Το δαχτυλιδι του Ακρωτηριου Δημιουργός: Αστρογιογγι του Γιωργη πρωτα και παντα Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Μια μπλε ακτινα τρυπησε τα ματια , φυσαει
Θαλασσα μυρισε
ο ηχος του νερου που σκιζεται και σκιζει
κυματα , κι ένα παγκακι ενός πλοιου...
Ξυπνησε!...σ'ένα υπνοσακκο χακι
με πουπουλα , ολοκαινουργιο μυριζε
Ένα γερομελτεμι κουνουσε το πλοιο
Φουρτουνα με κατεβασμενο το πανι
μοναχα η μαιστρα ανεβασμενη...
Εβαλε το χερι στην τσεπη και βρηκε το εισητηριο
ΘΗΡΑ THIRA ...θυμηθηκε...
-Ο κ.Πρωσοπαρχης;
-Περαστε...καθιστε , τι ακριβως θελετε;
-Μια αδεια ανευ αποδοχων...
-Για ποσο καιρο;
-Για μερικα χρονια ισως...
-Χρονια; Θα φοιτησετε;
-Θα ταξιδεψω...
-Θα αστειευεστε βεβαια...δεν δικαιολογειται η αναψυχη
-Οριστε το χαρτι του ψυχιατρου μου..εχω και...χαρτι!
-Εχετε ποτε εισαχθει σε ψυχιατρικη κλινικη;
-Οχι!...και δεν προκειται...απλα χρειαζομαι μια αλλαγη
-Θα σας δωσω δυο εβδομαδες αδεια..
Σηκωθηκε και κατευθυνθηκε στο γραφειο του
Διαλεξε λιγα , ένα χαρτι , ένα στυλο και μια φωτογραφια
Χαμογελασε στους συναδελφους του
κι αποχωρησε μιμουμενος ότι περπατα αθορυβα
χωρις να ενημερωσει κανεναν...
Ο ηλιος τον τυφλωσε μολις βγηκε στην λεωφορο
Ασυναισθητα το χερι του επιασε στην τσεπη του,τα χαπια του νευρολογου
Εβγαλε το κουτι και το ακουμπησε στο δημοτικο καλαθι σκουπιδιων
περασε απεναντι την ωρα που ενας νεαρος επαιρνε τα διασημα χαπια , πισω του
Επρεπε να ταξιδεψει!
κατεβηκε στον Πειραια...
διαλεξε ενα μπλε πλοιο που οι ναυτες του τα'πιναν στο απεναντι καφενειο
καθισε για καφε , .στο τελος συνεχισε μαζι τους στο μπαρ του πλοιου...
Τον αφησαν μεθυσμενο στο παγκακι
αφου πρωτα του εκοψαν γελωντας , το αποκομα του εισητηριου...
Οι Αμερικανοι τουριστες διπλα του δεν ενιωθαν καλα
-Πως ειναι δυνατον αυτη "η λιμνη" να εχει τοσο μεγαλα κυμματα;
-Μυθολογια ξερετε;
-Φυσικα
-τον Αιολο με τους ανεμους του;
-Βεβαια!
-Που γεννηθηκαν ;... σε λιμνη;
Δεν του απαντησαν
αντιθετα μπηκαν μεσα για την Διακεκριμενη θεση τους
που ισως κουνουσε λιγοτερο...
Ξερασε ακομα μια φορα τα χτεσινα μεθυσια
Χαμογελασε , μα ηδη ενιωθε καλυτερα...
Εφτιαξε το μπουφαν για μαξιλαρι
κι αγναντεψε την "λιμνη" μεχρι ν'αποκοιμηθει...
Ξυπνησε...κι εριξε το βιολι απ'την κουβερτα παρασερνωντας το ...
Το χακι του T-shirt ηταν πεταμενο σε μια καρεκλα
Φωτια στο τζακι , εβραζε νερο
Ο ηχος της τσαπας απ' εξω σκαλιζε με ωριμο ρυθμο...
και κατι αλλο ... πιο πισω...
