«ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω» Δημιουργός: Νεφελοβάτης “Η κοινωνία θα πρέπει να μπορέσει να δικάσει εξίσου δίκαια τον Σωκράτη με τον Χίτλερ και να βρει τον τρόπο να προστατευθεί αποτελεσματικά από το έγκλημα χωρίς να εγκληματήσει η ίδια...” Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Πολλές πραγματικότητες υπάρχουνε. Τόσες όσες οι άνθρωποι ίσως. Άλλες όμορφες και καθάριες, άλλες μαύρες σαν εφιάλτες, κι άλλες, οι πιο πολλές γκρίζες..
Και η κάθε πραγματικότητα συνυφαίνεται με τις άλλες, ένα υφαντό φτιάχνουνε. Μια ιστορία διηγείται.. Εκείνη του Κόσμου.
Και εκείνη, όπως και κάθε ιστορία, δεν έχει αρχή μια και χάνεται στου χρόνου τις ομίχλες, κι ούτε και τέλος, μια που τα μελλούμενα άγνωστα κι ας λεν οι προφητείες..
Νομίζουμε πως έχει ένα παρόν, ένα παρελθόν και μέλλον ένα, μα δεν είναι έτσι.. Πολλές μπορεί να ναι οι πραγματικότητες κι οι αλήθειες αυτής και κάθε ιστορίας, ανάλογα με την εποπτεία τα πιστεύω και τις επιλογές..
Μα θα μπορούσε και να ναι μια μοναχά.. Γιατί άσχετα με το τι βλέπουμε κι ακούμε, ο Λόγος ένας είναι.. Και «εν αρχή ειν’ ο Λόγος..»
Αυτή η ιστορία από μια είδηση στα ψιλά των «δημοσιογράφων» αρχίζει, μια που και αυτοί έχουνε πιο «σοβαρά» θέματα..
Πως έκλασε ο τάδε ηθοποιός, τι έκανε η δείνα σουσουράδα, τι «σοφό» είπαν οι «πατέρες» του έθνους..
Εν αρχή λοιπόν..
Ο ήλιος έκαιγε το βασανισμένο κεφαλάκι της.. Τα μάτια της υγρά από το κλάμα.. Οι μελανιές πάνω και μέσα στο κορμάκι της, πονούσαν σα φωτιά… Οι φωνές την ξεκούφαιναν..
Ζαλισμένη ήταν.. Δεν καταλάβαινε και πολλά.. Μόνο τους άκουγε που ούρλιαζαν σα λυσσασμένα σκυλιά.
Θάνατος..!
Δεν είχε προλάβει να ζήσει και πολλά στα 13 χρόνια που ήταν σ’ αυτόν τον πλανήτη, σ’ αυτή τη κόλαση.. Μόνο πείνα, φτώχια, πόλεμο, δουλειά.. Πόσα αδέλφια της είχανε πεθάνει μωρά δε θυμόταν.. Ούτε πόσες φορές έκανε τη στράτα να φέρει νερό, μες τον καυτό τον ήλιο για να ξεκουράσει τη μάνα της.. Πόσες νύχτες δε μπορούσε να κοιμηθεί πεινασμένη.. Πόσα είχε δει ως τώρα..
Μια φορά θυμόταν που είχε δει εκείνο που ονομάζαν τηλεόραση.. Αυτό της θύμιζε, όταν την είχε πάει ο πατέρας της στη πόλη. Αγώνας ποδοσφαίρου ήτανε έλεγε.. Και κει οι «άνθρωποι» καθόταν και βλέπανε το θέαμα και ουρλιάζανε, όπως τούτοι τώρα…
Στο δρόμο για να φέρει το νερό είχε γίνει.. Τρεις «αντάρτες», από κείνους που καταλάβανε το χωριό τους, την είχανε δει.. Την πειράζανε στην αρχή, και όταν έκανε να φύγει, πέσανε πάνω της.. Δε θυμόταν πολλά μετά, μόνο τον πόνο και τα γέλια τους..
Και μετά όταν χτυπημένη γύρισε σπίτι και τους το είπε, ο πατέρας της την πήγε στις αρχές έξαλλος.. Μόνο που οι αρχές ήταν οι αντάρτες τώρα…
Και αφού τους χτύπησαν και τους δυο, την έφεραν εδώ..
Τα ουρλιαχτά πιο δυνατά, σαν κοπάδι ύαινες που ακούγονταν τις νύχτες.
ΘΑΝΑΤΟΣ!
