Χριστουγεννιάτικο Χαμόγελο…

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Φανταστική ιστορία ένα σύγχρονο «παραμύθι» είναι αυτή.. Αν και σαν κάθε παραμύθι έχει πολλά κομμάτια αλήθειας μέσα της.. Θλιβερής μα αλήθειας.. Δε χρειάζεται να το διαβάσει όποιος θέλει να διατηρήσει την εορταστική ατμόσφαιρα.. Ίσως όμως και να χρειάζεται

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


Χριστούγεννα του είπανε ότι έρχονται. Τώρα το τι εννοούσαν δεν το καταλάβαινε.. Γεννήθηκε λένε ένα μωρό, που ήταν γιος του Θεού και έσωσε τον κόσμο.. Και γι’ αυτό είχαν τόσα φώτα και λαμπάκια οι δρόμοι, και στολίδια και κείνους με τις κόκκινες τις φορεσιές, που πουλούσαν δώρα.. Μάλλον όμως ο Θεός θα έσωσε τον κόσμο που ήταν σ’ αυτή τη χώρα, στην Ελλάδα, γιατί από κει που είχε έρθει ήταν πολύ δύσκολα, μα και για τον ίδιο..

Για κείνον σήμαινε πιο πολύ δουλειά.. Έπρεπε να μένει για ώρες στα φανάρια. Μες το κρύο και τον αγέρα για να πουλά χαρτομάντιλα.. Να πηγαίνει με το στραβό του πόδι, που τον πονούσε φριχτά με τέτοιο καιρό, πάνω κάτω συνέχεια για να αφήνει τα πακετάκια.. Και μετά να ξαναπερνά, μπας και του δώσουν κάτι οι οδηγοί.. Και του είχαν μάθει να λέει και μια φράση.. «Κρόνια πολλά.. Καλά χριθτούγενα..»

Οκτώ χρονών ήταν... Τον έδωσαν οι γονείς του από κάπου από την άπω ανατολή σε ένα «Θείο», για να πάει να δουλέψει σε μια χώρα μακρινή του είπαν.. Μια και είχαν και άλλα έξι παιδιά.. Ο «Θείος» τον προτίμησε γιατί είχε το πρόβλημα στο πόδι και κούτσαινε.. Το είχε σπάσει σε μια αλάνα πριν δυο χρόνια.. Μα που λεφτά για γιατρό στην παραγκούπολη.. Και στραβό ήταν το ποδαράκι του από τότε.. Και του είπαν πως έτσι θα έχει μέλλον, και θα βοηθήσει τους γονείς και τ’ αδερφάκια του..

Έκλαψε πολύ, δεν ήθελε να πάει.. Μα ο άλλος του έδωσε σοκολάτα, και έδωσε και λεφτά στους γονείς του για να πάρουν φαγητό.. Και τελικά τον πήρε.. Δύσκολο το ταξίδι.. Μόνο κούραση, βρωμιά και ζαλάδα θυμόταν.. Μες σε σαραβαλιασμένα φορτηγά, στ’ αμπάρι του καραβιού, κλάματα, φωνές, καυγάδες…

Και ‘κέινος μόνος, πάντα πεινασμένος και να κρυώνει, και να του λείπει μια αγκαλιά.. Της μάνας του το χάδι, αν και σπάνια το είχε νιώσει.. Και σφαλιάρες, απ’ το «θείο» σαν έλεγε κανένα παράπονο..

Με τα πολλά ‘φτάσαν σε ένα μέρος που το ‘λέγαν Ελλάδα του είπαν.. Αθήνα.. Μεγάλοι δρόμοι, πολλά, άπειρα αυτοκίνητα, και φασαρία.. Συνέχεια φασαρία.. Τον έβαλαν σε ένα σπίτι με άλλα είκοσι παιδιά.. Άλλα μεγαλύτερα, άλλα και πιο μικρά.. Σε ένα σκισμένο στρώμα, με μια ψευτοκουβέρτα..

Οι μεγάλοι, οι πιο παλιοί, τσαμπουκάδες ήταν. Χτυπούσαν τα πιο μικρά και τους κλέβανε το φαί.. Και οι «Θείοι».. Σα θεριά, φωνές και ξύλο.. Θυμόταν ένα κοριτσάκι που δεν μπορούσε να περπατήσει, απ’ το ξύλο που έφαγε όταν γύρισε μια μέρα χωρίς να έχει φέρει αρκετά λεφτά.. Υπήρχαν και κάτι «θείες» που έφτιαχναν εκείνα τα άνοστα φαγητά που τρώγαν.. Και μεθούσαν πολλές φορές τα βράδια, όλοι οι μεγάλοι μαζί, στα πίσω δωμάτια.. Τότε έπρεπε να είσαι ήσυχος του ‘λέγαν οι παλιοί και να μην κουνιέσαι απ’ το στρώμα σου. Ούτε για κατούρημα..

