Per l'aroma d'amore (3)

Δημιουργός: LADY KALAS, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΛΑΤΣΙ

''Για το άρωμα της αγάπης''(μέρος 3ο)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πρέπει να είχα κοιμηθεί το πολύ τρείς ώρες,όταν ξύπνησα τρέμοντας τα χαράματα.Κοίταξα γύρω μου τρίβωντας τα μάτια μου για να συνιθίσουν στο σκοτάδι και ξεχώρισα τις φιγούρες της μητέρας μου και της αδερφής μου στο άλλο κρεβάτι.Η Στέλλα όμως,δεν ήταν εκεί.Έφερα στο μυαλό μου τα γεγονότα που είχαν συμβεί πρίν λίγες ώρες,τα λόγια της Στέλλας που είχε να μου πεί κάτι,το χαμόγελό της όταν βγήκε χαρούμενος ο γιατρός από το δωμάτιο του ιταλού...
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κουτρουβαλώντας έφτασα ως την πόρτα.Ένιωθα πολύ κουρασμένη...Πήγα ως το δωμάτιο που ήταν ο ιταλός,κι άνοιξα σιγά την πόρτα.Είδα τον στρατιώτη αναίσθητο ακόμα,με γκάζες τυλιγμένες γύρω από το χέρι του,και δίπλα του...την Στέλλα.Ήταν καθισμένη στο πάτωμα με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο κρεβάτι του,και με απλωμένα τα όμορφα μεταξένια της μαλλιά.Το χέρι της,ήταν μέσα στο δικό του,κι εκείνη κοιμόταν τόσο ήρεμα...Έμεινα να κοιτάζω για λίγο αυτή την όμορφη εικόνα,και ύστερα την πλησίασα προσέχοντας μην ξυπνήσω τον φαντάρο...

Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε για λίγο απορημένη.Ύστερα,συνειδητοποιώντας πως ήμουν κι εγώ εκεί,τράβηξε απότομα το χέρι της από το δικό του,και πετάχθηκε όρθια.Την κοίταξα για λίγο εξεταστικά...
-Στέλλα,μπορείς να μου πείς τί γίνεται εδώ?(την ρώτησα προσπαθώντας να ελέγξω την ταραχή μου).Μα εκείνη δεν μου απάντησε.Απλά με κοίταξε με μια κουρασμένη έκφραση,και πήγε προς το τραπέζι να ανάψει την λάμπα.Το δωμάτιο,φωτίστηκε με ένα αδύναμο φώς.
-Μπορείς να μου απαντήσεις και να μην με αγνοεί η χάρη σου?(Επέμεινα υψώνοντας τη φωνή μου)
-Σσσσ,Μαρία μη φωνάζεις,Θα τον ξυπνήσεις. Χαμήλωσα τον τόνο της φωνής μου,και συνέχισα να της μιλάω ψιθυριστά:
-Τρελάθηκες?Τί είναι αυτά που κάνεις?Έρχεσαι και κοιμάσαι σε ένα δωμάτιο με έναν ξένο?
-Δεν φταίω εγώ Μαρία... ήρθα να δώ απλά πώς πάνε τα πράγματα,ήμουν και πολύ κουρασμένη και αποκοιμήθηκα...
-Και το χέρι?
-Τί το χέρι?
-Του κρατούσες το χέρι Στέλλα.Δεν είμαι τρελή...το είδα.
Η Στέλλα ξεφύσιξε αγανακτισμένη...
-Ο Φραντσέσκο είναι καλό παιδί Μαρία.Δεν θα μου έκανε ποτέ κακό...
-Για μισό λεπτό.Φραντσέσκο είπες?Κι εσύ πού ξέρεις το όνομά του?
Μου χαμογέλασε και είπε:
-Θυμάσαι που ήθελα να σου πώ κάτι χθές?
-Ναι.Έχει να κάνει με τον ιταλό?...
-Ήθελα απλά να σου πώ οτι τον ξέρω.
-Τον ξέρεις?Απο πού?
-Περνάει κάθε βράδυ κάτω από το μπαλκόνι μου σαν παίζω πιάνο.Του αρέσει να με ακούει.Βλέπεις...είναι μουσικός.Μιλήσαμε κιόλας.Μιλάει πολύ καλά ελληνικά.
-Δεν το πιστεύω! Στέλλα,μιλήσατε?
-Σσσσ,μη φωνάζεις σου λέω...
Μα ήταν πολύ αργά,καθώς η φωνή μου τον είχε ήδη ξυπνήσει.Κουνήθηκε για λίγο μηχανικά κι ύστερα άνοιξε αργά τα υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια του.Ήταν μάτια μαγικά,σαν βαθυά θάλασσα...Τον είδα να ανασηκώνεται λίγο στο γερό του χέρι,και πρόσεξα έναν μορφασμό πόνου στο όμορφο πρόσωπό του.Κάτω από το αδύναμο φώς,δεν μπόρεσα να μην προσέξω το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα του,σαν η ματιά του έπεσε πάνω στη Στέλλα.Την κοίταζε για πολύ ώρα με μια λάμψη στα μάτια του,κι ένα αδύναμο χαμόγελο που τον κολάκευε απίστευτα.Κι ύστερα άκουσα την γαλήνια φωνή του:
-Δεν το πιστεύω! Το κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά! Στέλλα.(πρόφερε σε άπιαστα ελληνικά,και χαμογέλασε ξανά).Εκείνη του χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο,και τον πλησίασε αργά.
-Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω καλά Φραντσέσκο.(Του είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια).
-Κακό σκυλί ψώφο δεν έχει,σωστά?(είπε εκείνος χαμογελώντας)
-Έτσι φαίνεται.(απάντησε η Στέλλα γελώντας).Να σου γνωρίσω την φίλη μου,την Μαρία...