ενα βουητο , κλαμα
η θαλασσα ουρλιαζε με υποκωφα κυματα
σκαλιζε την ακτη...
συντροφος , κυρα αληθινη
που με τα νυχια της κοβει της γης κομματια
τα περνει μεσα της...και τα εναποθετει νοικοκυρεμενα
Σοροκαδα
σαρκα το χωμα
γλυπτα , σχηματα γεννα
που ολο αλλαζουνε το χτες και το τωρα θεσεις
μα ο ηχος της τσαπας απο πισω...καθησυχαστικος
Ανοιξε την πορτα
Τον κοιταξε με το σακακι στον ωμο
-Σηκω! Ντυσου κι'ελα μαζι μου
παρε το δισακι , φυσαει κι εκλεισε την πορτα
Ηπιε καφε και βγηκε εξω...
-Που παμε; τον ρωτησε και ποιος ειστε;
-Νεαρε μου δεν ξερω εσεις ποιος ειστε!
σας βρηκα σε ενα χαντακι διπλα στο χωραφι μου
και σας εβαλα να κοιμηθειται στον πυργο
καμμια φορα κοιμαμαι κι εγω
παμε στο χωριο , ανεβενε τον "ποταμο"!
τον εσπρωξε ...με τον αερα να σφυριζει
μολις και ειδε πισω του το γαιδουρακι
με το σαμαρι του , νεο και δυνατο
μα που δεν ηθελε με τετοιο καιρο να σκονιζει τα ματια του ...
-Που ειναι ο ποταμος; τον ρωτησε
Γαιδουροδρομο βλεπω με βοτσαλα πετρες και αμμο
-Χειμαρος ειναι που τον χειμωνα κατεβαζει τα νερα
απο τους γυρω λοφους...καμμια φορα ανεβαινει κι θαλασσα
Μπηκαμε στο χωριο στο τελος του ποταμου
και ως δια μαγειας
δεν ενιωθες αγερα στο προσωπο
Απανεμο ολο!
χτισμενο σ'ενα βαθουλωμα
με πετρινα σοκακια απο μαυρη πετρα
μα πανω απο το χειλος της ελαφροπετρας
λυσαγε
αφησαμε το γαιδουρακι στο σταυλο του
και μπηκαμε σ'ενα σπιτι
στην πορτα ενα μανταλο μοναχα
και μια πρασινη σιτα
-Περιμενε εδω...θα μενεις διπλα στο θολακι
θα με ξεπληρωσεις με εργασια...και βλεπουμε...
Ξαπλωσε στο αχυρενιο στρωμα...
[I]κι ειδε τους κυκλαδιτες που φτιαχναν πρωτοι τα κητη
σαν ναυπηγοι , σπονδυλωτα σκαφη με ξυλινη την ραχοκοκαλια
σαν ορκες ταξιδευουν στο Αιγαιο
διακινωντας τον οψιδιανο λιθο
απο την Μηλο , στον Φαραω Τιθμωση τον Γ'
τις Σφηκες της Αιγυπτου
με τα μακρια μαλλια
γυμνοστηθοι περιφερονταν
καλυπταν τα επιμαχα μερη τους λαγονες τους
με πολυχρωμες φουστες , μακριες μπροστα πιο κοντες πισω
τους αποικους τους φωναζαν "Κεφτιου"
Εμας Μινωιτες , αν κι ειμαστε Στρογγυλιανοι
παιδια του Χαρουμενου πολιτισμου
περα απο τις θαλασσες...
Διακινουσαμε τα κεραμικα μας
ενα λιμανι
κι ενα κωπηλατο πλοιο 30 μετρων
με 42 κωπηλατες και πληρωμα 60 ανδρων
σεργιανιζε εννια ωραιες κυριες
με σκεπαστρο για να προστατευονται
απο τον Ηλιο και το αδιακριτο βλεμα του ...
