Oι λεβεντόγεροι Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Εψές που τα ’πινα μαζί με το Μηνά
αντίκρυ μας εκάθισαν δύο λεβέντες γέροι,
κουβέντα πιάσαμε και ζύγωσαν σιμά,
κρασί τους εκεράσαμε απ’ τα δικά μας μέρη.
Καθώς περνάγαμε καλά, ας όψεται η "ωχρένια"
που αργά πελέκησε το νου κι αφόρησε την έγνοια,
ήρθε η ώρα που άρχισαν να βγαίνουν ιστορίες
απ’ το παρόν στο παρελθόν πληγές και αμαρτίες.
Ο πρώτος γέροντας λιτός, τα λόγια μετρημένα,
αναπολούσε τα παλιά, τα χρόνια τα γερμένα,
οπού φυσούσε αγέρας απ’ τη μια στου Γερμανού τ’ ασκέρι
κι από την άλλη ανασαιμιά της λευτεριάς να φέρει.
«Ήμουν παιδί στην Κατοχή, με άλλους Επονίτες,
συνθήματα έγραφα κρυφά, τα λόγια δυναμίτες,
γκρεμίζαν τείχη του εχθρού, θεριεύαν τον αγώνα
κι όλο ρωτούσα τα βουνά πότε θα μείνουν μόνα.
Είχαν γεμίσει με κορμιά, ηρωικά πλασμένα
που πολεμούσαν φανερά και πέφτανε για μένα,
για σένα και για όλους μας, για τη γλυκιά πατρίδα,
τόσων αγγέλων τα φτερά, πρώτη φορά μου είδα».
Είπε και κάθισε στητός, με του αϊτού το βλέμμα
σα να κοιτούσε από ψηλά κάποιο θλιμμένο γέρμα
τους χθεσινούς συντρόφους του να πολεμούν γενναία,
να διώχνουν τον κατακτητή με πύρινη ρομφαία.
Εψές που τα ’πινα μαζί με το Μηνά
στον διάβα μου συνάντησα τα σκοτεινά λημέρια
κι είδα σαν όνειρο τον γέρο να γυρνά
κρατώντας στην αγκάλη του δυο άσπρα περιστέρια.
Ήρθ’ η σειρά του δεύτερου να πει και τα δικά του,
τα μάτια του αστράψανε με έκφραση θανάτου,
τα δάχτυλά του σφίχτηκαν ωσότου μελανιάσαν,
τα χείλη του ματώσανε με το κρασί μου εμοιάσαν.
«Μιαν ιστορία θα σας πω, πικρή του Εμφυλίου,
σημάδι ανεξίτηλο ενός πολέμου αχρείου,
μαζί μου θα το κουβαλώ κι ας έχω πια πεθάνει,
αβάσταχτο κι αγκαθωτό, παντοτινό στεφάνι.
Είχα που λέτε αδερφό, λεβέντη και αντάρτη,
σαν κυπαρίσσι αψηλό, σαν καραβιού κατάρτι,
μα το φτωχό μας ριζικό, του διάβολου η φάρα,
μας χώρισε, μας έριξε την πιο βαριά κατάρα.
Αντάρτης άφοβος αυτός, ενώ εγώ φαντάρος,
τον Άη-Γιώργη πρόδωσα σα να’ μουνα ο Χάρος,
σε μια κλεισούρα σκοτεινή από δικό μου βόλι
σκοτώθηκε ο αδερφός και η ψυχή μου όλη».
Αυτά μας είπ’ ο γέροντας, το βλέμμα του εχάθη
στου Γράμμου τον Αχέροντα, στ’ απέραντα τα βάθη
κι εμείς αναμετρούσαμε πόσες πολλές πληγές
αφήνουνε ξωπίσω μας οι μαύρες εποχές.
Εψές που τα ’πινα μαζί με το Μηνά
διδάχτηκα το μάθημα του κάθε Εμφυλίου
κι είδα σαν όνειρο τον γέρο να κινά
να ψάξει για τ’ αδέρφι του στη Χώρα του Ηλίου.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-12-2008 | |