Με όπλο τους στίχους Δημιουργός: justawoman, Στέλλα Γεωργιάδου Aναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό e-poema Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ποιήματα εμπνευσμένα ακριβώς τη στιγμή των γεγονότων. Είκοσι επτά ποιητές απευθύνουν τη δική τους διαμαρτυρία, την τοποθέτησή τους, μια ελάχιστη αντίδραση με τη «φωνή» τους, στην πραγματικότητα που ζει η Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες. Προσδοκούν να συνεισφέρουν, με μοναδικό γνώμονα κάποιες αξίες και δικαιώματα˙ ως πολίτες, συμμέτοχοι, δημιουργοί και συνένοχοι. Τα ποιήματα δεν είναι παρά αιχμές διατυπωμένες σε στίχους αντί για διακηρύξεις, πολιτικολογία ή, το χειρότερο, απαθή σιωπή. Με αυτόν τον ελάχιστο τρόπο, οι παρόντες ποιητές εξανίστανται και στέκονται απέναντι στη βία και τις καταστροφές όσο και την υποτίμηση, την αναξιοπρέπεια, την όποια δύναμη επιβολής.
Η συντακτική ομάδα του (.poema...)
ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Οταν έφυγε ο Λόρκα απ' το σπίτι
Τα δένδρα είχαν μέσα τους
μια σιωπή θλιμμένη
σαν το θρόισμα των φύλλων,
χιλιάδες άνθρωποι παρατεταγμένοι:
παιδιά αμούστακα,
γονείς˙
ακούστηκαν συνθήματα,
κρότοι λάμψης
σαν νομίσματα στον ουρανό.
Ολα θα ξαναγίνουν,
μονάχα οι ζωές που φεύγουν
δεν περιμένουν
την αλλαγή.
NΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Το χτύπημα
Το χτύπημα στην πόρτα
προκαλούσε πανικό
ο χτύπος της καρδιάς
στην βαρυχειμωνιά
χτυπήματα του βούρδουλα
στη ράχη του τιμωρημένου
το χτύπημα του χάρακα
σε χέρι ανοιγμένο
στου Πάσχα τη γιορτή
χτυπούσαν οι καμπάνες
δράματα και κωμωδίες
απ' τα πέτρινα καθίσματα
περιμέναμε απάντηση
από κάποιον τηλεφωνικώς
για μια στιγμή ξεχάσαμε
ποιά ήταν η ερώτηση
ποιος είσαι κι από πού
πώς λέγεσαι επισήμως
πώς σε φωνάζουν οι δικοί σου
τι δηλώνεις στην αστυνομία
βγήκαμε στις λεωφόρους
σε πορείες διαμαρτυρίας
με συνθήματα αυτοδυναμίας
για την κοσμοθεωρία μας
πέσαμε άδικα μαχόμενοι
χτυπημένοι κατακέφαλα
από σύγκρουση μετωπική
με εγχειρίδιο ιστορίας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Η επόμενη μέρα
Επειδή κάθε δευτερόλεπτο μετράει
πρέπει τώρα ν' αρχίσουμε να γράφουμε
όλο και περισσότερα ποιήματα
για να καθαρίσουμε το τοπίο
από τον τρόμο, την απειλή και τον θάνατο
πρέπει τώρα να 'ξορκίσουμε τους δαίμονες
που κρύβονται ακόμη μέσα στην ελευθερία
έτοιμοι να μας πιουν όλο το αίμα
κι επειδή όποιος σήμερα ξεχαστεί μέσα στον εαυτό του
θα είναι αύριο λησμονιά και στάχτη
πρέπει τώρα να μάθει τι θα πει εχθρός και αδικία
διότι η πραγματικότητα δεν γίνεται κατανοητή
χωρίς την κατανόηση της αθλιότητας και της απελπισίας
κι επειδή κάθε δευτερόλεπτο μετράει
πρέπει από τώρα να πάμε στο σχολείο της φαντασίας
για να σώσουμε ξανά τα όνειρα.
ΑΜΠΝΤΟΥΛ ΑΖΙΖ* (για την αντιγραφή: ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ)
Ω Σκοτάδι Φυλακής
Ω σκοτάδι φυλακής, πίσσα οι τέντες σου.
Το σκοτάδι μας αρέσει,
γιατί μετά τις σκοτεινές ώρες της νύχτας
θα ανατείλει η αυγή της περηφάνειας.
Ο κόσμος, με όλη του τη μακαριότητα, θα
ξεθωριάσει,
όσο εμείς θα χαριζόμαστε στο Θεό.
Ενα αγόρι μπορεί να απελπίζεται μπροστά σε
ένα πρόβλημα,
αλλά εμείς ξέρουμε πως ο Θεός έχει σχέδιο.
Ακόμα και αν τα δεσμά σφίγγουν και
φαίνονται αδιάρρηκτα,
θα συντριβούν.
Εκείνοι που επιμένουν θα κερδίσουν τον
σκοπό τους.
Εκείνοι που επιμένουν να χτυπούν την πόρτα
θα μπούνε μέσα.
Ω κρίση, δυνάμωσε!
Κοντεύει να ξημερώσει.
