Παλιά κι αγαπημένα Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [B][I]Τις μέρες που αλλάζει ξαφνικά η ζωή και σε γεμίζει με φιλιά και μαγεία, περιφέρεσαι στην τρέλα. Κι άξαφνα συνειδητοποιείς την ύπαρξη ενός άλλου πλάσματος, ίδιου με τον απελπισμένο σου εαυτό, φτιαγμένο από την ίδια πάστα, που κλείνεις μέσα στην ψυχή, σφικτά στην αγκαλιά σου, χωρίς να σου κάνει καρδιά να το αφήσεις ούτε δευτερόλεπτο από κοντά σου.
Και το ‘χεις δίπλα στο κορμί σου, να το αισθάνεσαι πανομοιότυπο, να το νιώθεις δικό σου, μοναδικό σου, να σου χαρίζει ομορφιά κι ελπίδα για να ζήσεις σ’ ο,τι δεν πρόλαβες να χαρείς. Κι όπως περπατάς μαζί της στους στρωμένους δρόμους με τα ροδοπέταλα, κι έτσι ασυναίσθητα τα δάκτυλά της μπλέκονται με τους ακροδέκτες σου, ενώνονται τα χέρια όπως ιδρώνουν και κολλάνε μεταξύ τους απ’ την ευτυχία, δε σκέφτεσαι στιγμή να σταματήσεις το όνειρο για να γυρίσεις πίσω, σ’ εκείνη τη μονότονη πραγματικότητα που βίωσες.
Γιατί κάθε εβδομάδα που έρχεται, μαζί της γίνεται καυτή φωτιά και λάβα που σταματάει το χρόνο. Γιατί δε βγαίνει ούτε ένα άναρθρο φωνήεν, να διακόψει στο ελάχιστο, το πάθος των μελωμένων σας χειλιών. Κι ούτε τολμάει η μιλιά να καταστρέψει τη μαγεία του βασιλείου που χτίσατε, για να φωλιάζει η αγάπη, παρέα με την πριγκίπισσά σου, με το άλλο σου μισό, τον άλλο σου εαυτό κι ένα κομμάτι της ύπαρξής σου.
Γιατί το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο, είναι το οξυγόνο σου, ούτε τα παλάτια, μήτε όλα τα χρυσάφια της Γης, αλλά η αναπνοή που ποτίζει την αναπνοή σου με θηλυκό οξυγόνο, κι εθίζεσαι και το έχεις ανάγκη συνέχεια, καθημερινά. Και σου λείπει, όταν λείπουν από κοντά σου τα χείλη της. Και σου λείπει η παρουσία της, όταν αυτό το φάρμακο γιατρεύει κάθε πόνο που νιώθει η καταδικασμένη σου ψυχή.
Να περιφέρεσαι στην τρέλα, απ’ τον έρωτα, μόνο μη φύγεις ποτέ από κοντά μου. Τ’ ακούς; κινδυνεύω να χαθώ από την έλλειψη του οξυγόνου..
Και τώρα; ήρθε η ώρα για ν’ αναλύσουμε τα όσα δεν λέγονταν ποτέ απ’ τα χείλη μας. Όπως όταν κοιτιόμασταν πονηρά στα μάτια και το φιλί στο στόμα, δεν άφηνε περιθώρια ν’ αφουγκραστούμε την αρρώστια μας. Γιατί αρρώστια νιώθεις, σαν χάνεις κάνεις που εκτιμούσες και που πίστεψες έστω και στιγμιαία, πως θα μπορούσε να γεμίζει τη ζωή σου για χρόνια, κοντά σου, δίπλα σου, με χαμόγελα, αισιοδοξία και φιλιά. Τώρα πια, κανένα φιλί στο μάγουλο, δεν έχει την ίδια γεύση σοκολάτας ή βανίλιας, όπως το παγωτό που μοιραστήκαμε, καθισμένοι στο παγκάκι του πάρκου, κι ούτε αυτό το παγωτό μας άφησε τα περιθώρια να ζήσουμε το τώρα, τη στιγμή, τη δικιά μας στιγμή όπως τη νιώσαμε έντονη, ερωτευμένοι ίσως, όπως θα νιώθαμε στο αύριο να πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλο παθιασμένοι απ’ τα φιλιά μας.
