Και τι έγινε που πέθανε δηλαδή;

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

«Βασισμένο σε Αληθινή Ιστορία.. Δυστυχώς..»

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.. Αγωνία, φόβος, προσπάθεια πέρα απ’ τα όρια, όλα ένα κουβάρι την είχαν κάνει.. Είχε μάθει με τον κίνδυνο κάθε μέρα να παλεύει.. Και μέσα και έξω απ’ τη θάλασσα. Με τα κύματα, με το βυθό, με την ανάγκη να μπορέσει να βρει τον επιούσιο..

Και με τα θεριά.. Σαν κι αυτό που ήταν ξοπίσω του τώρα.. Σαν την σκιά που τον πλησίαζε μες απ΄ της θάλασσας τ’ αρχέγονα βάθη.. Αυτό το στοιχείο που τα όνειρά του μαύριζε.. Αυτό που μοναχά για της λαχτάρας του για αίμα την ανάγκη κυνηγούσε.. Αυτό κι άλλο ένα μοναχά σ’ όλη την πλάση το κάνανε..

Μιλούσανε οι παλιοί ψιθυριστά για αυτό. Με φόβο μεγάλο λέγανε πως αν και σχεδόν ποτέ δεν το βλέπει κανείς στις θάλασσές τους, υπάρχει.. Σα λιγοστεύουνε τα ψάρια, μπορεί κανείς και να το δει.. Μα σπάνια υπάρχει κάποιος που μπορεί να μιλήσει για αυτό. Και μοναχά από τύχη.. Απ’ της αβύσσου τα βάθη ξεπροβάλει.. Άσπρο σαν ψόφιο ψάρι είναι, γρήγορο σαν το θάνατο.. Ο Λευκός Καρχαρίας, που από συμπόνια δεν ξέρει και που δε σταματά να σκοτώνει.. Κι ας μην πεινά.. Και γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεμακραίνει κανείς στα βαθιά.. Μια και αν εκεί τον έβρει, τίποτα να τον σώσει δε μπορεί..

Πάντα του πρόσεχε, κάθε φορά που βουτούσε για να πιάσει ψάρια, το μυαλό και τα μάτια του για το θεριό ήταν στραμμένα..Μα όσο περνούσε ο καιρός, τα ψάρια όλο και λιγοστεύαν.. Και πιο δύσκολο γινόταν να βρει αρκετά για να χορτάσει.. Αλλά πάντα τα βαθιά τα απέφευγε.. Αυτές της μέρες όμως, τώρα που το παιδί του γεννήθηκε, εκείνους είχε στο μυαλό του. Πως θα εξασφαλίσει τα προς το ζην. Πώς θα θρέψει το μικρό και την αγαπημένη του..

Και δεν πρόσεξε.. Δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα τη σκιά μες τις σκιές.. Αυτό το ύπουλο πλάσμα που καραδοκούσε..Απ’ το χρώμα το κατάλαβε.. Ίσα που πρόλαβε να το αποφύγει, λίγο πριν πέσει πάνω του..

Και τώρα κολυμπούσε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.. Για να σωθεί, μα και για κείνους που τον περίμεναν.. Μα ο άλλος ήταν πιο γρήγορος.. Δε θα προλάβαινε.. Το πτερύγιο τα κύματα έσκιζε, άγγιγμα θανάτου ξοπίσω του ένοιωθε..

Και ξάφνου.. Την είδε μπροστά του.. Τη σωτηρία ανέλπιστα απ’ την ομίχλη να ξεπροβάλει.. Ένα σκάφος.. Προς τα κει κατευθύνθηκε, γεμάτος ανακούφιση και λαχτάρα.. Ναι θα γλύτωνε σήμερα..

Με ορμή, πάνω στην κουπαστή πιάστηκε.. Γλιστρούσε πάνω στο ξύλινο κατάστρωμα.. Το θεριό από κάτω του.. Τον κοίταξε με άγριο βλέμμα.. Και ξάφνου μια φιγούρα από πάνω του.. Απλώνει το χέρι..