Μια παύση, ένας «άγιος» άνθρωπος διαβάζει απ’ τις γραφές.. «Η Σαρία λέει όταν μια γυναίκα έχει σχέσεις πριν το γάμο είναι ένοχη. Και πια είναι η τιμωρία;» ΘΑΝΑΤΟΣ απάντησαν…
σηκώνει αυτός την πρώτη πέτρα και ρίχνει.. Τη χτυπάει στο στόμα. Σπάνε τα δόντια, γεμίζει με αίμα.. Ακολουθούν κι άλλες..
Πόνος..
Όλα θαμπώνουν.. Οι φωνές εκκωφαντικές… Σκοτάδι..
Φοβάται… Πως θα πάει στην κόλαση που της λέγανε.. Μα οι Κολάσεις για άλλους είναι.. Για κείνη..
Το Φως… Που στην αγκαλιά του την τυλίγει, και εκεί που της πρέπει την πά..
Λιθοβολισμός μέχρι θανάτου, δεκατριάχρονης που βιάστηκε από τρεις «άντρες», γιατί είχε «σεξουαλικές προγαμιαίες σχέσεις», σύμφωνα με τον Ισλαμικό νόμο…
Σομαλία Οκτώβριος 2008.
Τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές καθώς διαβάζει.. Θέλει να πάρει πέτρες, τι πέτρες πολυβόλα, οβίδες, βόμβες και να κάψει όλο το κακό, τη βρωμιά που ξεχύνεται απ’ το γραπτό.. Θέλει να κάψει για πάντα, να εξαλείψει όλα αυτά τα ανθρωπόμορφα πράγματα, αυτούς τους και καλά «άντρες», που το «αντριλίκι» τους φτάνει μέχρι να βιάζουν και να λιθοβολούν μετά ανυπεράσπιστα πλάσματα.
Αυτούς και όλους εκείνους που σε αδύναμες υπάρξεις σηκώνουν χέρι, μα που χέζονται πάνω τους αν ακούσουν ένα θόρυβο τη νύχτα.. Που θα κάναν μια πελώρια κηλίδα εκεί που βρίσκεται το μιαρό «πουλάκι» τους αν ένας Άντρας ήταν απέναντί τους.
Και τους κοίταγε έτσι που να βλέπαν να καθρεφτίζεται στα μάτια του το τι τους αξίζει.. Θα θελε και από την ιστορία και από τις μνήμες των Ανθρώπων, την βρώμα τους να σβήσει. Για Πάντα!
Αγανακτεί, και οργίζεται.. Τίποτα δεν του φαίνεται αρκετό για αυτούς τους βάρβαρους.. Τίποτα, ούτε τα πιο βαθιά μπουντρούμια της κόλασης και όλων των κολάσεων λίγα θα ναι σκέφτεται…
Μα τότε κάτι που στο μυαλό του τριγυρνά, του φανερώνεται.. Άραγε ήταν πάντα έτσι; Και μεις οι «πολιτισμένοι» τι κάνουμε..; Και έρχονται κάποιες εικόνες, γνώριμες…
2008 Σήμερα Εδώ.
Η ζέστη έκαιγε τα πνευμόνια.. Οι μύγες βούιζαν ακάλεστες παντού.. Ο αέρας γεμάτος απ τη σκόνη της ερήμου..
Ξάφνου φωνές ακούστηκαν από κάπου κοντά.. Βγήκε έξω, αν και ήξερε τι θα δει.. Τον ακολούθησαν.
Πλήθος από αλαφιασμένα οργισμένους ανθρώπους συγκεντρωμένο. Στριγκά ουρλιαχτά ξεστόμιζαν, που δύσκολα θα τα περνούσες για λέξεις. Απλυσιά και κουρέλια έδεναν με το σκηνικό..
Ρώτησε τον πιο κοντινό. «Τι συμβαίνει..;». Και του είπε πως μια γυναίκα έπιασε τον άνδρα της με μια γνωστή πόρνη της περιοχής. Και απαιτούσε να εφαρμοστεί γι’ αυτή ο νόμος. Που έλεγε Θάνατος με λιθοβολισμό για τη μοιχεία. Μια και με θανάτους και απαγορεύσεις και «ΟΥ», ήταν γεμάτος..
Εκείνος προχώρησε, κι ας τον παρακαλούσαν να μην το κάνει. Στο κέντρο έφτασε. Εκεί που η μέγαιρα τη γυναίκα χτυπούσε και στρίγκλιζε. : Θάνατος!!!
Η γυναίκα αν και ματωμένη, χτυπημένη, μες τη ζάλη της σήκωσε τα μάτια. Και Τον είδε.. Και κείνος κατάλαβε..
Όλοι από κάτω πέτρες σήκωναν. Τον είδε και η άλλη. «Τι θες εδώ; », του φώναξε.. Πάρε πέτρα ή φύγε..