Έτσι όπως γνωριστήκαμε απότομα και τα λόγια μας ξεπέρασαν τον αρχικό μας ενθουσιασμό. Είναι κι αυτό μέσα στη ζωή κοριτσάκι μου, η τρέλα κι η αθωότητα.
Όπως τη ζωή μου ολάκερη κυρίευσε εκείνος ο ερωτικός πονοκέφαλος που μου έσπαγε κάθε τόσο τα μηνίγγια και δεν μου πέρναγε ούτε με το παυσίπονο, ποτέ.
Γιατί ήξερα κάθε πότε με σκεφτόσουν, σ’ ένιωθα κοντά μου κι ας έλειπες μακριά.
Γιατί αισθάνομαι και σήμερα, τον ίδιο δυνατό πονοκέφαλο που προκαλεί η σκέψη σου και είμαι βέβαιος πως θα τον αισθάνομαι ακόμα να με βασανίζει για μήνες.
Πες μου μόνο, γιατί εσύ ξεκινούσες πάντα απ’ το τέρμα και η λέξη “χωρισμός” άλλαζε τις προσδοκίες μου κάθε τόσο κι έσπαζε τις αλυσίδες που μας κρατούσαν ενωμένους στο σήμερα; Μας έδεναν οι αλυσίδες αγκαλιασμένους στο παγκάκι, κι εσύ συνέχιζες να σκέφτεσαι το αύριο περισσότερο απ’ το τώρα. Είδες που φτάσαμε;
Κι ενώ πετούσαμε με τα φτερά μας στα σύννεφα, μ’ ένα κορμί και τέσσερα χέρια
και διασκεδάζαμε τη φτώχεια μας και τη μιζέρια με φτηνιάρικο καφέ δίπλα στην παραλία, ήρθαν οι λέξεις απότομα και μας προσγείωσαν στο έδαφος έτσι ανώμαλα.
Εγώ μωρό μου, υπήρξα ειλικρινής, όπως μιλούσα πάντα με το χέρι στην καρδιά μου
άσχετα αν αυτή την πλήγωσαν πολλοί και την ποδοπάτησαν οι ανέραστοι, μιλούσα με τη γλώσσα της αλήθειας που οι άλλοι πεισματικά αρνούνταν να την εκφράσουν.
Κι έχασα τόσα έτσι, κι έχασα κι εσένα. Γιατί δεν αντιστρέφονται τα λόγια, μάτια μου.
Τα λόγια μένουν καρφωμένα στη συνείδηση και σφάζουν τα όνειρα με μαχαίρι, από ‘κεινα που ‘χει ο χασάπης για τα πρόβατα. Κι εγώ σε σένα, χάρισα τις αλήθειες μου.
Το αύριο, δε το μελέταγες τόσο; Να’ το κατέφθασε στο σήμερα και μας πλάκωσε.
Έτσι άλλωστε απότομα ξεκινήσαμε να πετάμε, με την πρώτη ματιά που ανταλλάξαμε.
Εγώ θα σε αγαπώ το ίδιο, κοριτσάκι μου, όσο σε αγαπούσα πάντα, κι όσο σ’ αγάπησα πριν ακόμα να φτάσεις στην αγκαλιά μου. Γιατί η δική μου αγκαλιά, χωρούσε όλου του κόσμου τους πληγωμένους, να τους ζεστάνει στα φυλλοκάρδια της, στα ζεστά.
Τους χτυπημένους απ’ τον έρωτα, τον ανίκητο στη μάχη, τον αγιάτρευτο στο χρόνο.
Κι όταν σε αποκάλεσα “λατρεία μου” ήταν γιατί στα μάτια σου, διέκρινα από διαίσθηση, πως η ζωή που κάνεις, συγκλίνει με τη δική μου και τα θέλω σου μοιάζουν ολόιδια και ταυτίζονται με τα δικά μου. Κι έτσι σε λάτρεψα, όπως λατρεύω τη ζωή μου, που έχει στην πλάτη της πίκρες και δάκρυα που κυλάνε ακόμα κρύα.
Μα όποιο δάκρυ κι αν κυλήσει στο σήμερα ή το αύριο, να ξέρεις, πως θα ‘χει πάνω του τυπωμένο τ’ όνομά σου και τις πληγές απ’ τα χάδια σου, που στερήθηκα χρόνια.
