Κολωνάκι με την παρέα και ως δεν πρέπει να τους στήσεις. Τότε ετοιμάζεσαι με χίλια και σε πιάνει η αγωνία που θα βρεις ταξί τέτοια ώρα. Το ρολόι έχει τη δική του λογική, λέει πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να πάρεις λεωφορείο και να φτάσεις στην ώρα σου. Το χουζούρι πληρώνεται, το ξαργυρώνεις σε χρήμα, αλλά είναι γλυκό το άτιμο.
Μια τσιριχτή φωνή από τα μεγάφωνα, σε έβγαλε από τον ειρμό των αναπολύσεων και σε προσγείωσε στην πραγματικότητα. Ήρθε η ώρα να φύγεις και να αφήσεις όλα αυτά για τα οποία πάλεψες και έγιναν καπνός.
Το τελευταίο στριγγό σφύριγμα του τραίνου πριν την αναχώρηση τη βρήκε να τακτοποιεί τα πράγματά της στο χώρο πάνω από το κεφάλι της. Τις βαλίτσες τις είχε δώσει από νωρίς στην αποθήκη για φόρτωμα. Μαζί της είχε το απαραίτητο βαλιτσάκι και κάτι για φαγητό. Δεν εμπιστευόταν τις δημόσιες και κάθε είδους καντίνες. Άλλωστε ήταν λιτοδίαιτη και δεν της ήταν πρόβλημα, να μείνει για αρκετές ώρες χωρίς φαγητό. Το βαγόνι δεν είχε πολύ κόσμο, ήταν καθημερινή και δεν θα είχε βαβούρα και συνωστισμό. Το είχε επιλέξει να ταξιδέψει τέτοια μέρα μια και δεν την πίεζε ο χρόνος. Μόνο μια γιαγιά καθόταν απέναντί της και κανείς δίπλα της. Το πρώτο τράνταγμα από το ξεκίνημα του τραίνου, ήταν λίγο απότομο και το ακολούθησε ένα επόμενο πιο μαλακό και μετά όπως ήταν ξαπλωμένη στο αναπαυτικό κάθισμα ένοιωσε την επιτάχυνση για λίγο και μετά άρχισε η ομαλή επιταχυνόμενη πορεία πάνω στις ράγες. Οι εικόνες από έξω άρχισαν να γίνονται πιο γρήγορες και έπρεπε να κοιτάς πιο μακριά για να μην ζαλίζεσαι. Μέχρι να βγουν από την πόλη πέρασε μισή ώρα μετά άρχισε να μοιράζει τη ματιά της σε κοντινά και μακρινά πλάνα. Ο επίμονος και μονότονος πλέον ήχος του τραίνου λειτούργησε χαλαρωτικά και κάποια στιγμή έπαψε να τον ακούει. Το μυαλό της έτρεξε μια βδομάδα πίσω όταν είχε τελειώσει με τα πράγματα.
Μια παράξενη ηρεμία την είχε καταλάβει αυτές τις τελευταίες μέρες, από τότε που είχε πάρει την απόφασή της για να φύγει και μετά. Το πακετάρισμα των πραγμάτων που θα έπαιρνε μαζί της και ο αποχωρισμός από τα πράγματα που δένουν ένα σπίτι της πήρε μια βδομάδα γεμάτη. Κάλεσε όλους τους φίλους της παρέας και τους μοίρασε πράγματα από το σπίτι που ήξερε πως τους άρεσαν. Τα υπόλοιπα τους άφησε να τα διαλέξουν μόνοι τους, αφού τους είπε ποια ήταν διαθέσιμα. Την κρεβατοκάμαρα και κάποια άλλα χοντρά, τα άφησε τελευταία, θα ερχόταν να τα πάρει το φορτηγό που θα της τα πήγαινε στο χωριό, θα τα αποθήκευε μέχρι να δει τι θα κάνει. Φανταζόταν τη γκρίνια που θα άκουγε από τους δικούς της για το που θα τα έβαζαν, αλλά κάθε πράγμα στον καιρό του.