Κι έτσι,γνώρισα τον πρώτο και μοναδικό έρωτα της Στέλλας...τον Φραντσέσκο.Ομολογώ πως στην αρχή είχα τις αντηρήσεις μου,και φοβόμουν για εκείνη.Μα με τον καιρό τον γνώρισα καλύτερα και δεν είχα καμία αμφιβολία πια...δεν τον έβλεπα πλέον σαν έναν ιταλό στρατιώτη,έναν εχθρό,αλλά τον θεωρούσα φίλο και αδερφό μου.Ο Φραντσέσκο ήταν ένα ευδιάθετο παιδί σαν εκείνη,αγαπούσε τη ζωή,τα νιάτα,και μισούσε τον πόλεμο...Την έπαιρνε κάθε μέρα και την πήγαινε βόλτες στην παραλία,στη πόλη,παντού.Κάθε βράδυ την άκουγε να παίζει στο πιάνο μελωδίες του Τσαϊκόφσκι και του Μπετόβεν,και κάθε βράδυ δάκρυζε από συγκίνηση.Για εκείνη,ήταν ο πριγκιπάς της,εκείνος που συναντούσε πάντα στα όνειρά της,εκείνος που θα την έπαιρνε στο άλογό του,και θα την έπαιρνε μακριά από εδώ,μακριά από τον πόλεμο και το μίσος.Κι εκείνος,την έπαιρνε στην αγκαλιά του,και χάιδευε τα ξανθά της μαλλιά,απαγγέλοντας της στίχους του σέξπιρ και λέγοντας της πόσο την αγαπά.Ήταν απλά δυο παιδιά...δυο παιδιά που ήθελαν να ζήσουν...να ζήσουν τον έρωτά τους.Μα η μοίρα είχε άλλα σχέδια...ο πόλεμος έπαιζε το δικό του παιχνίδι...


(Συνεχίζεται το τελευταίο μέρος)








Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-10-2008