Για πες μου τώρα, τι θα σου λείψει πιότερο απ’ όσα γνώρισες, όσο μετρούσες και υπολόγιζες και ταίριαζες με τα μαθηματικά σου σύμβολα και τις υποθέσεις, τι θα σου λείψει απ’ αυτό το πάθος που νιώσαμε και που έσβησε γλήγορα, καθώς κι αν τελικά βάλαμε την κουλούρα ή το άριστα, στο αύριο που ήρθε να μας χωρίσει ... ;
Κι είναι ένα πράγμα ακόμα, που θα ‘θελα να το ομολογήσω, πως πόθησα το κορμί σου, το ίδιο με τα καστανά σου μάτια κι ήθελα να το γευτώ, μικρό μου, σε ποτήρι γυάλινο, ανθοστόλιστο, με λευκά και ροζ λουλουδάκια ολόγυρά του να το γλυκαίνουν. Κι όπως ήρθαν τα πράγματα, θα γευτώ μόνο τη φλόγα του αναπτήρα σου και θα πίνω χυμούς απ’ τις φωτογραφίες που μας δείχνουν ακόμα γελασμένους.
Γελαστήκαμε καρδιά μου; Κι όμως περάσαμε τις πιο γλυκές εβδομάδες μας, μακριά απ’ την κακούργα τη μοναξιά του χθες και την κατάμαυρη μοναξιά του αύριο.
Τώρα ποιος θα ξεσκονίζει τις στάχτες του τσιγάρου μου, όταν θα καίει μόνο του για παρέα; Εσύ θα μένεις εκεί, εγώ θα βρίσκομαι εδώ και θα ‘χει ο καθένας μας από μια μοναξιά να μεγαλώσει. Κι όταν θα γνωρίσουμε τον επόμενο, θα παραδώσουμε ένα ελάττωμα παραπάνω, μαζί με την ψυχούλα μας, από μια ατελή, παθιασμένη σχέση.
Ζήσε λοιπόν το αύριο πριγκίπισσα και μη σε νοιάζει για το τώρα, γιατί ο πρίγκιπας που ερχόταν για να σε βρει, Σταχτοπούτα, ναυάγησε στο σήμερα και μπλόκαρε.
Κι εσύ τα έψαχνες, λέξη-λέξη, να δεις αν ταιριάζουν τα λόγια μου ενωμένα για το αύριο που σχεδίαζες μόνη σου. Κι η μόνη λύση που βλέπω ...είναι ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα να περιμένουν στη στάση, μπας και το λεωφορείο του αύριο τους φέρει να ανταμώσουν και πάλι όπως εχθές..
Ήμουν αποτυχημένος, ναι! Μέχρι να γνωρίσω εσένα. Κι ας έλεγες πως μαζί μου, ήσουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου, κι ας έλεγες πως στέκω δίπλα σου ως Θεός. Αλλά το θαύμα δεν κατάφερα να το κάνω την ύστατη ώρα. Απλά ακολούθησα το ρεύμα του ποταμού, όπως έπραττα πάντα, τα αυστηρά τους «πρέπει» και τις αραχνοΰφαντες απειλές που ζωγράφιζαν το στερέωμα του ουρανού μας. Όχι, απειλές δεν ακούστηκαν ακόμα, μόνο «δεν πρέπει», «πρέπει», «δεν πρέπει», «πρέπει»!
Κι έτσι σταμάτησα να περιφέρομαι γύρω σου ως άλλος πλανήτης, σε ακτίνα μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου, κι ούτε που «έπρεπε» να μάθω αν ακόμα ζεις ή πέθανες, ή έχασες το δρόμο που σου έμαθα να περπατάς. Πέθανες; πάντως ζεις μέσα μου, γύρω μου κι εντός μου. Στη σκέψη μου υπάρχεις ακόμα! Μα επιβεβαιώθηκε στη συνείδησή μου, πως τα χρήματα σκοτώνουν την ανθρώπινη ψυχή και τα πτυχία δεν αναπληρώνουν τη χαμένη πνευματική καλλιέργεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Όχι της Μαρίας. Η Μαρία δεν έβαλε ποτέ τα πτυχία της στον τοίχο, αντί για έναν πίνακα του Πικάσο, να διακοσμούν με εκκεντρικό τρόπο την ταπετσαρία του σαλονιού.