*μτφρ.: Ιωάννα Καρατζαφέρη
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
Εσωτερικές Ειδήσεις*
Σ' αυτό τον τόπο, δεν βρίσκω εύκολα τον Νότο
Να ξέρω από πού φυσάει
Ούτε τη Δύση, σαν θεία να με νουθετήσει
Τα 'χω χαμένα και στροβιλίζομαι σαν σβούρα
Μες στο κενό και τη θολούρα.
Σ' αυτό τον τόπο, δεν βρίσκω εύκολα τον τρόπο,
Να πω το Ναι να προχωρήσω,
γιατί το Οχι έχει μακρύτερη απόχη
και παραπαίω ανάμεσα σ' αυτά τα δύο
και σ' ενα Ισως επενδύω.
Σ' αυτό τον τόπο, πιάνεις πιο εύκολα το ΛΟΤΤΟ
Από τη σκέψη του πλησίον,
Γιατί ο άλλος έγινε πρόσφατα...Μεγάλος
Και δεν ακούει παρά μονάχα ό,τι θέλει
Μ' όλα δάχτυλα στο μέλι.
Σ' αυτό τον τόπο, δεν βρίσκω εύκολα τον στόχο,
Να πιάσω κέντρο επιτέλους,
Γιατί το κέντρο δεν είναι ακίνητο σαν δέντρο,
Μετακινείται, αλλάζει θέση κάθε λίγο
Και πουθενά δεν καταλήγω.
Σ' αυτό τον τόπο, που όλα γίνονται με κόπο,
Και πάντα κάποιος άλλος φταίει,
Εχω προσέξει, όσοι ξυπνάνε απ' τις έξι
Δεν έχουν λόγο, μόνον αυτιά να μας ακούνε
Και χέρια να χειροκροτούνε.
Μα κάποτε θα βαρεθούνε
Και θα μας γράψουν στα παλιά τους,
Εκτός κι αν έχουν λερωμένη
Με κάποιον τρόπο τη φωλιά τους.
*Μελοποιήση: Μιχάλης Χριστοδουλίδης,
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας,
Κυκλοφορία: «Η άσφαλτος που τρέχει», MINOS EMI 2001.
ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ
Θάνατος την ημέρα των Χριστουγέννων
Θα 'ναι ψέματα αν πω ότι προσπάθησα, συλλογίστηκε ο καταραμένος. Ενα ψέμα όμως- τι είναι ακόμη ένα ψέμα. Η αλήθεια είναι ότι η αλλαξιά του εαυτού μου ήταν απότομη και πα-ρο-δι-κή. Οταν δεν σκέφτομαι είμαι ευτυχισμένος. Κι αυτό το πέτυχα. Εχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο ξημέρωμα Χριστούγεννα; Δεν έχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο τα Χριστούγεννα. Η μόνη ευχάριστη διαπίστωση: όλα είναι κλειστά. Εννοώ κλειστά. Και μένα που μ' αρέσουν οι υποκλίσεις και τα τερτίπια, χαμογελώ στον εαυτό μου στην πόρτα μιας κρυστάλλινης βιτρίνας κρεοπωλείου. Γιατί τα απολωλότα έχουν στο αίμα τους την πρωτοτυπία, και ο κόσμος είναι χαρούμενος τις παραμονές. Γιατί ο κόσμος κι οι πολιτικοί να 'ναι χαρούμενοι τις παραμονές... Εμένα μ' αρέσει να προσκυνώ. Δε τα βάζω με κανένα. Αγαπώ τους τυράννους και θέλω να γεννώ παιδιά στις χαρές των γιορτάδων. Ομως η μουσική -με τραυμάτισε σαν την ομίχλη. Δεν αντέχω άλλες συγνώμες κατά του ειδώλου κατά της συγνώμης. Στήθηκα για την απάθεια παθαίνοντας. Χωρίς σκόνη. Πέρασα μέσα απ' το βουνό με αισθήσεις. (συγχωρέστε)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ
Το μικρό αγόρι
Ξέρω, θα πεις,
ποιος νοιάζεται για τη θλίψη σου
και πόσο έχει δικαίωμα να θλίβεται ένας συνεργός;
Διότι το ξέρω κι εγώ
ότι η σφαίρα που σκότωσε το μικρό αγόρι
έχει ένα μόριο από τον εαυτό μου.
Ναι, είναι το ένα δεκάκις εκατομμυριοστό,
αλλά αυτό δεν αναιρεί τη δολοφονική τροχιά του
ούτε την ευθύνη μου.
Είναι το μόριο που γέννησε
η ανοχή μου στην προϊούσα σήψη.
Είναι το μόριο που δημιούργησε
η ελλειμματική μου αντίσταση στην αδράνεια
την οποία επιζητούσαν για να οικοδομήσουν
τον κτηνώδη κόσμο τους.
Είναι το μόριο που υπήρξε από την αδυναμία μου
να πολεμήσω τα κυρίαρχα όπλα τους,
τον φόβο και την ανασφάλεια.
Είναι το μόριο που οικοδόμησε αυτό το περιβάλλον,
του οποίου δημιουργήματα είναι οι θύτες,
τα θύματα σημερινά κι αυριανά,
τα μικρά αγόρια και κορίτσια,
οι χιλιάδες άνεργοι, οι αδύναμοι,
οι μη έχοντες, μη περιθαλπόμενοι,
οι γέροντες, οι άρρωστοι, οι ανασφαλείς,
οι καταθλιπτικοί, οι ανεχόμενοι
και κυρίως απέλπιδες.
