Πέρα απ' τα εμβατήρια Δημιουργός: Νεφελοβάτης Αληθινή Ιστορία... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Οκτώβριος - Δεκέμβριος του 1940.
Έβλεπε παντού λευκό. Και γκρίζο.. Χιόνι και λάσπη.. Παγωμένα τα πάντα, μολυβένιος ο ουρανός..
Αγρότης ήτανε, από παιδί τον ξεριζωμό είχε ζήσει. Ούτε τα δώδεκα δεν είχε κλείσει σαν τρέχανε να γλιτώσουνε απ’ τους Τούρκους. Και περάσανε απέναντι στο νησί. Εκείνο που έβλεπε τα ηλιοβασιλέματα σαν παιδί. Και λαχταρούσε να το επισκεφτεί, μια κι ήτανε πια ελεύθερα χώματα. Της πατρίδας του, του ‘λέγαν.
Και φτάσανε εκεί, ένα σκοτεινό βράδυ. Κλάματα, και βογκητά. Και η πατρίδα τους «υποδέχτηκε..». Ήρθαν οι Πρόσφυγες, άκουγε απ’ εκείνους που με το δάχτυλο τους ‘δείχναν. Και τα παντζούρια κλείναν σαν περνάγαν.. Ναι, σακατεμένη ήταν απ’ τους πολέμους κι απ το διχασμό η Ελλάδα.. Αιώνια κατάρα η διχόνοια, πιο παλιά κι απ’ την Ιστορία ακόμη στο λαό τους. Μα να τους βλέπουνε σαν ξένους..; Να τους φέρονται σαν σε ζητιάνους;
Με τα πολλά τους ‘δώσαν κάτι χερσοχώραφα σ’ ένα χωριό. Πολλοί ξενιτευτήκαν, και μια κι ήταν όλοι τους δουλευταράδες και ξύπνιοι άνθρωποι, σιγά σιγά ορθοποδήσανε. Και πήρανε κι ένα περιβόλι, που αν και θα ‘τανε αποζημίωση για κείνα που ‘χαν χάσει απέναντι, το χιλιοπληρώσαν.. Δικαιοσύνη σου λένε..
Κι από κει, εδώ, σ’ άλλο πόλεμο.. Με ένα θεριό που ανίκητο ήταν τάχα. Είχανε αερόπλανα και τανκς και πυροβόλα, και μιλιούνια στρατό. Και θωρηχτά. Και θέλανε να καταλάβουνε τη μικρή τους χώρα. Χωρίς να τους έχει κάμει κάτι. Και επιτεθήκανε άναντρα μες τη νύχτα.. Μονάχα που δεν είχανε υπολογίσει κάτι.
Δε μετρούνε οι αριθμοί και τα κανόνια μόνο.. Όχι σαν έχεις τους Έλληνες μονιασμένους απέναντι.. Μα όποιος δεν μελετά την ιστορία, τη βλέπει να επαναλαμβάνεται, πολλές φορές και σε βάρος του..
Μα στο εδώ πάλι.. Με καράβια τους είχανε πάει στην Αλεξανδρούπολη και μετά οδικός Κομοτηνή. Όλοι συντοπίτες στο σύνταγμα. Κι από όπου περνάγανε ο κόσμος χαιρετούσε, κι είχε κάτι να τους δώσει απ’ το υστέρημά του. Έρχονται οι νησιώτες, άκουγες, και βγαίνανε να τους δούνε. Και ‘κείνοι βλέπανε τα άγνωστα μέρη, τις πεδιάδες τις εύφορες, τα βουνά τα θεόρατα, τα φτωχικά σπίτια, τα δάση… Κι από ‘κει με τραίνα, και μετά με τα πόδια προς το μέτωπο..
Κι έκανε κρύο, πολύ κρύο. Δεν ήτανε συνηθισμένοι σ’ αυτά τα κλίματα.. Εκείνον, μια και ο συνταγματάρχης του ήξερε πως ήτανε καλός κυνηγός και συνηθισμένος να περπατά για ώρες στα βουνά, τον έκαμε αγγελιοφόρο.. Οι διαβιβάσεις δύσκολες μια και ασυρμάτους δεν είχανε τότε οι μονάδες πολλούς. Και έπρεπε να υπάρχει άνθρωπος να μεταφέρει τις διαταγές και τα νέα.
Κι αυτό μες το χιόνι και τη λάσπη, μες το χαλασμό από σφαίρες και οβίδες.. Και να γίνεται και ‘κείνος στόχος για τους σκοπευτές του εχθρού. Δεν γινόσουνα χολιγουντιανός ήρωας εκεί, δε μαθαιβόταν ότι έκανες ποτές.. Κι ας ήταν τόσο σημαντικό. Οι πιο πολλοί χανόταν, αγνοούμενοι βγαίνανε, και καμιά φορά τους βρίσκαν χτυπημένους σε κάνα κορφοβούνι.. Τους πιο πολλούς δε τους βρίσκανε ποτέ..