Ήμασταν σκίτσα, μικρό μου, σκίτσα που μας ζωγράφισαν άλλοι και μετά μας έσβησαν με τη γομολάστιχα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Κι αντί να το αποτρέψουμε, τους είπαμε κι ευχαριστώ. Αλήθεια, με ποιο υλικό καταστρέφεται η γόμα, αν τελικά δεν την τρίψεις στο χαρτί για να γίνει σκόνη μαζί με το σχέδιο;
Κι είχα μια τέτοια πείνα, που ξέχασα να συνυπολογίσω τις καταστροφικές συνέπειες και το ενδεχόμενο του χωρισμού μέσα σ’ ένα απόγευμα. Κι αισθανόμουν τόσο αποτυχημένος για τις ενέργειες μου, γιατί πάντα έδινα όλον μου τον εαυτό σε ο,τι έκανα, ολόψυχα και με πάθος, με αποτέλεσμα να μη μένει ούτε στάλα ενέργειας για μένα. Μα όταν μπήκες στη ζωή μου, άλλαξα ριζικά τον τρόπο σκέψης μου. Ήμουν αποτυχημένος, μα στη συνέχεια ένιωσα ευτυχισμένος κι ας μην το απέδειξα. Είναι τόσο κακός ο κόσμος Μαρία, μα θα την αλλάξουμε την ζωή. Δε θα ‘μαστε καράβια να πηγαίνουμε όπου φυσάει ο άνεμος, μα καπεταναίοι γενναίοι και αποφασισμένοι να ζήσουμε ο,τι στερηθήκαμε με πάθος και όρεξη για το κέφι μας. Θα κάνω τα πάντα για σένα, στο έταξα, μα ένα πράγμα δε θα μπορούσα να κάνω ποτέ. Να είμαι μακριά σου!
Στην αγκαλιά μου απόψε, κρατώ μονάχα ένα τσαντάκι με ασπρόμαυρα λαστιχένια πιαστράκια για τα μαλλιά, που θυμίζουν εσένα, μα δε μυρίζουν Μαρία. Το άρωμά σου υπάρχει πάνω στο κορμί σου και γίνεται έντονο όταν ιδρώνει τα βράδια στις 9 μετά τη δουλειά. Γιατί εμείς ήπιαμε νερό από το ίδιο ποτήρι, κι όταν πεινούσα με κέρασες με το κουτάλι σου. Αλλά ο έρωτας, λατρεία μου, δε βρίσκεται στο στομάχι. Περνάει από μέσα του σαν τρένο και παραλύει τις αισθήσεις του εγκεφάλου. Κοιτάζει τις μακρινές γραμμές των οριζόντων του ποιητή, πέρα από τη θάλασσα, κάτω από τη Γη, πίσω απ’ τ’ αστέρι του Μικρού Πρίγκιπα και πιο μπροστά από το τζάμι ενός πολυτελούς αυτοκινήτου, που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην άσφαλτο.
Προλαβαίνει το βάθος τ’ ουρανού και του χρόνου, γυρίζοντας πίσω στον αποστολέα του, το συστημένο γράμμα που σου απέστειλε βεβιασμένα, λέγοντάς σου πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για το Αντίο. Είναι τα κύματα, ο έρωτας, που σπάσαμε σε χιλιάδες μικρά κομμάτια την τελευταία στιγμή πριν να λυγίσουμε. Τώρα, ο ασθενής είναι κλινήρης στο γύψο! Και για τα γλυκολοξεμένα βλέμματα, τα μελωμένα φιλιά και τις αμαρτίες του Μάη, που συνοδεύονταν πάντοτε από το νεανικό γέλιο σου κάθε φορά που σου έσκαζα την τσιχλόφουσκα στα χείλη, θα περιμένουμε χρόνια. Από αύριο Μαρία, στο σχολείο με τον κηδεμόνα σου! Κι εγώ θα αφοσιωθώ στη μελέτη. Εσύ ήθελες να σώσεις μια καταδικασμένη ψυχή και να τη λυτρώσεις. Το πέτυχες!
Εγώ άλλαξα μάρκα τσιγάρων και καπνίζω απ’ τα δικά σου! Pall Mall.
Ταξιδεύει ο καημός από τις οπτικές ίνες και σου φέρνει για δώρο τα φιλιά μου..