Μην αναρωτηθείς τι ζητούν αυτά
τα πανέμορφα παιδιά στους δρόμους
τώρα που δεν έχουν νόημα συγγνώμες
και ενοχικά βουρκωμένα μάτια.
Ακουσα παιδικές φωνές σε ώριμα τραγούδια
σαρωτικά που διαπερνούν τη θλίψη.
Οι γροθιές διεκδίκησης
οι ανάσες ζωογόνες
οι δρόμοι φωτεινοί
και κυρίως ανθρώπινοι.
Και μην με συμπονέσεις.
Απλά πάρε τα λόγια μου στο δισάκι σου
κι εξαργύρωσε την πείρα μου
στους αγώνες των αυριανών ημερών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ
*
Εφυγες γρήγορα από τη ζωή μου,
έφυγες τότε που προστάζει το μεγαλείο ή που αρχίζει
ο θάνατος, έγινες άστρο κι άφησες μιαν αγκαλιά
λεπτογραμμένες παρτιτούρες για όσους σ' ακολούθησαν.
Κι αν μόχθησες για τόσες λέξεις, χάθηκες νικημένος
από έναν άνισο πόλεμο, πρόλαβες όμως ν' αρπάξεις
μέσα στη χούφτα σου την απεραντοσύνη και μιαν ακέραιη αχτίδα.
Εφτιαξες ποιήματα και έγινες. Δοκιμάζω στα χείλη μου
το μυστικό σου αλφάβητο κι αναρωτιέμαι:
Υπήρξες ή σε γέννησε η ανάγκη; Αν πέρασες,
ποιον είχες άραγε κρυφό σου γαλαξία για προορισμό;
Εσύ που μίλησες με τον θεό, πες μου,
σε ποια γλώσσα απαντάει η άφεση;
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Ενοχικό
Τι γυρεύεις, του είπα, ανάμεσα
στον ερπετώδη νου του πλήθους;
Του όχλου του αλαλάζοντος,
του εξαθλιωμένου,
του τρελαμένου από τα σκέλια της πυράς
και την οσμή της θηλυκής της σάρκας;
Αν δεις στα μάτια, λένε, τη φωτιά,
κατάματα κι αυτή θα σε κοιτάξει.
Ο φοβερός εκτελεστής καλεί την άβυσσο
στη βιβλική της γλώσσα
και οι πεπτωκότες άγγελοι το βιβλικό του μένος
από τις φλόγες της αβύσσου τού επιστρέφουν.
Τι γυρεύεις σε τούτο το θέατρο;
Ούτε ο μονόλογός σου θ' ακουστεί ούτε η σιωπή σου.
Ποιος παίρνει πια στα σοβαρά των τραγωδών τον ρόλο;
Τις παραβάσεις του χορού ποιος επωμίζεται;
Ποιος αμαρτάνει και πιστεύοντας στα λόγια των τυφλών
τυφλώνεται απ' το ίδιο του το χέρι;
Στο άδειο τόπο της ανήλεης σκηνής,
χωρίς τον οίστρο και τις λάμψεις των θριάμβων,
σε μιαν ακρόαση κουφών,
ποια τέχνη από τις τέχνες σου θα υποδυθεί την ύβρη;
ΔHMHTPHΣ KAΛOKYPHΣ
C V
(1948-1960)
EΛBIEΛA, MEZ, DDT, INBI, ΩPΛ, OEΔB,
OΦH, AEK, OΣΦΠ, EPE, EΔA,
TTT, EEΣ, EIP, TAE, ΣΠAΠ, EHΣ, KTEΛ
(1961-1980)
ΔEΘ, XANΔ, ΠIKΠA, AXEΠA, WC, AΠΔ, IKY,
BBC, MGM, REM, UFO, 2CV, 4L, VW, MG, ΔX,
EΣO, ΣEAΠ, ΛOK, ΓEΣ, AM, AΣΔEN, KEBOΠ, APBXΠ, KΨM, BLR, ΓEEΘA, YENEΔ, TNT
OTE, ΔEH, OΣE, OA, EOT, EYΔAΠ, EPT,
TELEX, LP, HI-FI, B&O, CB, FM,
KOBA, KKE, KNE, EKKE, EAP, ΠAΣOK, ΔHKKI, ΔIANA, NΔ,
EΣA, KYΠ, EOKA,
HΠA (TWA, ITT, FBI, CIA, LA, JFK), DDR, EΣΣΔ (KGB, GPU),
WMF, AEG, NEFF, IBM,
ΠAOK, UEFA, ΠPOΠO, OΠAΠ,
ΦEK, ΠΔ, ΓEΣEE, AΔEΔY, TΣ, ΠΦ, OAEΔ
(1981-2008)
NΠIΔ, IKA, OE, EΠE, AΦM, AMA, ΔOY, ΦAEE, ΦΠA, ΛAΦKA, EKAΣ, AΣEΠ, ΣΔOE,
EΔE, AEΠ, OOΣA, KEΠ, OAKA,
IX, BMW, ABS, KOK, EΛΠA, KTEO,
TLS, KOA, EΛΣ, VIP, EKEBI, OΣΔEΛ,
FIR, FYROM, EOK, EE, OΠEK, KΠΣ,
ΓOK, YΠEXΩΔE, MDF, PVC, TEE,
EΛTA, EMY, ΔEKO, MHKYO,
ΣYPIZA, EΛAΣ, 17N, MAT, ΓAΔA,
EΣY, TEBE, EKAB, KAT, ΓNA, KAΠH, OAEE
HIV, HDL, LDL, LDH, RBC, TKE, PSA, γ-GT,
TV, VHS, FAX, SIM, PIN, PUK, SMS, MMS, 3G
EKAM, ATM, BTU, DHL, WWF, MME, AGB, EBU,
RPG, CD, DVD, DCC, DVD-ROM,
PC, UPS, RAM, MB, GB, HP, XP, USB, ADSL, MP3, i-POD, GPS,
DTP, RGB, CMYK, JPG, WWW, CERN
SOS
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ
Η γενική απεργία
Ενα παιδί τρέχει μέσα στις φωτιές.