Θα το αντιμετώπιζε στην ώρα του όταν θα ήταν πλέον εκεί. Θα έβρισκε και άλλα μπροστά της, όπως την περιέργεια του κόσμου και πως θα την αντιμετώπιζαν, αλλά και τι εξηγήσεις θα έδινε σε γνωστούς και φίλους για την επιστροφή της. Για την επαρχία αυτό θα ήταν γεγονός που θα το συζητούσαν για κάποιες μέρες. Μέχρι να κοπάσει η περιέργεια του κόσμου και τα επίμονα βλέμματα του στυλ η καημένη τι έπαθε, θα περνούσε μια βδομάδα. Ήξερε πως το λούκι θα το πέρναγε η μάνα της, από τις επισκέψεις των φιλενάδων της που θα ήθελαν να μάθουν από πρώτο χέρι τα γεγονότα. Ήταν όμως σωστό από μέρους της να βάλει σε τέτοια διαδικασία τους δικούς της; Τώρα που το ξανασκεφτόταν δεν της καθόταν και τόσο καλά. Μέσα στην αναμπουμπούλα της προετοιμασίας δεν το σκέφτηκε ψύχραιμα. Έβγαλε από την τσάντα της το κινητό και το χαρτάκι με τον αριθμό του μεταφορέα. Το φορτηγό θα έφευγε το απόγευμα, αφού φόρτωνε και άλλα πράγματα από το πρακτορείο. Σχημάτισε τον αριθμό και όταν το σήκωσε του είπε να αφήσει τα πράγματα στην αποθήκη της εταιρίας και θα μιλούσαν για το που θα της τα πάει αύριο. Τώρα θα έπρεπε να βρει σπίτι στα γρήγορα. Άρχισε να ψάχνει στον κατάλογο του κινητού. Ποιος θα μπορούσε να της βρει κάτι καλό και γρήγορα, έσπαγε το μυαλό της μέχρι που είδε ένα όνομα μιας συμμαθήτριας της, της Ρίας, που ήταν κολλητές από παλιά. Την κάλεσε και αυτή καταχάρηκε που την άκουσε, της εξήγησε τι ήθελε και έκλεισε το τηλέφωνο περιμένοντας να την καλέσει αυτή τώρα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ήρθε η κλήση που περίμενε, η Ρία της έδωσε ένα τηλέφωνο που είχε ο μεσίτης της περιοχής. Αλλά πρώτα την έβαλε να της υποσχεθεί ότι θα βρισκόντουσαν μέχρι το τέλος της εβδομάδος για να τα πούνε. Τον κάλεσε και του είπε τι ακριβώς ήθελε, αυτός της υποσχέθηκε πως θα την παραλάβει από το σιδηροδρομικό σταθμό και θα την πάει να δει κάποια σπίτια και μαγαζιά που είχε εκεί κοντά. Αφού κάλυψε και αυτή την ανησυχία της τότε μόνο μπόρεσε να ηρεμίσει και να απολαύσει το ταξίδι της επιστροφής. Κοίταξε το ρολόι της, είχαν περάσει σαράντα πέντε λεπτά από τότε που βγήκαν από την πόλη και τα κτήρια. Η διαδρομή στην εξοχή έχει πολλές εναλλαγές και δεν βαριέσαι να κοιτάς. Άλοτε με μελαγχολία και άλοτε με απογοήτευση, που χάνεται τόσο γρήγορα το όμορφο τοπίο. Όλη αυτή την ώρα προσπαθούσε να κρατάει το μυαλό της σε διαρκή κίνηση, για να μην σκέφτεται αυτά που άφηνε πίσω της. Δεν το κατάφερνε πάντα και κατά διαλείμματα της έρχονταν εικόνες και συναισθήματα από τις καταστάσεις που είχε βιώσει στα δέκα αυτά χρόνια στην Αθήνα. Το σκέφτηκε και της φάνηκε παράξενο και που το έλεγε μόνο, “δέκα χρόνια”. Είχε πάει μετά το λύκειο, όταν πέτυχε στα ΤΕΙ της Αθήνας στη σχολή φυσιοθεραπείας, πέρασε από το μυαλό της όλη εκείνη η προσμονή και η περιέργεια για το άγνωστο. Την υποχρέωση απέναντι στους γονείς της, την είχε εκπληρώσει με το παραπάνω. Είχε τελειώσει πολύ γρήγορα τη σχολή χωρίς καθυστέρηση και χάσιμο εξαμήνων. Η αγωνία της να βρει δουλειά την έκανε να βρεθεί στην πόρτα της εταιρείας που έμελλε να γίνει το δεύτερό της σπίτι. Τόσο άνετα αισθανόταν στο χώρο της, αυτό κράτησε μέχρι που διεκδίκησε τη θέση της ιδιαιτέρας του γενικού. Σαν να συνήλθε κάποια στιγμή και κάκισε τον εαυτό της που καθόταν και σκεφτόταν τόσο θλιβερά πράγματα. Αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια δεν έβγαινε τίποτα, έκανα το σωστό μονολόγησε. Όταν κατάλαβε ότι παραμιλούσε κοίταξε ένα γύρω για να δει αν την είχαν ακούσει οι διπλανοί συνεπιβάτες αλλά το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν γερμένα κεφάλια στο πλάι και ένα ελαφρό κούνημα να τα ταράζει με το ρυθμό του τραίνου. Ήταν η μόνη που δεν κοιμόταν στα γύρω καθίσματα, αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμά τους, άλωστε είχαν πολύ δρόμο ακόμα ως το τέρμα.
Απέφυγε τις σκέψεις με τον ύπνο, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τα όνειρα, που την ανάγκασαν να πεταχτεί κάποια στιγμή και να κρατήσει ορθάνοιχτα τα μάτια της, μέχρι να καταλάβει αν κοιμόταν ή όχι. Κοίταξε το ρολόι της και διαπίστωσε πως δεν είχαν περάσει παρά μόνο δέκα λεπτά από τότε που έκλεισε τα μάτια της. Την έπιασε απογοήτευση, ξαναβολεύτηκε και έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να κοιμηθεί. Αυτή τη φορά κατάφερε να κοιμηθεί περίπου μισή ώρα, της φάνηκε πως είχε κοιμηθεί πάνω από ώρα. Τόσο ξεκούραστη αισθάνθηκε από τον λίγο αυτό ύπνο. Τη δεύτερη φορά την ξεκούρασή της δεν την τάραξε κάτι από αυτά που την βασάνιζαν όταν ήταν ξύπνια. Σαν να είχε κατεβάσει κάποιο διακόπτη, τόσο απλά. Μακάρι να γινόταν και στον ξύπνιο της αυτό, το ήθελε τόσο πολύ να ξεχάσει, το είχε ανάγκη.[align=center][align=right][/align][align=left][B] Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-10-2008 | |