Αστράφτει. Φοβάμαι. Φοβάμαι μόνος. Κράτα με στην αγκαλιά σου, να μην κρυώνω απ’ τ’ αγιάζι. Μη μιλάς. Άκου. Αστράφτει, χωρίς ν’ αστράφτουν τα μάτια σου. Που είσαι; Μίλα μου. Πες ένα γράμμα, το πιο όμορφο. Φώναξε. Μίλα μ’ ένα ηχηρό Άλφα ή ρώτα με, μ’ ένα Έψιλον. Πες μια λέξη, την πιο ωραία. Κι ας λείπεις. Δε θα μιλήσω. Θα μιλάει η σιωπή μου. Θα λέει τα πάντα. Θα σε κοιτάω ν’ αστράφτεις. Τη στέκα στα μαλλιά σου, που ‘ναι γιομάτη διαμάντια. Που είσαι διαμάντι μου; Δεν άλλαξα. Γέρασα. Μεγάλωσαν τα νύχια μου. Αγριέψαν τα μαλλιά μου. Ασπρίσανε τα γένια μου. Καμπούριασα. Πίνω την τελευταία γουλιά απ’ την Ursus, να θυμάμαι τα χείλη σου. Κεράσια. Με μέθαγαν, κεράσια κι αμβροσία, έναν Αύγουστο. Μαζεύαμε κεράσια απ’ τις κερασιές με τα πανέρια σου. Που κρύβεις τα πανέρια σου; Πάρτα να μαζέψουμε τα τελευταία απ’ το δρόμο. Ρώγες που κύλισαν στον κατήφορο, την ώρα που ανηφορίζαμε. Μάτια που σφράγισαν τις παραισθήσεις. Χείλη που πάγωσαν το χρόνο. Λέξεις που σκότωσαν το συναίσθημα. Χέρια π’ ανάστησαν την αγάπη. Μίλα. Φοβάμαι μακριά σου. Τρέμω στην απουσία σου. Λυγίζω στη ματιά σου. Φοβάμαι. Κρυώνω. Τ’ αστέρια σου κόκκινα. Τα ρόδα μαβιά. Αστράφτει. Ζωγραφίζω καράβια να πλέουν στις θάλασσες. Κολασμένες σπηλιές, χρωματίζω γαλάζιες. Κυματίζουν τα μαλλιά σου, αέρινα. Πάρε με στην αγκαλιά σου. Ντάντεψέ με σα μωρό που το πληγώσανε οι μάγισσες. Και πες του: Θα ‘ρθουνε νεράιδες να το γιάνουν. Θα το χάψει. Θα το φάει. Θα το καταπιεί. Αλήθεια. Αλήθεια λέω. Άκου. Αστράφτει!
“Αστέρι μου, φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θά 'ρθω πάλι, κοντά σου θά 'ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι” &
γράφω, όταν κάτι μου λέει “γράψε”
“σε χρειάζομαι”, για σένα
ο πόνος καταγράφεται στα έργα
δίχως μολύβια και μελάνι
χαρίζεις την ψυχή σου ολότελα όταν πονάς
κι όταν αγαπάς, χαρίζεις απλόχερα το φιλί σου
δίχως να προσμένεις να το πάρεις πίσω
το χαρίζεις κι αυτό ταξιδεύει, ταξιδεύει
όπως ταξιδεύουν τα γράμματα του μυαλού
δεμένα πάνω στην πλάτη του ανέμου
όπως ταξιδεύουν τα καράβια στις μακρινές θάλασσες
όπως μετακινούνται τ’ αστέρια στο στερέωμα
δίχως γραμματόσημα και λευκό φάκελο
απλά ταξιδεύουν για να φτάσουν σε μάτια
μαύρα, σαν αποξηραμένα δαμάσκηνα
ψημένο καλαμπόκι πάνω στο παγκάκι μας
ξεραμένα δάκρυα στο λευκό χαρτί, μες στη νύχτα
και στα χέρια το “αντίο” να μυρίζει κάρβουνο
όταν αγαπάς, χαρίζεις απλόχερα το φιλί σου
δίχως να περιμένεις κόκκινα χείλη να σε γλυκάνουν
τα μεστωμένα κεράσια τον δεκαπενταύγουστο
“σ’ αγαπάω” σου λέω και στέλνω φιλί
θα ‘ρθει να στο φέρει λευκό περιστέρι
κράτα το φυλαγμένο, δίχως αντάλλαγμα
δε μοιάζει φιλί απ’ τα χείλη που λάτρεψες
είναι μεθυστικά τα φιλιά σου, σαν όπιο
αισθάνομαι δέσμιος, δε θέλω φιλί απ’ τα χείλη σου
είναι μέρες που δε λένε να βγουν απ’ τη ζωή μου