Και με βαναυσότητα τον σπρώχνει προς τα πίσω.. Παλεύει να κρατηθεί.. Με όλη τη δύναμη της ψυχής του.. Μα το βλέμμα του άλλου πιο ψυχρό κι απ’ του καρχαρία είναι.. Άψυχο, με τρόπο τρομακτικό, αφού κανένα συναίσθημα μέσα του δεν καθρεπτίζεται..

Και ξέρει πως έφτασε η ώρα του.. Ένα χτύπημα και μισοζαλισμένος στο νερό πέφτει άγαρμπα.. Και καθώς τα δόντια με μανία κλείνουν γύρω του, καθώς τον τυλίγει το σκοτάδι σκέφτεται εκείνους π’ αγαπά.. Κι ένα αντίο απ’ τα βάθη της ψυχής του στέλνει…

Πόνος… Κρύο.. Σκοτάδι..

Και μετά Φως…


Αλαφιασμένα βήματα και μια γυναικεία φωνή απ’ το κατάστρωμα ακούγεται..

Μια νεαρή κοπέλα με έντρομο βλέμμα, κρατά γερά τα κάγκελα της κουπαστής και κοιτά κάτω.. Τη θάλασσα που αφρίζει και κόκκινη βάφεται..

Γυρνά στον μεσήλικα που δίπλα της ατάραχος παρακολουθεί και φωνάζει..

«Κύριε καθηγητά! Τι κάνετε;! ΓΙΑΤΙ!;;;»

«Καλά μην κάνεις έτσι» απαντά ο άλλος. «Και πρόσεξε τον τόνο της φωνής σου Δεσποινίς μου!».

«Μα για όνομα του Θεού, ΓΙΑΤΙ το κάνατε αυτό!;;»

«Καταρχήν αυτό που Πάντα θα Πρέπει να θυμάσαι στη διάρκεια της καριέρας σου, είναι πως εμείς είμαστε Επιστήμονες. Και να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που βρέθηκες σε τούτη την αποστολή.»

Κάτω η θάλασσα είχε ησυχάσει.. Αν και το λευκό πτερύγιο συνέχιζε να σκίζει τα κύματα. Και ένα αγριεμένο μάτι φαίνονταν να τους κοιτάζει μέσα από το νερό. Με προσμονή.. Μια και η λαχτάρα του για αίμα δεν είχε κορεστεί.. Μια και ποτέ δε θα κουραζόταν θύματα να ψάχνει..

«Και σαν Επιστήμονες συνέχισε ο άλλος, «είμαστε εδώ για να παρατηρούμε και όχι για να επεμβαίνουμε..».

«Μα αυτό που κάνατε ήταν απάνθρωπο!», του είπε η κοπέλα..

«Εδώ μιλάμε για Επιστήμη και παρατήρηση, και συ μου μιλάς για φιλοσοφίες;» !.

«Μα και η επιστήμη μέρος της φύσης είναι, και ‘μεις μέρος της δεν είμαστε… Και αυτό που κάνατε μόλις τώρα…»

«Καλά πώς κάνεις έτσι επιτέλους!» τη διέκοψε απότομα!

«Και τι έγινε που πέθανε δηλαδή;;», συνέχισε ο άλλος,

«Ένας πιγκουΐνος ήτανε..!!».

Η κοπέλα σταμάτησε να τον προσέχει, γύρισε το βλέμμα της στη Θάλασσα..

Κοίταξε τον ορίζοντα, και τον άφησε τον πόνο της να μοιραστεί.. Εκείνον που θρηνούσε για όλα τα πλάσματα, για κάθε κομμάτι της φύσης που άδικα χανόταν… Άσχετα με το πως την αδικία βαφτίζαν..

«Επιστήμη», Κέρδος, Αδιαφορία, δεν είχε διαφορά.. Πάλι Αδικία ήταν… Μια αδικία, που μονάχα δύο υπάρξεις στη φύση ανέχονταν, και έπρατταν.. Ο Λευκός ο Καρχαρίας, και ο άνθρωπος.. Με μια διαφορά.. Ο δεύτερος ενσυνείδητα το έκαμνε, αν και με μπόλικες δικαιολογίες στολισμένο..

Κι ένα δάκρυ έτρεξε πάνω στα κύματα..

Για να ενωθεί με τον κόκκινο αφρό τους…


21/12/08

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-12-2008