Η άσφαλτος είναι θάλασσα.
Η φωνή μνήμη και η μνήμη μαχαίρι
που σχίζει τη χάρτινη ησυχία σας.
Ενα παιδί τρέχει μέσα στις φωτιές
να σπάσει την τζαμαρία της Ιστορίας.
Εδώ είναι, εκεί είναι. Ανοιξη είναι,
θέρος είναι, αέρας είναι και μας παίρνει μαζί του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ
Σταθερή Αξία
Ξέρω εκείνες τις σκέψεις και την φορά ετούτη ίσως
Δεν μου θυμίζουν τίποτα
Στον θάνατο έχουμε τα μάτια κλειστά
Μα των ζωντανών τα μάτια είναι ορθάνοιχτα -
Κάνε τράκες
Παντού είναι πρωί μεσημέρι βράδυ
Και όλα μεταποιούνται
Είμαστε εμιγκρέδες
Σε βλέπω για πρώτη φορά
Γιατί δεν είχαμε ειδωθεί ποτέ
Σε κάποια συμφωνία που κρύβεται
Η σελίδα δεν είναι μεταδοτική σαν την μανία
Η νιρβάνα δεν έχει παιδική ηλικία
Οι λεωφόροι και τα στενά άνοιξαν
Επιστρέφουμε στα ίδια τετράγωνα
Ωσπου να καπνίσω αυτό το φτηνό πούρο
Ο καπνός γίνεται καπνός.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
Γλιτώνεις - δεν γλιτώνεις
Ασκοπα την υγεία σου περιφέρεις
Τηλεφωνείς και το σύρμα σε τυλίγει
Μιλάς με ιδιωματισμούς
Σε παραμονεύουν τραπεζίτες
Λογιστές ασφαλιστές και αστυνομία
Γλιτώνεις - δεν γλιτώνεις
Αφού κι η νύχτα
Τα συμφέροντά της πρακτορεύει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Νύχτα μεγάλη
Ροβολώντας από την Αλαμάνα στον κάμπο
συνάντησες τον Διάκο
να πίνει μονάχος το κρασί του σε καπηλειό της Λαμίας
και τους χωριάτες να μη του λένε μήτε καλησπέρα
φοβισμένοι από τα ΤΕΑ
.......................................................................
Η πατρίδα μου πορεία άγονη μου θυμίζει
μεσημέρι του Ιουλίου με τραίνο στα βουνά της Αρκαδίας
καθώς και αυτοί οι άνθρωποι αμίλητοι μαρμάρωσαν
να κυτάζουν τη θάλασσα σαν τα σπίτια τους με δίχως
παράθυρα τον Αύγουστο
Το στόμα τους στεγνό σαν ξεροπόταμο το καλοκαίρι
κι έτσι που έχουν τα χέρια τους ανοιχτά
ριζώσαν σαν τα δέντρα - Δέντρα πανάρχαια, δέντρα της
σιωπής
που στο κορμί τους έδεσαν τ' άλογά τους οι καπεταναίοι
δίψασαν το μεσημέρι, τραγούδησαν τραγούδια
δυνατά, του αγώνα, οι άντρες - κι ύστερα χάθηκαν.
Κι όλα αυτά είναι πια τόσο μακρυά και τόσο κοντινά!
Να το πλατάνι με τους κρεμασμένους προδότες ακόμα
και να και κείνο το «πολεμόχαρο» παιδί
ο Αρης από το Βελούχι, φουσκωμένος σαν ποτάμι
να μπαίνει στο παζάρι στην πλατεία της Λαμίας
ζωσμένος με τους άγριους χωριάτες και τα πλακάτ:
Θ ά ν α τ ο ς σ τ ο υ ς δ ο σ ί λ ο γ ο υ ς !
Ακόμα να νικηθούν οι δοσίλογοι!
Νύχτα μεγάλη με όλους τους εφιάλτες σου διπλωμένους!
Και τα σκυλιά ακόμα στις αυλές
Παραπατούν, πέφτουν στα πηγάδια και πνίγονται.
ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ
Ετερώνυμη έλξη
απάθεια
αδιαφορία
απάθεια
αδιαφορία
απάθεια
αδιαφορία
απάθεια
αδιαφορία
απάθεια
αδιαφορία
απάθεια
αδιαφορία
απάθεια
αδιαφορία
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Αυτό δεν είναι ένα ποίημα
Αυτό δεν είναι ένα ποίημα. Δυστυχώς
ούτε δρεπάνι να θερίζει
το χέρι εκείνου που νομίζει
πως επειδή κουνάει το χέρι σταθερά
περνούν από το χέρι του πολλά.
Εννοείται: ο δεξιός πρωθυπουργός.
Αυτό δεν είναι ένα ποίημα. Δυστυχώς
ούτε σφυρί για να τσακίζει
το χέρι εκείνου που νομίζει
πως επειδή του έδωσε πιστόλι
εκείνος που έχει χέρι σταθερό,
πρέπει να δέχονται όλοι
τυφλά ένα τραύμα φανερό.
Εννοείται: ο κάθε μπάτσος
φασίστας, «Ελλην», «Χριστιανός».
Αυτό δεν είναι ένα ποίημα˙ ευτυχώς.
Θα προτιμούσε να θερίζει, να τσακίζει.
Θανατηφόρα ευμάρεια δεν θέλει να μυρίζει
και είναι ανένταχτο γραμματολογικώς.
ΔΑΦΝΗ ΝΙΚΗΤΑ
Των Εξαρχείων
Το παιδικό πρόσωπο
με τις κόκκινες καρδιές στα μάγουλα
και τους δυο λευκούς κύκλους κάτω
από τα μάτια
της παλιάς φωτογραφίας
ζωντανεύει τα βράδια
και τριγυρνά σαν αυτοσχέδιος κλέφτης
στα στέκια των κέρινων στολών
και των απειλητικών φωνών
αυτών που βγαίνουν κάθε μέρα
από κλειστά γραφεία
αυτών που σου τρυπάνε το μέτωπο
και σπάνε σαν γυαλί
στους τοίχους
των ψηλών σκασμένων κτιρίων
της πλατείας
και με δύναμη
και οργή
η μυτερή τους άκρη
στη συνέχεια χώνεται
σε απαλή σάρκα
-με απίστευτα γλυκά όνειρα-
που σωριάζεται
σε πεζοδρόμιο
μπροστά στα
μάτια μας.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
Ολα τα χρόνια της ζωής του
Μεγάλη χαρά μου δίδει η ζεύξις του ακρωτηρίου της Πελοποννήσου Ρίον με το αντικριστό Αντίρριο στη Ρούμελη,
μου φέρνει στο νου ζεύξη στο ζυγό ζεύγους μακεδονικών βοϊδιών με τα γυριστά τους κέρατα στις αργόσυρτες άμαξες της παιδικής μου ηλικίας τις κοινώς λεγόμενες και αραμπάδες με τούς τέσσερις τροχούς δύο μικρούς μπροστά και δυο μεγαλύτερους πίσω που κουβαλούσαν φρέσκα μπαξεβανικά πιπέρια καρότα σέλινο ντομάτες αρακά από τα δροσερά περβόλια του Καράορμαν στην κεντρική αγορά της Καβάλας αξημέρωτα,
μου φέρνει ακόμη στο νου εκείνη την άλλη ζεύξη του Ελλησπόντου αυτή τη φορά από τον Ξέρξη ματαιόδοξο ηγεμόνα του έθνους των Περσών στην εκστρατεία των βαρβάρων κατά των Ελλήνων όπως μαρτυρεί επακριβώς το περιστατικό και το διασώζει ο ιστορικός Ηρόδοτος του Λύξου και της Δρυούς από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας,
για να περάσει τη μεγάλη του στρατιά των χρυσοφόρων Μήδων στην Ευρώπη ο αλαζών Ασιάτης δεσπότης έφτιαξε γιοφύρια με τα ξύλινα καράβια του δεμένα με τριχιά το ένα δίπλα στο άλλο απέναντι στο δυνατό ρεύμα του Βοσπόρου που όμως όλα τα γκρέμισε γρήγορα η μανιασμένη θάλασσα και τότε ο Ξέρξης έβαλε λυσσώντας να μαστιγώσουν το νερό αν είναι σωστό αυτό με τριακόσιους δυνατούς ραβδισμούς,
που δεν του το συγχώρεσε ποτέ τού μωρού βασιλέα ο περήφανος πόντος και όταν στο γυρισμό του κακήν κακώς μετά από καιρό κουρελιασμένος και με ό,τι άντρες του είχαν απομείνει από τα σαρανταέξι έθνη των βαρβάρων που εξουσίαζε Αιθίοπες Αιγύπτιοι Λυδοί Θράκες Φρύγες Μαίονες Ασσύριοι Μάκρωνες Κιμμέριοι Τιβαρηνοί και πόσοι άλλοι ακόμα που σήμερα πιά ξεχνώ το όνομά τους και τη φυλή τους την ίδια καθώς χαθήκανε για πάντα στα έρημα τα ξένα στη μαύρη ξενιτιά,
έφτασε τρέχοντας ο Ξέρξης από την κοντινή μας Θράκη στον Ελλήσποντο και στην αρχαία Σηστό για να διαβεί στην απέναντι ακτή της Ασίας στο Μπογάζ Χισάρ τη δικιά μας Αβυδο δηλαδή την ηδονική πολιτεία και να γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του στα Σούσα ο πολεμόχαρος μονάρχης,