τ’ αποτυπώματα των χειλιών σου, πληγωμένα γράμματα
βγάλε με απ’ τη ζωή σου, αλλοιώνοντας τις προτάσεις
“ΔΕΝ σε χρειάζομαι”, “ΔΕΝ σ’ αγαπάω” για σένα
βγάλε με απ’ τη ζωή σου, κόβοντας τις προεκτάσεις
αυτές οι τελευταίες λέξεις άλλωστε, που δεν είπαμε
ταξιδεύουν ακόμα, δίχως να ειπωθούν
“αγάπη μου, αγάπη μου, η νύχτα θα μας πάρει
τ' άστρα κι ο ουρανός, το κρύο το φεγγάρι
θα σ' αγαπώ, θα ζω μες στο τραγούδι
θα μ' αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά
θα σ' αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι
θα μ' αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά...” &
είναι αργά! Άσπλαχνος ο χάροντας, πέρασε την ψυχή απ’ το λιβάδι της λησμονιάς. Τώρα τη φόρτωσε στο σάπιο σκαφίδι και στον Άδη την κατεβάζει. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει, παρά μονάχα μια. Αδύνατον όμως να πραγματοποιηθεί. Μονάχη σωτηρία, το αθάνατο νερό! ... Μην απελπίζεσαι όμως, όποιος αγαπά τόσο δυνατά όσο εσύ, να ξέρεις, η αγάπη του έχει δύναμη. Θα γίνει σύντροφος κι οδηγός σου. Στηρίξου λοιπόν στον έρωτά σου! Σήκω με θάρρος, ώρα είναι να πηγαίνεις ...
Μη νοιάζεσαι για το νεκρό, κανένας δε θ’ αγγίξει το κουφάρι του.
Όπως τον άφησες, έτσι και πάλι θα τον βρεις… **
Δε μου άφησες μυαλό να γράψω για τίποτα. Το πήρες όλο μαζί σου, φεύγοντας. Κάποτε οι μοναχικές μου σκέψεις, ξεμυτούσαν τα μεσάνυχτα και έκαναν πάρτι ολόγυρά μου, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Τροφοδοτούσαν το χαρτί με λέξεις απόγνωσης, γραμμένες με έντονο μαύρο μαρκαδόρο για να τονίζονται οι αλήθειες μου. Οργή, θυμός, αγανάκτηση. Αποτύπωνα τη μοναξιά, σαν ένα πόδι έτοιμο να με συνθλίψει στο επόμενο βήμα. Στερημένες ορέξεις απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτα και το ίχνος απ’ τη μύτη του μολυβιού να βγαίνει στις επόμενες σελίδες, πριν ακόμα λερωθούν. Μακρόσυρτες προτάσεις, διαλέξεις χωρίς νόημα και σκοπό για το ανέφικτο της απεραντοσύνης. Κι αν περιέγραφα εμένα με τις ακραίες απόψεις μου, κι αν έγραφα για τις επιθυμίες και τις ανάγκες, ούτε από σένα δεν κατάφεραν να γίνουν αντιληπτές, ούτε από κανέναν. Δε θα τολμούσες ποτέ να ρωτήσεις, αν βρήκα άλλη να σ’ αντικαταστήσει. Μα κι αν ακόμα με είχες μελετήσει καλά, θα έβλεπες πως το τελευταίο πράγμα για το οποίο έκανα λόγο στα κείμενα μου, ήταν τα χρήματα. Η λέξη “χρήματα” σπάνια ερχόταν στο μυαλό μου, ίσως τις μέρες μόνο που ξέμενα από τσιγάρα ή αναγκαζόμουν να αλλάξω μάρκα για να κάνω οικονομία. Ουδέποτε μεσολάβησε το οικονομικό στοιχείο ανάμεσά μας, γιατί ποτέ αυτό δε θα μπορούσε να αποτελεί την αρχή ή τη λήξη της σχέσης που βασίστηκε στον έρωτα. Το θέμα στον έρωτα, δεν είναι να καλύπτουμε τις άμεσες σωματικές μας ανάγκες, μα κυρίως τις ψυχικές επιθυμίες, που δεν αγοράζονται με όλα τα πλούτη και τα παλάτια του κόσμου, πριγκιποπούλα μου. Κι