Ακρωτηρι
Βγηκε απο το μπαρ με κατευθυνση τον χωρο ανασκαφης
Μολις ειχε προσληφθει να κοσκινιζει το χωμα
και τα κομματια που θα βρισκει να τα βαζει στο μεγαλο τραπεζι
μηνες η και χρονια εκαναν να τα συμπληρωσουν μεταξυ τους
αρχαιες εικονες αναδυονταν μπροστα του
Παντα του αρεσε το παζλ κι ευκολα ταιριαζε τα μερη
με την συμφωνη γνωμη των αρχαιολογων
Σημερα θα εσκαβαν ενα καινουργιο σημειο
και ηταν σιγουρος πως κατι θα εβρισκαν ... [/I]
Μηνες εκανε ο Ναυσιθοος να επιστρεψει απ¨την Σχενια
Πηδησε στα βοτσαλα με το σκοινι και κρατησε
το σκαρι δενοντας το
Κοσμος παντου
τα σοκακια της πολης γεματα κοσμο
τα κτηρια ολα απο λαξευτη πετρα
κι οροφο ονομαζαν την στεγη του σπιτιου
οπως ο Ομηρος οροφο τραγουδα το καλαμι της στεγης
πολυοροφα τα σπιτια
τα χαζευε κοιτωντας το υπερωον του καθε σπιτιου
ψαχνωντας για καμμια γνωριμη μορφη
Μια πορτα ανοιξε και μια γυναικα τον αρπαξε
-Γρηγορα επανω!...τραβωντας τον απο το χερι...
ανεβηκε τις σκαλες διπλα απο την αποθηκη
περασε την κολωνα στον χωρο των ανδρων
και εφτασε επιτελους στο δωματιο
με τα 8 παραθυρα
4 απο την μια και 4 απο την αλλη σε γωνια
Μια γυναικα ειχε χασει τις αισθησεις της
Την χτυπησε απαλα στο μαγουλο
και την πιτσιλησε με νερο για να συνελθει
Η Ειλαπινη ανοιξε τα ματια της και χαμογελασε
Τον ειχε δει προηγουμενος να διασχιζει
την οδο Τελχινιων και η καρδια της σκιρτησε στο περασμα του
μα η σκοτεινη σπειρα εμφανιστηκε μπροστα της κι ολα χαθηκαν...
[I]Γυριζε στο σπιτι οταν ενας ταυρος
ξεπροβαλε απ'το στενο
κι αρχισε να τρεχει καταπανω του
με τα κερατα κατεβασμενα
κι αιματα να τρεχουν απ' το κεφαλι του
Δεν το πολυσκεφτηκε
πηδησε την μαντρα πεφτωντας στα ποδια της Ψαρους
ενα λευκο-γκρι μουλαρι
αρκετα φιλικο με τους ανθρωπους
Ξεφωνητα παιδιων περασαν διπλα του
και πισω απο τον τοιχο
Ο Γερος τον περιμενε στην μικρη αυλη
σιγλιζε νερο απο την στερνα του
και γεμιζε σιγλιες την σκαφη του γαιδαρου
Χαρουμενος αυτος χαιροταν τον κοπο του ξεδιψωντας[/I]
Η Ειλαπινη αφησε πισω της το χωριο
και αρχισε να ανεβαινει το βουνο
πηγαινοντας μια προσφορα στο ιερο της Θεας Μητερας
Την ακολουθησε...ηθελε να της μιλησει
Το βουνο ηταν γυρω στα 1600 μετρα ψηλο
με τον κρατηρα στην κορυφη του
κατι που κανεις δεν γνωριζε
μονο τους σεισμους ενιωθαν
σημαδι οτι η Θεα κατι ηθελε
Αφησε την προσφορα στο βωμο και προσευχηθηκε
δεν την ενοχλησε , κατεβηκε πιο κατω και την περιμενε
[I]-Κυριακη σημερα...θα παμε στην εκκλησια...
