Φωτια Δημιουργός: zpeponi, Νικος Η στιγμή με μαεστρία είναι φτιαγμένη, απ' το ασυνείδητο του κόσμου Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Έλα ερωμένη μεσημέρι, πιάσε μ’ απ’ το χέρι
στου κορμιού σου τη λαχτάρα βάλε με
που ‘μαι χλωμός σαν ίκτερος για σένα
και διψασμένος για αίμα σαν νυστέρι
Τα στήθη μου τα καίω, για να ‘χω φλόγα να σε δω
Έτσι όπως είσαι σε ζητώ, την ώρα της εξύψωσης
τόσο γυμνή κι απέραντη να σ΄ αντικρύσω
Σαν ορθωθώ μπροστά σου, δίχως μιλιά να βγάλω,
από τα χείλη τα ξερά μη φοβηθείς, μη τ΄αρνηθείς
Μα θα ξεκληριστείς, μου λες, έτσι που καίγεσαι.
Τα μαλακά κι υγρά, τα ωραία, χείλη θα χαθούν
Τα χείλη που ελάτρεψες να γεύεσαι θα πάψεις.
Το ξέρω. Θα πεθάνω. Η σάρκα μου θα σβήσει.
Τα όνειρα, μαζί μ’ αυτήν, ντροπή θα γίνουν
Μα μήπως θα ‘ναι η πρώτη μου φορά; Μήπως η τελευταία;
Μήπως τον θάνατο φοβάμαι; Δεν με πιστεύεις, βέβαια.
Όταν πεθαίνω πάντα κρύβομαι. Γι’ αυτό,
- μόνο γι αυτό - δεν μ’ έχεις δει ακόμη να πεθαίνω.
Τι ομολογία απ’ τα στήθη μου να βγάλω
που αλήθεια θα ‘ναι και πιστευτή θ’ ακούγεται
Ότι πομπώδες είχα για να πω
το ξόφλησα με τα φιλιά μου, ερωμένη.
Με τα φιλιά που σου ‘δινα
εκείνα τα φιλιά που σ’ έκαναν να με καλείς,
στον ύπνο να φωνάζεις «έλα πάλι»
Στο παραλήρημα που ζήτησες να ‘ρθουν
και που στρατό προσέλαβες να στα φυλάει δικά σου
Θέλεις την ώρα τούτη να μιλήσω;
Θέλεις ν’ ακούσεις πως αντέχω και πεθαίνω
χωρίς χλιδή καμμιά, γελώντας και αδάκρυστος;
Και πως να τον περιγελώ μ’ αρέσει τον πικρό χαμό;
Μα στο ‘πα ήδη. Τι κι αν δεν άκουσες.
Μήπως θ’ ακούσεις με τα λόγια πιό καλά
αν η σιωπή δεν τράνταξε τα σωθικά σου;
Μήπως σ’ αγγίξουνε τα χείλη αν μιλούσαν
αφού δεν σ’ άγγιξαν την ώρα που φιλούσαν;
Ξέρεις πως δεν με νοιάζει να χαθώ
Πως ίσα ίσα χαίρομαι και τον χαμό γιορτάζω
Πως καίγομαι για να χεις φως απ’ τη φωτιά μου.
Αχ ερωμένη... Αχ ερωμένη άπειρη κι απλή...
Είμαι ο μοναδικός αλήτης
Μάθε πως τα φιλιά μου είν’ ακριβά και τζάμπα δεν τα δίνω
Καθένα τους νικάει ακόμη μια φορά τον χάρο τον δικό μου.
Και κάθε μια στερνή φορά που χείλη οικεία χάνονται
είναι γιατί το διάλεξα
είναι γιατί με θάρρος, με συμπόνια, με σοφία,
και με δύναμη περίσσια αποφάσισα
τα χείλη αυτά να λευτερώσω. Όταν τους έπρεπε.
Ποιός θα μ’ αντέξει;
Ποιός του θανάτου το μερίδιο στην ζωή θ’ αναγνωρίσει;
Ποιός θα καλωσορίσει το κενό κι απ’ το κενό θα χτίσει;
Να γιατί καίω την καρδιά μου ερωμένη.
Για να ‘χεις φως και να με δεις
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-11-2008 | |