αν αυτό άργησες να το καταλάβεις, ίσως ποτέ να μη με γνώρισες τόσο, όσο θα ήθελες ίσως κι όσο θα έπρεπε να με γνωρίσεις. Μπορεί οι περισσότεροι να με θεωρούν “τελειωμένο” αν και προσωπικά πιστεύω πως είμαι απλά “τελειομανής”. “Χωρίς τα χρήματα, είσαι ένα τίποτα” λέει ο κόσμος. Αυτοί που πάντα πίστευαν πως θα μπορούσαν να έχουν την πλάση στα πόδια τους, με τα πλούτη. Μα κάθισα σε προγενέστερη ηλικία και το φιλοσόφησα και κατέληξα κάπου. Η Αγάπη, παντοτινή μου αγάπη, δεν είναι πουτάνα στο χαμόσπιτο να πουλιέται. Η Λατρεία, λατρεία μου, δεν είναι πόρνη στο μπουρδέλο της μεγαλούπολης. Η Αλήθεια, αλήθεια μου, είναι το κορίτσι που γνώρισα και μου ‘μαθε τι είναι ο έρωτας. Τι είναι ο Έρωτας για σένα; Για ‘κείνους που ‘χουνε τα φράγκα, τι είναι ο Έρωτας; Μόλις πλησιάσεις με τη φλόγα του αναπτήρα σου, τα μικρά πολύχρωμα χάρτινα ψωρο-νομίσματα, καίγονται αμέσως και γίνονται στάχτη. Στάχτη δε γίνεται η Αγάπη, αγάπη μου. Τα όνειρά μας γίναν τα παιδιά μας, που μεγαλώσανε και φύγαν από δίπλα μας. Εμείς τα γεννήσαμε, όνειρό μου, και τα ‘δαμε να χάνονται στην ξενιτιά. Το γέλιο κι η απύθμενη χαρά που στάζανε τα μάτια μας. Τα δάκρυα και το κλάμα μας σαν έφτανε η ώρα του δειλινού. Ο χωρισμός. Η μοναξιά. Η απόγνωση. Η αδυναμία. Η ανημποριά δεν είναι πουτάνα στα χαμόσπιτα. Γίναν οι δικαστές και μας δικάσανε με τα ισόβια δεσμά, ο ένας μακριά απ’ τον άλλον. Εγώ σε γέννησα, εσύ μ’ ανάστησες. Γιατί με σκέφτεσαι λοιπόν και τώρα ακόμα; Στην πρώτη στραβοτιμονιά, ναυάγησε η Αγάπη. Η Αγάπη δεν είναι πόρνη στα προάστια να δέχεται τρεις βίζιτες τη μέρα. Είναι κομμάτι του έρωτα η Αγάπη και το ξέρεις. Γιατί κι ο Έρωτας, έρωτά μου, τάχθηκε με το μέρος μας. Κλάφτηκε, δοκιμάστηκε, θυσιάστηκε, πέταξε ως τα ουράνια, δοξάστηκε, κι έπεσε στη Γη να τσακιστεί. Δεν είναι επιβήτορας ο Έρωτας, μονάχα ένας θεός που νοιάζεται τους ερωτευμένους. Για τους απανταχού κυνηγημένους της ζωής, τους μόνους, τους απόκληρους, τους προδομένους, που πλέον στο λευκό χαρτί τους, δε φτάνει ένας στίχος ευτυχίας ή δυστυχίας ν’ ακουστεί. Να φωναχτεί σ’ όλη την πλάση μακριά για ν’ απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Δεν έχω πια μυαλό για τίποτα, με πήρες όλο, φεύγοντας..
23 Ιουνίου 2007, σελήνη 30 ημερών
“Οι μνήμες είναι υπολείμματα δακρύων” (Κινέζικη παροιμία)
Πιάνω τον εαυτό μου ακόμα και τώρα να μονολογεί και να τραγουδάει. Δε σ’ έχω ξεχάσει. Είναι οι μνήμες μιας δυνατής αγάπης που αποδυναμώθηκε και καταδικάστηκε πριν καν να δικαστεί. Ποτέ δεν δικαιώθηκε. Πότε-πότε σαν αναλαμπές, στοιβαγμένες ανάκατα στο νου, ξεπετάγονται στα μάτια που δακρύζουν και κλαίνε απαρηγόρητα. Ρωτάω τον εαυτό μου ακόμα, τι θα ‘θελες Γιώργο; “Θα 'θελα να ήσουν σαν εικόνα άγια
σαν γλυκιά ανταύγεια να σε προσκυνώ”
έλα, τραγούδησέ το μαζί μου, ψιθύρισέ το σαν τότε...