ηδη καλεσε η πρωτη καμπανα
Σηκωθηκε και ντυθηκε
φορεσε κατι καθαρο και σκουρο
και βγηκε μαζι του
Πολλες οικογενειες ανεβαιναν στην εκκλησια
της Παναγιας...γεματη βασιλικους
και γαρυφαλα...θεοσκοτινη
μπηκε κι αναψε ενα κερι
προσκυνησε την εικονα του 14ου αιωνα
και καθησε πιο πισω...
Τα στασιδια γεματα με τους γεροντοτερους
που οσοι ενιωθαν νεοι στεκονταν ορθοι μπροστα τους
Ο παπας, μορφη δυναμικη, λειτουργουσε με δυνατη φωνη
ξαφνου ο Γερος διπλα μου σηκωσε το χερι του
-Ως εδω!...φωναξε , σταματωντας την λειτουργια
Γυρισε στους ψαλτες και τους ειπε τι επρεπε να ψαλλουν
κοιτωντας τον παπα αν συμφωνει...
με ενα νευμα ο παπας ξεκινησε να ψελνει
απο το σημειο που μολις ειπωθηκε
οι ηλικιωμενοι γουργουριζαν ευχαριστημενοι
που μαθαινει ο παπας και τους ακουει... [/I]
Θα πιεις ακομα ενα ποτο;
στραφηκε στην ομορφη τουριστρια διπλα του
Παντα τους αρεσε να ακουν τις ιστοριες του
απεφευγε τις κουραστηκες σχεσεις
Χορευε μαζι τους εκανε και κανα μπανιο,καλοκαιριαζε
μα δεν ηθελε σχεσεις , ηταν αρραβωνιασμενος
αλλα δεν θυμοταν με πια...
Επρεπε να την ειδοποιησει αλλα πως;
Μαλλον αυτη θα εκανε την αναζητηση
ισως...ισως να μην την ξανασυναντουσε ποτε
ισως πεθανε και δεν το ξερει
σκεφτοταν πινοντας το ποτο του
Χαιρετησε και βγηκε εξω
τραβηξε για τον Πυργο
το κτισμα κατω στο χωραφι
περασε μεσα απ' τα χωραφια καληνυχτιζοντας
τους γαιδαρους και καποια πλασματα
που κοιμοντουσαν ορθια
Η λαμπα πετρελαιου αναβε ακομα
μπηκε και ειδε τον Γερο να κοιταζει
παλιες φωτογραφιες με το βιολι στα γονατα
κι ενα ποτηρι κρασι διπλα του
-Αργησες!...σε λιγο θα πεσω...
-Το ξερω...σε προλαβα...
ειχε κοσμο σημερα...γνωρισα μια κοπελα
απο την Λαπωνια...
-Τα χαραματα θα σκαψουμε τις αμπελιες
-Ο καιρος χαλαει...θα φυσαει αυριο...
-Γι'αυτο πρεπει να ειμαστε κοντα
εχει καιρο να ξεσπασει η θαλασσα
μπαινει καλοκαιρι
και ειδα συννεφα πανω απο την Παχιά και την Σειρηνα να'ρχονται...
-Θα'μαι ετοιμος...
[I]-Τι κανεις εδω;
-Ηρθα για να βρω αυτο που ψαχνω
-και τι ψαχνεις;
-Δεν ψαχνω πια...το βρηκα!
Τα ματια του χαμογελουσαν...
Την ακολουθησε στο κατεβασμα της πλαγιας
-Σου εφερα κι ενα δωρο...της φωναξε
-Σκουλαρικια;... σαν αυτα που χαριζεις στα λιμανια;
-Ενα δαχτυλιδι...το αγορασα στην Κνωσο για σενα
-Για μενα; γιατι σου αρεσω; τον ρωτησε γελωντας
-Ψαρευω και σκεφτομαι εσενα
βγαζω τις αιγες του αδελφου μου για βοσκη
και σκεφτομαι μοναχα εσενα
ακομα και τις μερες που περιμενα
να μπω στο λιμανι του Νειλου
εσενα σκεφτομουνα...αρα θα γινεις γυναικα μου!