Μα εκείνος μαθημένος ήτανε να κυνηγά. Να περπατά απαρατήρητος στα βράχια, να διαλέγει διαδρομές.. Και να τώρα που ήτανε αυτός το θήραμα που έπρεπε το βόλι ν’ αποφύγει.. Και τα κατάφερνε πάντα, αν και πολλές φορές, μόλις που γλίτωσε απ’ του χάρου τα δόντια..
Μα ζεστό φαί δεν υπήρχε.. Η φωτιά σπάνια πολυτέλεια. Η κουραμάνα το στομάχι σακάτευε μια και για να τη μαλακώσουνε σε νερό απ’ τα χιόνια παρμένο τη βουτούσαν. Οι χιονίστρες θερίζανε. Και ο εχθρός, όσο κι αν προχωρούσανε, όσους κι αν αιχμαλωτίζανε, συνέχεια έφερνε καινούργιους.
Τέλη Δεκέμβρη θα ‘τανε όταν το τάγμα του είχε προχωρήσει πιο μπροστά απ’ τους άλλους. Τα πλευρά ακάλυπτα. Οι Ιταλοί αντεπιτεθήκαν και κινδυνεύανε να τους κυκλώσουν. Σε κείνον έπεσε ο κλήρος να πάει τα μαντάτα στο σύνταγμα να τους ενισχύσει.. Του δώσανε κι ένα οπλοπολυβόλο γιατί δεν ξέρανε που ήταν ο εχθρός και μπορεί να χρειαζόταν να περάσει κι ανάμεσα στις γραμμές τους..
Ξεκίνησε μες τη βροχή. Προσεχτικά περπατούσε σκυφτός, μια και οι όλμοι κι οβίδες πέφτανε σωρό. Προχωρούσε σε μονοπάτια π’ ούτε αγριοκάτσικο δεν πάταγε.. Και σκεφτόταν τη γυναίκα και το μωρό που είχε πίσω αφήσει.. Ούτε δυο χρονών δεν ήτανε ο γιος του.. Και δεν ήξερε αν θα τους ξανάβλεπε ποτέ..
Είχε προχωρήσει αρκετά, κάπου δυο ώρες του πήρε, μα μακρινές ακουγόνταν οι εκρήξεις πίσω του.. Ώσπου έφτανε να βγει στο δρόμο (ο Θεός να τον κάνει τέτοιο δηλαδή), που θα τον πήγαινε προς το αρχηγείο.. Και εκεί είδε αυτό που φοβότανε. Οι Ιταλοί, είχανε στήσει ενέδρα.. Πέντε – έξι νοματαίοι με ένα βαρύ πολυβόλο σ ένα πρόχειρο χαράκωμα..
Δεν υπήρχε τρόπος να τους περάσει χωρίς να τον θερίσουν.. Πάγωσε σαν τις πέρδικες που κυνηγούσε και κείνος… Μα αυτή η πέρδικα είχε και κεντρί.. Και τότε είδε ένα βράχο που μπορούσε να φτάσει ακριβώς πάνω τους. Εκείνοι ‘βλέπαν προς το δρόμο μπροστά..
Δε το σκέφτηκε πολύ, μονάχα άρχισε να έρπει προς τα ρίζα του βράχου. Σαν έφτασε από πίσω, σκαρφάλωσε με προσοχή.. Έτρεχε ο ιδρώτας από πάνω του, κι ας έκανε τόση παγωνιά.. Στην κορυφή , εκεί που έκανε ένα πλάτωμα, απασφάλισε το πολυβόλο.. Είκοσι σφαίρες είχε ο γεμιστήρας..
Και μετά..
Ξεπρόβαλε απ’ το βράχο κι άρχισε να θερίζει τους Ιταλούς από ψηλά.. Ούτε καταλάβαν τι τους βρήκε.. Ούτε που κατάλαβε πότε άδειασε το όπλο του..
Σαστισμένος σωριάστηκε κάτω.. Είχε σκοτώσει αμέτρητα ζώα, για να έχουνε κρέας στο τραπέζι τους, είχε γίνει στόχος πολλές φορές, μα να χτυπήσει άνθρωπο, κι ας τον λέγανε κι εχθρό, ποτές..
Με κόπο κατέβηκε κάτω.. Πλησίασε το χαράκωμα.. Σωριασμένα κορμιά, αίματα παντού.. Γνώριμη εικόνα όλο αυτό τον καιρό, μα ποτέ από κείνον.. Και μετά είδε τα πρόσωπά τους.. Αμούστακα παιδιά κάποιοι, παλικάρια λίγο πιο μεγάλα άλλοι…
Σαν και κείνον..