όπου του είχε η μάνα του κεντήσει και καλά μία εσάρπα μια μπατανία με τα στενά της Ελλης ζωγραφισμένα με πορφύρα και χρυσοκλωστή με τα χωριά και τις πόλεις της σατραπείας του κατά μήκος του πορθμού και με χαρούμενα πλοιάρια να πλέχουν στο ρεύμα στο μπογάζι,
όμως τα βρήκε όλα διαλυμένα τα ολοκαίνουρια γεφύρια που του είχανε στο μεταξύ κατασκευάσει οι άξιοι μηχανικοί του ολοσχερώς από χειμώνος διαλελυμένα με σπασμένες τις αλυσίδες και τα σχοινιά κομμένα σε χίλια κομμάτια λευκόλινο και πάπυρο μαδέρια σανίδες πριτσίνια μπουλόνια καβίλιες ξύλινα καρφιά τα είχε όλα η άγρια θάλασσα μεμιάς καταπιεί,
έτσι λοιπόν τον εκδικήθηκε το πέλαγος και ο δίκαιος πόντος τον μιαρό Πέρση δεσπότη που τόσο άδικα και αναίτια είχε διατάξει τους δούλους του με λόγια βάρβαρα και ατάσθαλα να υβρίζουν το αλμυρό νερό να το αλυσοδένουν να το χτυπούν αλύπητα για να το ταπεινώσουν,
και μπήκε τότε όπως όπως στις βάρκες τις ίδιες βάρκες που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα οι ντόπιοι για το σεργιάνι τους και τη ρομάντζα τους και για το ψάρεμα της παλαμίδας με μπετονιά στα μυστικά νερά του Βοσπόρου με χήνας φτερό στον αφρό και έτσι πέρασε απέναντι κωπηλατώντας καταχείμωνο με βαριά τραμουντάνα ο νωθρός δυνάστης ο απερίγραπτος βασιλέας.
ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ
10/12/2008
Σάββατο, Κυριακή
Δευτέρα, Τρίτη αποφράς, Τετάρτη
Τι τάξη
Παλαιά, δοκιμασμένη, όμως
Παράλληλη
Τι νέα τάξη
Πορευόμαστε προς το τέλος του χρόνου
Τέλος χρόνου
Σπρωχνόμαστε βίαια.
Χαμένο στην αχλύ των χημικών
Των αλχημιστικών της περιρρέουσας
Με βλάβη ανήκεστο
Των ημερών το πνεύμα
Ασφυκτιά, εξουθενώνεται, ψοφά.
Συσκοτισμένη πάντα η σκηνή για τον αυτόπτη:
Μαύρο, επιταχύνει
Ερποντας στην άσφαλτο
Ασφαλτο, ύπουλο το Σχέδιο
Στο μέλλον εισχωρεί αθέατο.
Της Ιστορίας το σώμα
Ακόμα
Στα επείγοντα αζήτητο.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
[Αδύτου μηνός. Νύκτα πρώτη.] (ανάγνωση δεύτερη) Οτι αγρυπνούσα ύπνο ερπετό τον πυρετό οφθαλμό κι' επάνω μου κρεμότανε σπαθί γυμνό στην αιχμηρή του ακινησία. Κι' αίφνης ο λόγος κραύγασε στήθος ανάσες στην φωνή μου: «Και αν αίμα· και αν όψη· και αν μένος που υπέφερα άνανθο ξύλο τον τροχό κατά την δαίμονα φορά του, θυμήσου: Αυτός εκδικεί· Αυτός αξιώνει· Αυτός επιβάλλει μια νέα δυναστεία των παθών· σκυφτή, ασάλευτη μορφή, μέσα στην ύστατη παντοδυναμία της, διατάζει: Εξω, ο λαός σφαδάζει με γλώσσα ικετήρια την πόλη· αφήστε τον να πεθάνει, αφήστε τον να πεθάνει».
ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ
Σ' ένα μπαρ στου Μακρυγιάννη
Σ' ένα μπάρ στου Μακρυγιάννη προχθές,
μπήκε ένας φουστανελάς με τσακισμένο χέρι.
Ηρθε και κάθισε μαζί μου να πιει ένα ρακί.
Σε λίγο πιάσαμε το χορό και τραγουδούσαμε τραγούδια ελληνικά
Ο Ηλιος εβασίλεψε Έλληνά μου και το Φεγγάρι εχάθη.
Πίναμε και χορεύαμε
Σαν καθίσαμε του λέω: Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
-Στους Μύλους τ' Αναπλιού, μου λέει.
-Γιατί το τσάκισες;
-Γι' αυτήνη την πατρίδα.
Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκω από κανέναν.
Ματαιοδοξία και ιδιοτέλεια, δόλος και απάτη.
Κι έκλαιγε με δάκρυα πικρά.
Τον παρηγόρησα.
Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ
Ηellas!
Στη μνήμη του Αλέξη Γρηγορόπουλου
Κάτω από σχάρες υπονόμων
υπάρχει μια Ελλάδα. Δεν την ξέρει κανείς.