-Προς το παρον ειμαι ιερεια της Θεας
Μετα την γιορτη της γεννησης της Μητερας
θα την ρωτησω!...και γελια χαρουμενα ακουγονταν στο δασος
και πιθηκοι κι αγριογατες πεταχτηκαν απ τα χορτα
τρομαζοντας ο ενας τον αλλον
με τον πιθηκο να πηδαει και να κρυβεται στην αγκαλια της
-Φαινεται να σε ξερει...της ειπε ζηλευοντας
-Zει κοντα στο ιερο απο μικρο...με ξερει...
Σσσχχιου!!!... Προσεξε την αγριογατα...με ξερει κι αυτη... [/I]
Τυφωνας! Η θαλασσα χτυπουσε τον γκρεμο
σκαρφαλωνε πανω του
τον ανεβαινε πλατιαζοντας την γλωσσα της στο χωραφι
Ντυμενοι καλα ανοιγαμε χαντακια
για να φυγει το θαλασσινο νερο
απο την ριζα της αμπελιας
να μην καουν,μειωνοντας την παραγωγη σταφυλιου
που ηταν αναγκαια για την ετησια συνεισφορα
Κυματιζε το πανωφορι του καθως εσκαβε το αυλακι
και η τσαπα γρηγορα και βαθια εσκαβε τον κισσυρα
Μα η θαλασσα κερδιζε φανερα
σχεδον το μισο χωραφι ηταν πλημυρισμενο
και κατω απ'τον μικρο γκρεμο
ειχε φορεσει το πρασινο φλεγματινο φουστανι εμφανως οργισμενη...
[I]
Μου φωναξε να τσαπιζω γρηγοροτερα ...να φευγουν τα νερα
αρπαξε το σχοινι του γαιδουριου και το τραβηξε κοντα στον γκρεμο
-Θα σας δαμασω κυματα! φωναξε
και συμπληρωνε κοφινιες με χωμα στο αναχωμα
που τα κυματα το σπαζαν με δυναμη....παρασερνοντας το....
τρωγοντας σιγα σιγα το χωραφακι...μα οι αμπελιες κρατουσαν
δεν παρασυρονταν...
-Διαβολογυναιο θαλασσα! Μαζεψε τα μεγαλα σου!
Κι αυτη τραβηχτηκε πιο μεσα....
μα ενα τεραστιο κυμα ξεχωριζε κι ερχοταν...μας το στελνε
-Θα μας χτυπησει δυνατα ! μου φωναξε...
Ν' ανοιξουμε χαντακια μεχρι τον "Λακκο"...να φευγουν απο κει...
Το φτυαρι και η τσαπα πηραν φωτια μα ξαφνου
το κυμα εμφανιστηκε οσο ενα σπιτι πανω απ' τα κεφαλια μας...μ'εσπρωξε
-Τρεχα μεσα και βαλε τα πανια στην πορτα!
εδιωξε το γαιδουρι και κατευθυνθηκε προς τον γκρεμο...
-Δεν σε φοβαμαι θαλασσα , μου πηρες το παιδι μου ...
μα εμενα δεν το μπορεσες!...κι εσκυψε πιανοντας δυο γερικες ριζες κοντινες...
Το κυμα εσπασε κι εκοψε την γη στην ακρη με την δυναμη του
σκεπασε τον Γερο κι εφτασε ως το σπιτι...
Δεν πιστευα οτι θα εφτανε μεχρι τον Πυργο μα κοντραρα γερα την πορτα
μ¨αυτη ανοιξε το παραθυρο και πλημμυρισε τον χωρο...
κι οπως ηρθε , τραβηχτηκε ,περνοντας μαζι της τις πρωτες σειρες των αμπελιων
Ο Γερος γονυπετης γελαγε κι εκλαιγε μαζι...
-Αυριο θα φερω κι αλλο χωμα και θα φυτεψω τα κλαρια μου
θα τα ποτιζω καθε μερα...και πριν το καλοκαιρι φυγει παλι θα εχω τον καρπο μου!