“να μη σ' έχει αγγίξει χέρι άλλο ξένο
και να σε πηγαίνω ως τον ουρανό…”
Σκούπισε τα μάτια σου απ’ τα δάκρυα. Μην κλαις κοριτσάκι. Ξέρω ότι κλαις.
Τραγούδα το μαζί μου, όπως τότε που ανεβαίναμε την Κηφισίας κι ακούγαμε στο ραδιόφωνο Μαρινέλλα. Τότε που το χέρι μου χάιδευε το δικό σου πάνω στο μοχλό των ταχυτήτων, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο...
“Αγάπη μου, αγάπη μου
εγώ μονάχα σ' αγαπώ
αγάπη μου, αγάπη μου
πολύτιμη σαν φυλαχτό…”
Κι ανεβάσαμε τέρμα την ένταση και πατήσαμε το γκάζι να πάμε στον ουρανό. Τόσο δυνατή ήταν η αγάπη μας...
“Αγάπη μου, αγάπη μου
εγώ μονάχα σ' αγαπώ
αγάπη μου, αγάπη μου
πολύτιμη σαν φυλαχτό…”
Βλέπεις τα μάτια μου; Μακάρι να μπορούσες να τα δεις τώρα που κοκκινίζουν. Άκου. Ήρθες με μια ναύλον σακούλα στο χέρι, κρατώντας όλα τα πράγματα που σου είχα χαρίσει, να μου πεις “Αντίο”. Δε θα στο συγχωρήσω ποτέ αυτό, τ’ ακούς; Κι όταν κατάλαβα πως σε χάνω, σ’ αγάπησα, δίχως να ρωτήσω αν είσαι σταχτοπούτα ή τροτέζα ή καντηλανάφτης ή πριγκίπισσα. Σου’ πα μονάχα “θέλεις να είμαστε μαζί;” και κούνησες καταφατικά το κεφάλι, σα να με ήξερες από χρόνια. Τι θα’ θελες Γιώργο;
“Θα 'θελα να ήσουν άπιαστο λουλούδι
να 'σουνα τραγούδι που δεν το 'χουν πει
πρώτος να διαλέξω να σε τραγουδήσω
και να σε στολίσω με το καθετί...”
Κι είναι τόσο περίεργα της μοίρας τα παιχνίδια..
Άγιε μου Βασίλη, έφυγε ακόμα ένας χρόνος απ’ τα νιάτα μου μα τα καλύτερα δεν έφτασαν. Διαγράφω απ’ τη ζωή μου εικόνα-εικόνα και λέξη-λέξη τα ειπωμένα και σαν σκληρός, εγωίσταρος άνθρωπος που είμαι, συνεχίζω να γράφω το μέλλον μου ζωγραφίζοντας το παρόν μου. Ευελπιστώ σε μια νέα Μαρία κι αφήνω τις προηγούμενες στο ντουλάπι των επιθυμιών μου. Μαθαίνω απ’ τα λάθη μου και τα κάνω κανόνες. Ζωή δεν είναι, να δίνεις και να δίνεσαι χωρίς τίποτα να μη σου χαρίζεται; Άγιε μου Βασίλη, από σήμερα για πρώτη φορά στη ζωή μου κρατάω ημερολόγιο. ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΡΙΖΕΙΣ ΖΩΗ! Άφησε στην κάλτσα μου μισή καρδιά κι εγώ θα φροντίσω να τη γεμίσω, να την κάνω ολόκληρη. Θα τη βαπτίσω Μαρία..
~~
*στίχοι : Νίκος Βρεττός
& στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης
μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
πρώτη εκτέλεση: Μελίνα Μερκούρη
από την κινηματογραφική ταινία “Φαίδρα”
** “Το αθάνατο νερό”
Δέσποινα Λελέκου - Τατάκη
για το ποίημα και τη μεταφορά των αποσπασμάτων
Γιώργος_Κ[/I][/B] Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-12-2008 | |