Κοίταξε γύρω του.. Παντού οργή. Και άκουγε και τα γέλια που αυτοί να ακούσουν δεν μπορούσαν.. Στριγκά χαιρέκακα σαν τα δικά τους… Μα δεν θα του περνούσε, όχι σήμερα…
«Σταματήστε» είπε.. Σαν ψίθυρος η φωνή του, μα σαν βροντή την άκουσαν μες τα κεφάλια τους..
Τον κοίταξαν αμίλητοι.. Και τον είδαν στ αλήθεια. Και σαν να έφυγε μια σκιά απ τις ψυχές τους..
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της γυναίκας.. Και είπε:
«Όποιος είναι αναμάρτητος, ας ρίξει την πρώτη πέτρα!»
Τον κοίταξαν, κοιτάχτηκαν.. Οι γροθιές άνοιξαν. Οι πέτρες έπεσαν και τα κεφάλια έσκυψαν.. Έφυγαν..
Μόνος με κείνη έμεινε.. «Έλα» της είπε, τον ακολούθησε. Και τότε και πάντα..
Ιουδαία 32 Μ.Χ.
«Ναι Εκείνος το άλλαξε, μα εμείς.. Τι κάναμε από τότε αναρωτιέται..;»
Λίγοι είχανε γλυτώσει από τη φωτιά, απ’ το θανατικό.. Σαν αγρίμια κρυβότανε μέσα σε σπηλιές.. Μια μικρή ομάδα μείναμε σκέφτεται ο μικρός, που ούτε τα δεκαπέντε δεν έχει κλείσει. Γέροντες, γριούλες, μανάδες με μωρά και τραυματίες.
Ευτυχώς που υπάρχει Εκείνη, κάπου στα 18 ήτανε. Σαν αστέρι έλαμπε μες την καταχνιά που τους τύλιγε. Ένα καλό λόγο είχε για τον καθένα. Μια κουβέντα, ένα χαμόγελο, ένα χάδι στα παιδιά. Και το σκοτάδι φωτιζόταν.
Η μόνη τους ελπίδα και στήριγμα ήταν εκείνες τις πρώτες μέρες.
Ο μικρός ένιωθε να σκιρτά κάτι μέσα του όταν την έβλεπε. Και ας μην ήξερε να τ’ ονομάσει..
Έτσι περάσανε οι πρώτες μαύρες μέρες, κι όταν βγαίνανε απ’ τη σπηλιά σύννεφα καπνού βλέπαν τον ουρανό να σκεπάζουν. Και στάχτη σα βροχή, απ’ τις φωτιές τους έλουζε..
Τα τρόφιμα τελειώσαν σύντομα. Έπρεπε άλλα να βρουν.. Μια ομάδα βγήκε να ψάξει. Και κείνη μαζί τους.
Σουρούπωνε πια όταν γυρίσαν. Ματωμένη τη φέρανε, με σκισμένα τα ρούχα.. Να κλαίει βουβά.. Σα να σκοτείνιασε ο ήλιος του φάνηκε..
Πήγε να την πλησιάσει, να τη βοηθήσει. Η «μάνα» του δεν τον άφησε..
Εκείνος δεν κοιμήθηκε το βράδυ.. Το πρωί εκείνη στη γωνιά της. Κι όλοι την αποφεύγαν.. Ποιάν; Εκείνη που όλους τους βοηθούσε.. Λοξές ματιές, ψίθυροι, σκληρά βλέμματα..
Και όταν μην αντέχοντας, ρώτησε ο μικρός τι έγινε, του είπε η «μάνα» του..
«Την ατιμάσαν οι Τούρκοι..»
Μα στην ερώτηση Γιατί δεν τη βοηθάνε, γιατί δεν της στέκονται, τώρα που εκείνη έχει την ανάγκη τους, απλά γύρισε το βλέμμα..
Το ίδιο έκανε και η δασκάλα ενός άλλου μικρού, στο σχολείο που τους διάβαζαν αυτή την ιστορία όταν έκανε την ίδια ερώτηση…
Χίος 1822 – 1983
Φθινοπωρινό πρωινό, γαλήνιο σαν να ναι άνοιξη. Κόσμος πολύς στα σκαλιά του σχολείου μαζεμένος. Περιμένανε τη σειρά τους.. Να ασκήσουνε εκείνο που τους λέγαν δικαίωμα πως είναι, υποχρέωση που ήταν κάποτες.. Μα η υποχρέωση γίνεται όταν μπορείς μ’ αυτό που κάνεις κάτι ν’ αλλάξει. Εκείνους λόγο δεν τους δίνανε ποτέ. Μονάχα στο ποια ανθρωπάκια θα τους «αντιπροσωπεύαν».
Περιμένοντας λοιπόν για να ψηφίσει, άρχισε να μιλάει με μια γριούλα. Για διάφορα θέματα άσχετα μ’ αυτό.. Και κείνη τον κοιτούσε απορημένη, μα και ευχαριστημένη ταυτόχρονα..