Το δικο μου θα περασει!..Σ' ευχαριστω που νοστιμευεις το κρασι μου!
γυρισε κοιταζοντας εμενα...
-Βγες εξω! να στραγγιξουμε τ' αμπελι!...κι εχει ο Θεος...[/I]
O Nαυσιθοος κατηφορισε στην παραλια
αιροταν την μερα,την αισθηση ελευθεριας του νησιου
σταματησε στον εμπορικο αντιπροσωπο των Μινωιτων
φορτωναν κεραμικα σ'ενα πλοιο
στου λιμανιου τον διπλανο κολπο ,στη Βραχουσα
Εκει που το μαυρο
συνυπαρχει με το κοκκινο
Το αγαπημενο του μερος με πανσεληνο
εκει ελπιζε να παρασυρει την Ειλαπινη
την παρασυρμενη...
[I]Κοιταξε την παραλια απο ψηλα
-The Red beach...bitchy!
-Οριστε; Για μενα το ειπες αυτο;
-Χα!... οχι βεβαια...ετσι την αποκαλω
Φαντασου το μερος μεσανυχτα...
A schizophrenic moon party on the Red Beach !
- Κι οταν ανατελει ο ηλιος και δωσει απ'τα χρωματα
το κοκκινο , το χρωμα της σκουριας...
θα θεραπευονταν η θα δραπετευαν ;
-Αυτους θα τους μαζευαμε με βαρκες...
Οταν θ' ανατελλει η Σεληνη...- εχεις δει ποτε την πανσεληνο εδω; -
...τοτε θα θεραπευονταν...[/I]
Τα συννεφα ετρεχαν στην πλαγια
σπρωγμενα απ'τον Νοτια
κι εβρεχε δυνατα στη θαλασσα
και στη στερια...
ο Γερος παλευε τα κυματα
υψωνε αναχωματα στην ακρη του γκρεμου
με το γαιδουρι του αδειαζανε κοφινιες στην ακρη ...
μα λιγοστευε ο θυμος της...
κι ο αγερας δεν ηταν πια τοσο δυνατος...
Τρια χιλιοστα ηταν το παχος των τζαμιων
και στις κορνιζες
κιτρινισμενες φωτογραφιες του Γερου
προσωπα ντυμενα με ρουχα εποχης
οσα μπορουσαν...
ενα αλλο βλεμα καθρεφτιζε
το οραμα μιας ξεχασμενης εποχης
χαμογελουσε το προσωπο τους
χαμογελουσαν και τα ματια τους
καθως δουλευαν στα χωραφια
τη συγκομιδη του καρπου
Ενα παντοπωλειο με κιτρινο κουτι
διπλα στη πορτα
η αποθηκη του Συνεταιρισμου
και γυρω της αλωνια πολλα λιθοστρωτα
την προμηθευαν κριθαρι, σταρι, ντοματακια
σταφυλια και φυστικια
τα ελιαζαν ολα στα ταρατσακια
αυτα που χρησιμοποιουσαν τα παιδια
για να γυριζουν το χωριο απο ψηλα...
-Μετα τον σεισμο του '56
πολλα σπιτια κατερευσαν
πολλοι αναγκαστηκαν να φυγουν
Την εποχη εκεινη αποφασισαν να φτιαξουν
ενα ορφανοτροφειο να μεγαλωνει τα παιδια
που μεγαλωναν με τ'αλλα του χωριου
-Σημερα ειναι σχολειο;
-Ο δημοσιος παιδικος σταθμος
-κι εκει ;
-Μια Καναβα
-Οινοποιιο;
-οινος και ονος!Τι ευτυχια!Τι αλλο να θελει καποιος
εκτος απο το να φυγει γρηγορα για να βρει τους αγαπημενους του
-Συνηθως ομως περιμενεις....
-Ο Θεος επιτηδες το κανει...σου ζητά να επιστρεψεις μια και δεν εισαι ετοιμος
κι οταν ζησεις τα λαθη σου και τα καταλαβεις
και δεν ξανασυμβει... ισως σου επιτραπει να τους επισκεφτεις...