Και του ‘ρθαν στο μυαλό οι μανάδες που θα κλάιγαν, οι μωρομάνες που θα περίμεναν τους άντρες τους, τα ορφανά..
Σαν κυνηγημένος έφυγε από κει.. Έδωσε στο αρχηγείο τα μαντάτα για το τάγμα του, ούτε και κατάλαβε πώς.. Γλυτώσανε οι δικοί του..
Εκείνος αρρώστησε, γαστρορραγία είπαν οι γιατροί.. Τον στείλαν στα μετόπισθεν, του κάνανε εγχείρηση, κόντεψε να πεθάνει.. Μετάλλια δεν πήρε ούτε και ήθελε.. Χτυπήσαν οι Γερμανοί, κατέρρευσε το μέτωπο, με χίλια δυο βάσανα στο νησί γύρισε..
1983..
Ποτέ δε μιλούσε για τον πόλεμο.. Σαν το ρωτούσε ο εγγονός του, έλεγε πως ήτανε αγγελιοφόρος. Και ο μικρός τον κοιτούσε απορημένος.. Στα μάτια του που ήθελε τον παππού ήρωα, σαν ταχυδρόμος έμοιαζε.. Ανιαρή δουλειά σ έναν ηρωικό όπως τους ‘λέγαν στο σχολείο πόλεμο..
«Και σκότωσες κανέναν παππού εκεί πάνω;», τον ρωτούσε ο πιτσιρικάς, που είχε μεγαλώσει με τα Ράμπο κι όλα τα γνωστά.. Που οι σκοτωμοί τόσο αντρίκιοι φαντάζαν.. Μια φορά μονάχα σαν μεγάλωσε λιγάκι του είχε πει για κείνους..
1990..
Είχε έρθει πια η ώρα του να φύγει.. Το καταλάβαινε εδώ και καιρό.. Και το ζήταγε, μια που σ’ αυτό το σακατεμένο απομεινάρι του κορμιού του δεν ήθελε άλλο να μείνει..
Λίγο πριν τελειώσει η διαδρομή του σ’ αυτή τη Γη, εκείνο που του ‘ρθε στο μυαλό ήταν τα πρόσωπά τους.. Και με ένα δάκρυ, ψιθύρισε συγνώμη.. Κι έφυγε γι’ αλλού..
2008..
Ο εγγονός μεγάλωσε και τούτη τη μέρα θυμάται.. Έχει μάθει λίγα πραματάκια παραπάνω με τα χρόνια.. Διάβασε, έψαξε, έκοψε και την τηλεόραση μ’ όλα τα ΄ταχα, τις φαμφάρες και τις μεγαλοκουβέντες των χαρτογιακάδων, και καταλαβαίνει.. Το τι έκανε εκείνος ο άντρας πάνω στα χιόνια, και πόσο ακατόρθωτο φαίνεται σήμερα, για τους σύγχρονους φαντάρους, που οι μισοί ήταν μ’ αναρρωτική μετά τα σκηνάκια,, τις υπαίθριες ασκήσεις, και με καλό καιρό..
Όχι να ζεις και να περπατάς χιλιόμετρα στα χιόνια..
Και σκέφτομαι.. «Εύχομαι να είσαι καλά Παππού, και να τα πίνετε με κείνα τα παλικάρια εκεί πάνω.. Όλοι μια παρέα, σαν που σας πρέπει, μια και θα μπορούσε να ναι αλλιώς, και το ξέρετε πια όλοι..
Θα μπορούσε να ναι ένας Ιταλός Πολυβολητής, που τη στερνή του ώρα, το ’90, να ζήταγε συγνώμη απ’ τον Έλληνα αγγελιοφόρο που χτύπησε πάνω κει στα βουνά το ’40..»
Να είστε όλοι καλά..
Και μακάρι να καταλάβουμε και ‘μεις ένα κομμάτι τις αλήθειας..
Μια που εκείνο τον πόλεμο, μα και όλους σχεδόν τους άλλους, δεν τους θελήσαν οι φαντάροι.. Κι ούτε για ιδανικά γινίκανε.. Απλά και τότε και τώρα, κάποιοι θέλανε κι άλλα..
Οι άγνωστοι στρατιώτες κάνανε το χρέος τους εκεί..
Δικό μας χρέος είναι άλλο..
Το ΟΧΙ να το λέμε στα ραμολιμέντα που για την τσέπη και την κοιλιά τους, άλλους στέλνουνε να γίνουν ήρωες.. Κι αυτοί πλουτίζουν..
Αυτό είναι το χρέος μας σε κείνους που θυμόμαστε σήμερα.
Πέρα από εμβατήρια και φαμφάρες…
«Αιωνία Τους η Μνήμη…»
28 ΟΚΤ 2008.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-10-2008 | |