Μουγκό χωριό καταχωνιασμένο
με κλειδωμένα σπίτια
γεμάτα πανσέληνο και μαρασμό.
Τα σύννεφα περνούν ιπτάμενα βαμβακερά παπλώματα
κατάστικτα από λεκέδες κοράκων.
Τα δέντρα κι οι θάμνοι πράσινο σαρκοβόρο.
Οι πέτρες καρκινώματα.
Η θάλασσα δεν είναι από λουλάκι.
Παχύρρευστη μπογιά βρώμικη σαπουνάδα.
Ανθρωπος πουθενά.
Μόνο τρικλίσματα μεθυσμένων σκιών
μπανιέρες ανάποδες με σβησμένα καντήλια
και ρόδα πλαστικά
οθόνες τηλεόρασης να παίζουν μόνες
αναμεταδίδοντας παραλειπόμενα
για τους έρωτες των Θεών.
Η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ.
Ακόμα χειρότερη σαν ανοίξει ο καιρός.
Ξεπροβάλλουν πρησμένες Αναδυόμενες.
Ανθίζουν χρώματα φαρμακερά.
Νυχτέρια ποντικών που δεν αντέχουν τον καύσωνα
κι ακροβατούν στα κόκαλα της κληματαριάς.
Ο ήλιος πύρινος Νέρωνας.
Η μέρα σκουριασμένη μυρίζει αποσμητικό.
Στις καμπίνες της αργοσβήνουν τρυπημένα κορμιά εφήβων.
Στις αντένες της ανεμίζουν ανόητες σημαιούλες.
Στην κουπαστή μωρά παιδιά παίζουνε τους φονιάδες
βωμολοχώντας. Το πέλαγος φωτίζεται και σκοτεινιάζει
σε βαρετή εναλλαγή. Στον ορίζοντα χάσκει ένα μηδέν.
Για όλο αυτό τον μολυσματικό Αδη
κανείς δεν ανησυχεί.
Τον συγκαλύπτουν αρμόδιοι.
Βρίσκονται έξω απ' τον υπόνομο.
Σ' ορόφους γυάλινου κτιρίου
που φέρει την επιγραφή HELLAS.
Γεωμετρία κυκλαδική.
Μακεδονίτικα τα σαλόνια.
Τα αίθριά του μινωικά.
Το υπερώο βυζαντινίζει.
Γύρω του οι κάμποι του Μοριά,
τα φοινικόδεντρα του νότου,
αρχαία ερείπια με γκαζόν,
νεοκλασικά παρεκκλήσια.
Στο κέντρο του Κήπου
ξερνάνε άνοστο νερό
λιοντάρια της Δήλου.
Εκεί κατοικοεδρεύουν
χιλιάδες ανδρείκελα
με λαϊκές ενδυμασίες
ή ρούχα περιοδικών.
Κάθε τόσο από μεγάφωνα οι φράσεις
«ανήκομεν εις την Δύσιν » «εδώ αρχίζει η Ανατολή».
Ο ουρανός μπλε ελεκτρίκ κι η εποχή πάντα ίδια.
Τον υπόνομο τον απολυμαίνουν σπανίως.
Τότε ξεπροβάλλουν μέσα απ� τις σχάρες του
άγγελοι-πεταλούδες.
Πετούν γύρω απ' το γυάλινο κτίριο.
Ολοι βγαίνουν στα τζάμια να τις δουν.
Φτερουγίζουν για λίγο και μετά συνεχίζουν.
Κανείς δεν ξέρει για πού.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
Δεκαπέντε ετών, νεκρός
Ξέρω ότι έφθασα αργά όπως αργά φθάνουμε πάντα στον τόπο του δράματος αν και
ταξιδεύουμε γεμάτοι αγωνία μέρες και νύχτες αδιάκοπα διασχίζοντας χιονισμένες εκτάσεις
ξέροντας ότι η έγκαιρη άφιξή μας θα μπορούσε ίσως να αποτρέψει μια καταστροφή και όμως
χιλιάδες εμπόδια μεσολαβούν και σκοτεινά βουνά υψώνονται απροσπέλαστα έτσι ώστε όταν
κάποτε φθάνουμε κατάκοποι ελπίζοντας ακόμα σ' ένα θαύμα το φοβερό γεγονός έχει ήδη συμβεί
και στεκόμαστε μπροστά του βουβοί και ανήμποροι
Ξέρω επίσης ότι δε μπορούμε πια πουθενά να καταφύγουμε, οι Θεοί είναι τυφλοί και μας ποδοπατούν
στο άτσαλο πέρασμά τους και αυτό που προσπαθώ εδώ να πω δεν είναι ποίημα, το ξέρω, αλλά μόνο
μια επιστολή που κάποιος έγραψε βιαστικά σε γλώσσα άγνωστη και σου την απευθύνω επειδή σου ανήκει
μεσολαβώ απλώς ταχυδρομώντας την ή μάλλον την αφήνω αιωρούμενη ελπίζοντας να βρει κάποτε
το δρόμο της και να πέσει στο σκουριασμένο γραμματοκιβώτιο της ποίησης το οποίο ίσως ανοίξουμε
εσύ και εγώ τη μέρα που θα συναντηθούμε έξω από το χρόνο
Κανένα ποίημα δεν ξέγέλασε ποτέ το θάνατο και ίσως όλα αυτά να μην είναι παρά ανόητες προφάσεις
τίποτε άλλο από μια μάταιη προσευχή για της δικής μου μαύρης ψυχής τη σωτηρία, για τη δική σου και για
την ψυχή όλων για να βρει η δική σου ψυχή τουλάχιστον ένα είδος γαλήνης.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
Η άτιτλη σιωπή
Κρατούν τα παλιά όπλα
Εδώ κι εκεί οι μνήμες των προγόνων
Σκορπίζουν οι φλόγες
τα ζαλισμένα κορμιά
οι σιδερένοι τοίχοι
τα δάκρυα
Κοιτάζουν εμπρός
το θαύμα πίσω από τις λέξεις
τις βαμμένες πόρτες της φυγής
Ερχονται κιόλας οι βροχές
οι καλοντυμένοι βάρβαροι
μερικές ικεσίες
τα ψέματα
(Οι γελαστές φωνές αντηχούν καλύτερα στο ημίφως)
Η πρόχειρη σκηνή της μάχης
η ορχήστρα
το κοίλο
και πιο πάνω τα πεύκα
Σκέψου το πάλι -
Ο βηματισμός στα χνάρια τους
Ο νόμος για τον αλλιώτικο εαυτό τους.