[I]Μερες τωρα το βουνο της Μητερας ταρακουνιοταν....
Ισως η ιδια η Θεα ηθελε να της δειξει οτι δεν συμφωνουσε μ'αυτη την σχεση
Προσευχοταν για να καταπραυνει τον Θυμο της η για της πει
να της δωσει ενα σημαδι,το τι την ενοχλει...
Ο Ναυσσιθοος της ζητουσε επιμονα να ταξιδεψει μαζι του...
Στριφογυριζε επιμονα το δαχτυλιδι του στο δαχτυλο της
εκτελωντας μια θυσια στην Θεα
οταν ενα συννεφο μαυρου καπνου υψωθηκε απο την κορυφου του Βουνου
ενω εκρηξεις ακουγονταν στην κορυφη
και υπογεια
Καυτη μαυρη αμμος αρχισε να βρεχει ο ουρανος
ψιλη , που οπου σ' ακουμουσε το δερμα καιγοταν στην στιγμη
Το χερι και η γαμπα της την ετσουξαν ,δεν ουρλιαξε στον πονο
ουτε στην θεα απ' τα σημαδια των σφαγειων...
μοναχα αρχισε να τρεχει με ολη της την δυναμη προς την θαλασσα...
Κρυφτηκε για λιγο μεχρι να βρει την ανασα της πισω απο ενα τεραστιο βραχο
μα η γη σειστηκε τοσο δυνατα που ο βραχος κουνηθηκε
κι αρχισε να κατρακυλα στην πλαγια...
Βραχοι αντικατεστησαν την αμμο ,βραχοινη βροχη
μαυρος βασαλτης για σταγονες
και κοκκινα βραχια σαν τις πληγες της
Απο μακρια εβλεπε σπιτια να καταρρεουν
σαν το ηθικο της ,ακουγε ανθρωπους να ουρλιαζουν απο μεσα
διπλα της πιθηκοι ...την προσπερνουσαν
κι εσπερνε η Θεα γυρω της...
Μα οπως αρχισε σταματησε
σιγησε
Ολα γκριζομαυρα...
και τα ζωα συνεχιζαν να πλησιαζουν το νερο
μερικα ηδη κολυμπουσαν ,σημαδι οτι επρεπε ν¨αφησουν το νησι
Βρηκε τον Ναυσιθοο εξω απο το κατεστραμενο σπιτι της
-Φευγουμε! της φωναξε...οι γονεις σου βρισκονται ηδη στο πλοιο
Στο λιμανι ολος ο κοσμος επιβιβαζοταν σε καθε ειδους σκαφη
...προς την Κνωσσο
Ο τρομος κατοικουσε μεσα της μα τον παραμερισε και τον αγκαλιασε
- Η Θεα ειναι θυμωμενη μαζι μου...επειδη δεχτηκα τον ερωτα σου
πριν την Γιορτη της Γεννησης ...
και λεγοντας αυτα το βγαλε και το πεταξε πισω μ¨ολη την δυναμη της
-Παρε το δαχτυλιδι μου Θεα και μην μας διωχνεις!
Ελεος Μητερα!!!
Μ'ανοιχτα τα πανια ,πλοια καθε τυπου ν' ανοιγονται στο πελαγος
εκει που οι προγονοι , οι Πελασγοι , παντα επιβιωναν...
Ο Ναυσιθοος ακουγε τους απιστευτους κροτους απ την Στρογγυλη
να δυναμωνουν και την θαλασσα να κοχλαζει γυρω απ'το νησι
τα ψαρια ανεβαιναν στην επιφανεια...βρασμενα!
Γελασε με τρομο
απο την Γη και την Θαλασσα αναδυοταν καθε ειδους μυρωδια
- Σιγουρα μαγειρευει η Θεα!
