Στου Ήλιου τους τη Γη Δημιουργός: Νεφελοβάτης Κανένα σκοτάδι δεν κρατά για πάντα.. Κι ας λένε… Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
Σκοτάδι.. Από κείνα τα παγωμένα.. Που τυλίγουν την ψυχή στης καταχνιάς τα πέπλα.. Και σύννεφα που φέρνουνε ένα ψιλόβροχο, που κάθε πληγή, στην ψυχή και το σώμα, την κάνει να πονά..
Το φως για λίγες ώρες φοβισμένο ξεπροβάλει, και μετά σαν κυνηγημένο να κρυφτεί τρέχει. Σαν να αναζητά έναν άλλο τόπο την θαλπωρή του να χαρίσει..
Ο ήλιος.. Δεν έχει τη δύναμη να ζεστάνει.. Ούτε τη γη, ούτε τις λαβωμένες τις καρδιές.. Ούτε τις ψυχές που στην ομίχλη παραπαίουν. Συγχυσμένος και κείνος, τη μάχη με τις σκιές εγκαταλείπει.. Και το άρμα του κυλά για μέρη που στη θωριά του χαίρονται, που και κείνος σαν τα βλέπει καμαρώνει..
Μέρη που δεν έχουν σχέση με τούτη εδώ την πλάση.. Τούτη δω την «κοινωνία». Δεν είναι που το Ηλιοστάσιο πλησιάζουμε, κι νύχτα μεγαλώνει..
Δεν είναι που το Ημερολόγιο Δεκέμβρης γράφει.. Ναι είναι χειμώνας. Μα όχι γιατί έτσι είναι η εποχή. Στην κοινωνία, στις καρδιές μας χειμώνιασε.. Κι όσο πάει και σκοτεινιάζει..
Είναι που κάθε μέρα το φως λιγοστεύει. Μια και το λυχνάρι της αγάπης, με εγωισμό και αδιαφορία το νερώσαμε.. Και η φλόγα τρεμοσβήνει. Μες της παραίτησης το κενό..
Και καλοκαίρι να ‘τανε, πάλι κρύο θα είχε.. Μέσα μας, κι ας έκαιγε κι ο ήλιος. Πώς να ζεστάνει κι αυτός καρδιές που αδιαφορούν για όσα βλέπει εκείνος και δακρύζει..
Που βαριεστημένα προσπερνούν καμένα δάση. Κοιτάζουν αδιάφορα τόνους από πλαστικά να ξερνάνε τη μπόχα τους σαν καίγονται στον αέρα. Χωματερές γιομάτες ολόφρεσκα πορτοκάλια, ενώ παιδιά πεθαίνουν από πείνα;
Που μιλάνε για το κόστος των φίλτρων σε καμινάδες κι αγωγούς που χύνουν απλόχερα καρκίνο μες της γης τα σπλάχνα. Που ταΐζουν τα παιδιά τους με γάλα νερωμένο, και κρέατα βουτηγμένα στα χημικά.
Που θεό τους το χρήμα και το κόστος έχουν κάνει. Που βλέπουν το Δίκαιο να χλευάζεται παράφορα από μια «δικαιοσύνη» που οι λειτουργοί της υπαλληλίσκοι ‘γίναν.
Που ανέχονται τα παιδιά τους να παιδεύονται από μια «παιδεία» που έχει την αποστολή σκλαβάκια να τα κάνει..
Που βλέπουν τη ζωή να χάνεται, τα είδη που για εκατομμύρια χρόνια κομμάτι αυτού του κόσμου ήταν να πεθαίνουν, και εκείνοι να σφυρίζουν αδιάφορα..
Που βλέπουν την υγεία να διασύρεται στο όνομα της οικονομίας (μια και καλά δεν υπάρχουν λεφτά για να πάρουν προσωπικό), και λέει άστους μωρέ, όλοι φακελάκια παίρνουν..
Που βλέπει τους «ηγέτες» του να σέρνονται γονυπετώς στων λεφτάδων τις αυλές και να λέει «έλα μωρέ όλοι είναι ίδιοι..».
Πώς να ζεστάνει ο ήλιος τις καρδιές που σαν τους λένε «βοηθήστε να τ’ αλλάξουμε όλα αυτά», ανταπαντούν, «έλα μωρέ τι να κάνω κι εγώ, αφού τίποτα δεν αλλάζει..».
Κι ας το ξέρουνε μέσα τους, ας τόχουνε δει τόσες φορές πως όλα μπορούν να γίνουν..