Και κάποια στιγμή του λέει. «Από πού είσαι παλικάρι μου;».
«Από δω» της είπε, «μα λείπω έξι χρόνια μια και σπουδάζω».
«Από δω..; Και γιατί μου μιλάς..;»
Απορημένος τη ρώτησε τι εννοεί.
Και του είπε ότι για χρόνια δεν της μιλούσαν οι ντόπιοι.
Γιατί;
Μια και χώρισε, γιατί ήθελε να ζήσει, κάτι που ποτέ δεν της το συγχώρησαν..
Χίος 1996.
«Και βλέπει πως ο πολιτισμός και καλά που του μαθαίνουν, μια φλούδα είναι, μια μάσκα, όπου όλα καλά είναι στη θεωρεία. Μα στην πράξη..; Ναι δεν πετάμε πέτρες οι πολιτισμένοι.. Μα απλόχερα χαρίζουμε το ανάθεμα, γυρνάμε τη ματιά, και την καρδιά σε πλάσματα που έχουν την ανάγκη μας..
Όπως όταν ακούμε τα χτυπήματα, τις βρισιές, τα κλάματα απ’ το διπλανό διαμέρισμα, που το ανθρωπόμορφο έκτρωμα, ο «άνδρας» χτυπά εκείνη που τον εαυτό της δεν μπορεί να υπερασπίσει.. Και λέμε.. Έλα μωρέ, γυναίκα «του» είναι, θα τα βρουν.. Και κλείνουμε τ’ αυτιά.. Και φερόμαστε πολιτισμένα..!». Εδώ πάει το «γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές..». Δε χρειάζεται να ρίξεις πέτρα για να σκοτώσεις..
Μα κάποτε, σε χρόνους άλλους ήταν αλλιώς..»
Εκείνο το πρωινό ο ήλιος γλυκά χάιδευε το δέρμα τους. Τ΄ αεράκι γιομάτο απ’ τις μυρουδιές τις άνοιξης ήταν. Η μέρα να βγήκε από όνειρο έμοιαζε.. Παιδικές χαρούμενες φωνές μουσική αιθέρια φτιάχναν. Και κείνος στητός παράμερα παρακολουθούσε. Με ένα κρυφό χαμόγελο στα μάτια.
Τον άκουσε που πλησίαζε, κι ας μη γύρισε να κοιτάξει.. Μαθημένες οι αισθήσεις του απ’ τα τόσα χρόνια στα στρατόπεδα, να παρακολουθούν, να νιώθουνε τα πάντα.. Πόσο μάλλον τη βαριά περπατησιά του άλλου.
Όταν πλησίασε κοντά, μισογύρισε και τον είδε.. Των κηρύκων λάβαρο κρατούσε.. Αθηναίος.
«Σπαρτιάτη, πες μου που θα βρω τους εφόρους σας;» τον ρώτησε αυταρχικά, χωρίς να χαιρετήσει..
Του είπε, μια και ήθελε ν’ απαλλαγεί απ’ την παρουσία του όσο πιο γρήγορα γινόταν.. Είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει, να διδάξει..
Πριν να φύγει ο άλλος ξαναμίλησε.. «Καλά τι ήθη είναι αυτά που έχετε εδώ..; Κορίτσια και Αγόρια μαζί να παίζουν..; Ανεπίτρεπτο..».
Τότε γύρισε και τον κοίταξε κατάματα.. Και έκανε ένα μικρό βήμα προς το μέρος του.. Ο άλλος πισωπάτησε αθέλητα.. Μια και για πρώτη φορά τον είδε στ’ αλήθεια..
Είδε τα μάτια του Παιδαγωγού, μα και του Πολεμιστή.. Τα μάτια εκείνα που είχαν φτύσει κατάμουτρα το θάνατο.. Εκείνα τα μάτια που για πολλούς πιο ανδρείους απ΄ τον κήρυκα, η τελευταία τους εικόνα απ τον κόσμο τούτον ήταν..
Και μίλησε..
«Δεν είναι παιχνίδι Αθηναίε.. Την Αγωγή παρακολουθείς..».
«Μα μαζί..» ψέλλισε ο άλλος…
Και πήρε την απάντηση… Που του χαράχτηκε σαν πυρωμένο σίδερο στο μυαλό..
«Οι Αξιότεροι των Ανδρών, Άνδρες Ελεύθεροι, γεννιούνται μόνο από Άξιες και Ελεύθερες Γυναίκες!».
Κι ο κήρυκας συνέχισε το δρόμο του σκυφτός…
Σπάρτη 481 Π.Χ.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-11-2008 | |