Εστριψε το πηδαλιο ολο αρριστερα και φωναξε στους κωπηλατες
να μην σταματησουν αν δεν φτασουν μεχρι τα Χρηστά,τις δυο βραχονησιδες
Στο μεγαλυτερο υπηρχε ενας καθετος ψηλος γκρεμος απο πισω,
εκει θα κρυβονταν...μεχρι να περασουν απεναντι στην Αποικια...
πλησιαζαν σαν ειδαν το Βουνο της Θεας να καταποντιζεται
και το νερο της θαλασσας αφρισμενο να καταδιωκει ...
Σκοτεινιασε
σαν ενας τεραστιος ογκος νερου υψωθηκε σε υψος
μεγαλυτερο των λοφων του νησιου...
με ταχυτητα κατεστρεφε τα πλοια που βρησκε στο διαβα του
τα καταπινε...
κι ολο πλησιαζε η Βοη και δυναμωνε...το Κυμα ψηλωνε...μεγαλωνε
οσο και το βαθος του βυθου...
Κολληστε το πλοιο στον γκρεμο!...φωναξε
κι εφερε το σκαρι παραλληλα...δεθειτε!
Το Κυμα σκεπασε ολοκληρη την βραχονησιδα
παρασερνοντας πετρες ,ζωα, βραχια στον δρομο του...
Το σκαφος υψωθηκε αποτομα -ριχνοντας το πληρωμα στο καταστρωμa-
δεκαδες μετρα...λιγο ακομα και θα ξεπερνουσαν τον γκρεμο
οταν πανω απο τα κεφαλια τους ειδαν κι ακουσαν το νερο να περνα
και να συνεχιζει τον δρομο του αφηνοντας τους να παλευουν ν'αναπνευσουν
απο το χτυπημα του
το αποτομο πεσιμο και το χτυπημα στα βραχια κατεστρεψαν ενα μερος
του πλοιου , μερικοι επεσαν στην θαλασσα και χαθηκαν...
Ο Ναυσιθοος αγκαλιασε την Ειλαπινη στο βαθυ σκοταδι που ακολουθησε
βρισκοντας τον δρομο για τα χειλη της... [/I]
Ονειρευτηκε παπυρους.... Αιγυπτιακα κειμενα που ανεφεραν
Επι 9 μερες κανεις δεν βγηκε απο τ'ανακτορα ...
και κανεις δεν μπορουσε να δει το προσωπο του αλλου
Η Αιγυπτος ερημωθηκε
αιμα παντου...
λοιμος σ'ολη την χωρα
οι ανθρωποι δεν ταξιδευουν πια
ο Ηλιος κρυβεται συνεχως"
[I]Κοσκινιζε το χωμα σαν φανηκε ενας κρικος
χρυσαφιζε
τον εξυσε με το νυχι του
κι ετρεξε στην Μαριω την Συντηρητρια
-Αυτο το δαχτυλιδι ειναι για σενα!...
θα παμε την Κυριακη για μπανιο;
Του χαμογελασε ρωτωντας τον τομεα και το σημειο που βρεθηκε
-Μοναχα αν ερθεις στην πανηγυρη του χωριου την Κυριακη...
-Δεν εχω ρουχα για εκκλησια
-Ζητα απο τον Γερο σου...
Φορωντας το καλυτερο του τζιν και τ'αθλητικα παπουτσια
με το μαυρο του πουκαμισο και το σακακι του Γερου
μπηκε και προσκυνησε...ο Γερος εψελνε...
περασε στην μερια των γυναικων...
μα δεν την ειδε και ρωτησε την διπλανη γρια...
-Βγηκε να χτυπησει τις καμπανες,μετα θα βοηθησει στην πανηγυρη
του απαντησε θυμωμενα κοιταζοντας τον απο πανω ως κατω...
Την πλησιασε...
-Ελπιζω να φορας το μαγιο σου! της ψιθυρισε...
Χαμογελασε και του εδωσε ενα απο τα τρια καμπανοσχοινα
της βαριας καμπανας...
-Μα δεν ξερω!
-Δεν πειραζει...θα μαθεις...ξεκινα!...[/I] Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-11-2008 | |