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ
Εφεύρεση
Να εφεύρουμε άλλες λέξεις να εφεύρουμε
λέξεις μολότωφ που ν' αντιστέκονται στα
δελτία των ειδήσεων που να μιλάνε τη
γλώσσα των καταφρονεμένων που να
μιλάνε στον άμαχο πληθυσμό για τη
χειμαζόμενη πείνα να εφεύρουμε μια
άλλη μνήμη που να ανακαλεί μιαν
άλλη αυγή χωρίς ακρωτηριασμούς
ηλίου και παρεξηγημένες καταιγίδες
να εφεύρουμε έναν χτύπο ρολογιού
που κάτι να μας λέει πεσμένος κάτω
στο πάτωμα ή μέσα σε σπασμένο
κομοδίνο ζάλης έναν θάνατο που να
μην κολλάει πάνω μας σαν βδέλα ένα
λεξιλόγιο πιο γυμνό κι απ� την ποίηση
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
Αποσπάσματα από ποίημα μεγάλο σαν αγανάκτηση
ΙΙ.
Ισως
εάν ερχόταν σήμερα ένας άνθρωπος
μονάχα με το τυπικό προσόν της εποχής
αυτή τη γεύση πρόχειρου γκρεμού
-ξέρετε-
ένας απ' τους χιλιάδες παραγιούς του πανικού
όπως τους έραβε ο Θεός
ξέχασε μια βελόνη μες τα στήθια τους
εάν ερχότανε
και κοίταζε
από το μάτι της βελόνας που σας έλεγα
θα του στοιχειώναν όλα τα φωνήεντα
θα του πατούσε το μυαλό ένα τραύλισμα
τ-τ-τ-τ-τ...τ-τ-τ-τώρα π-π-π-π-π...π-π-π-που
ζ-ζ-ζ-ζ-ζ-ζ....ζ-ζ-ζ-ζ-ζορίσανε τ-τ-τ-τ-τα-τα-τα-τα
π-π-π-ππ-πρα-πρα....π-π-πράγματα ν-ν-ν-νο-νο...
νο-νο-νομίζεις π-π-π-π....π-π-π-πως το-το-το-το...
το-το-το-το...το φ-φ-φ-φ-φ....φ-φ-φ-φ-φω-φω-φως
κ-κ-κ-κ-κ-κ...κ-κ-κ-κα....κ-κ-κ-κκ-κκ-κ-κ...........
κ-κ-κ-κα-κα-καταλαβαίνει;
VΙΙΙ.
Είναι που να τρελαίνεται κανείς
όπως ξηλώνουν έτσι τα μερόνυχτα
το αίμα σου κλωστή -κλωστή
οι τρεις σου μοίρες να πανιάζουνε
τι περιμένεις ν' αρχινίσει βρε κουτέ
δεν είναι παραμύθι αυτό
είναι
μονάχα το κουφάρι του
ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Επιστασία
Πρόσεξε
χωρίς δυνατότητες
χωρίς συμπάθεια
μπορείς να κτίσεις σ' έναν καινούργιο κόσμο
με ή χωρίς ενστάσεις
άκουσέ με
δενμπορείς να ξεκινήσεις για κάπου
μακρύτερα.
Αφήστε με λοιπόν
να περάσω
όλες οι ενστάσεις
είναι
καρφιτσωμένες
στο κορμί μου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
Ο Μπρεχτ στην Ελλάδα
Είναι τόσο διάσημος που τον καλούν αν και νεκρό
σε reality να σκηνοθετήσει την πραγματικότητα
πριν σπάσουν τις οθόνες πέτρινες λέξεις που έχουν
κληθεί να εκσφενδονίσουν παιδιά του δημοτικού.
Ευτυχώς έτσι γνωστός που είναι στους μεγάλους
θα αντιληφθούν ότι αφού δεν αλλάζουν οι ίδιοι
δεν μένει επομένως παρά να αλλάξουν παιδιά.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-12-2008 | |