Μα σαν ποτίσει η παραίτηση ψυχές…
Σαν το σκοτάδι συνειδήσεις καταπιεί..
Σαν τα αργύρια λαδώσουν τα γρανάζια..
Πιο σκοτεινή η μέρα ξημερώνει…
Κι οι αφεντάδες ως τα σκυλόδοντα γελούν, με ουρλιαχτά σαν ύαινες κομπάζουν..
Και βλέπει ο Ήλιος να χτυπιούνται, σε δρόμους και σε στενά όλοι όσοι αναζητούν το δρόμο τους να βρουν. Βλέπει παιδιά να παλεύουνε με φύλακες.. Άλλους με μάσκες να χτυπάν εκείνους με τα κράνη. Και άλλους να διασταυρώνουν του λόγου τους τα ξίφη..
Μα θα ‘ρθει η ώρα που θα δει, θα σκεφτεί ο άνθρωπος όπως κάθε άνθρωπος σε χρόνια σκοτεινά μπορεί και βλέπει.. Θα κρίνει με το Λόγο και τη Λογική, τον Εχθρό θα ξεσκεπάσει..
Μια και Εχθρός Δεν είναι οι φύλακες.. Αυτοί τσιράκια, τα μαντρόσκυλα του «Βοσκού», των αφεντάδων είναι.
Εχθρός Δεν είναι τα γκρίζα ανθρωπάκια που παραπληροφορούν δημόσια, και διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Τα φερέφωνα, οι ντελάληδες είναι..
Εχθρός Δεν είναι τα παιδιά με τις μάσκες, που σπάνε και δίνουν δικαιολογίες στα μαντρόσκυλα να χτυπήσουν (αν και δεν τις πολυθέλουν έτσι κι αλλιώς εκείνα). Και κείνοι αγανακτισμένοι, θύματα των εχθρών είναι, και ενδεχομένως κάποιοι απ’ τον εχθρό βαλμένοι...
Εχθρός Δεν είναι ο κάθε «έξυπνος» που λέει την «άποψή» του. Βολεψάκιας, με μια καρεκλίτσα στο σύστημα είναι που φοβάται να μην την χάσει…
Ποιος είναι άραγε ο Εχθρός..;
Το σύστημα..; Και ποιοι είναι το σύστημα..;
Τα Αφεντικά.
Τα πραγματικά Αφεντικά, εκείνα που τα νήματα κινούν..
Αυτοί που με την εξουσία των χρημάτων αλυχτούν, που των πληβείων συνειδήσεις αγοράζουν..
Όλοι οι άλλοι κ-οπαδοί, σαλαγημένα πρόβατα των αφεντάδων είναι..
Μα σαν τον Εχθρό, που στις σκιές κρυμμένος τα νήματα κινά, τον δουν, τότε θα ξέρουν τι να κάνουν..
Το Φίδι στο κεφάλι θα πατήσουν…
Αφού τον εαυτό τους δουν, και αγαπήσουν. Και ζητήσουν να πάψει να υπάρχει. Να μάθει να Ζει..
Και ας μοιάζει τώρα πως θα κρατήσει για πάντα η καταχνιά..
Ο ήλιος όμως ξέρει.. Πως τα ουρλιαχτά δεν κρατούν για πάντα.. Μια και έχει δει σκοτάδια πιο πυκνά να σκορπάνε μόλις τα ακουμπήσει μια αχτίδα του..
Και γνωρίζει, το έχει δει, ότι τον άνθρωπο να κρατήσουν σκλάβο για πολύ δεν το μπορούν..
Μια και είναι από πνοή φτιαγμένος, και έχει τη θάλασσα, εκείνη που τον γέννησε, στο αίμα του..
Κι όπως και κείνη, μπορεί να δείχνει υποταγμένη και ήσυχη σαν είναι στην ομίχλη παραδομένη, μα σαν θα φυσήσει ο άνεμος, τίποτα να την κρατήσει δεν μπορεί..
Μπορεί καιρό να μοιάζει πως θα πάρει..
Μα πάντα εκείνος έρχεται και καθαρίζει, όλη τη μπόχα, όλη την ομίχλη που η παραίτηση προστάζει..
Ο άνεμος.. Αυτός που είναι βάλσαμο στις ψυχές εκείνων που τυφλωμένοι, μέσα στα πέπλα της ομίχλης τα λευκά αρμενίζουν.. Και ψάχνουν το δρόμο τους να βρουν..
Ο άνεμος εκείνος της Ελπίδας…
Που στην πατρίδα θα τους ‘πα..
Στου Ήλιου τους τη Γη..
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-12-2008 | |