Θέρμανση δεν είχε εκεί που κοιμόταν, μια και το θεωρούσαν πολυτέλεια. Αλλά εκείνου, που δεν είχε κοιμηθεί σε σπίτι άλλο πέρα από την τσίγκινη παράγκα τους πίσω στην πατρίδα, μια χαρά του φαινόταν.

Και τον έβγαλαν και κείνο έξω.. Κοντά έξι μήνες έκανε τη δουλειά.. Με αυτοκίνητο τους πήγαιναν και τους άφηναν τον καθένα στο φανάρι του. Και περνούσαν να τους τσεκάρουν με τ’ αμάξι. Στην αρχή, μέχρι να συνηθίσει και το ρυθμό των φαναριών, δύσκολα ήταν. Πονούσε το καλάμι του το στραβό, τα πόδια του φουσκάλες είχαν γεμίσει. Έφαγε και ξύλο μερικές φορές μέχρι να μάθει τη δουλειά. Μα είχε ένα στόχο. Να γίνει καλός, να βγάζει αρκετά, για να έχουν τα αδέρφια του φαγητό. Σε κείνον στηριζόταν του είχαν πει..

Και έμαθε.. Βοηθούσε και που κούτσαινε. Και όλο και κάτι του ‘δίναν για τα χαρτομάντιλα. Έμαθε να αποφεύγει και τα αυτοκίνητα τα άσπρα μπλε με το φάρο. Και ‘κείνους με τις μπλε στολές. Μια και θα του ‘κάναν κακό του ‘χαν πει. Και θα τον στέλνανε πίσω.

Γεμάτος περηφάνια άδειαζε τις τσέπες του κάθε βράδυ. Οι παλιοί τον στραβοκοίταζαν. Και απορούσε.. Μια μέρα πριν δυο βδομάδες, το είπε σε έναν μεγαλύτερο που μπορούσαν να λένε καμιά κουβέντα.. Του είπε γι’ αυτό και για το ότι ήταν χαρούμενος που θα είχαν λεφτά στο σπίτι..

Πρώτη φορά είδε τόσους μήνες κάποιον να γελά εκεί μέσα.. Και η απάντηση έμεινε καρφωμένη στο μυαλό του..

«Καλά τι μαλακίες λες μωρέ, αφού σε πουλήσανε σ’ αυτούς εδώ οι δικοί σου.. Τι λεφτά και χαζά θα παίρνουν..».

Όλη εκείνη τη μέρα έκλαιγε στα φανάρια.. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να το πιστέψει.. Του δώσανε πιο πολλά λεφτά από ποτέ..

Δεν μπορούσε να ησυχάσει από τότε.. Όταν προσπάθησε να το πει σε κείνον που τον έφερε στην Ελλάδα, το αποτέλεσμα ήταν ένα χαστούκι που του μάτωσε το στόμα, μια κλωτσιά και ένα χάχανο.. Πιότερο εκείνο του έδειξε πως του είχαν πει αλήθεια..

Μηχανικά έκανε τη δουλειά. Τίποτα πια δεν είχε νόημα αφού τον είχαν προδώσει έτσι.. Οι δικοί του, πώς του το έκαναν αυτό.. Πώς..; Να τον στείλουν για δουλειά, όσο δύσκολη και να ‘ναι, εντάξει.. Μα αυτό.. Και κείνος να πιστεύει ότι βοηθά.. Μα να θρέφει απλά τους βασανιστές τους..; Να φύγει ήθελε.. Που να πάει όμως.. Σπίτι πια δεν είχε μετά από αυτό που του έκαναν.. Μα φοβόταν.. Τους είχαν πει εκείνες τις ιστορίες για παιδιά που το έσκασαν και έκαναν μέρες να σηκωθούν απ’ το ξύλο.. Και για κάποια που δεν σηκώθηκαν ποτές.. Μια και πάντα τα έβρισκαν..


Και μετά πλησίαζαν εκείνες οι γιορτές, τα Χριστούγεννα, που ‘βάλαν τα φώτα στους δρόμους, και τα στολίδια. Γιορτές σημαίνει χαρά του είχαν πει.. Μα δεν έβλεπε κανένα να χαμογελά στα αυτοκίνητα που περνούσαν. Όλοι κατσούφηδες και θυμωμένοι. Και τα κορναρίσματα πιο πολλά. Θόρυβος παντού..

Και ύστερα αρχίσαν εκείνες οι φασαρίες.. Κόσμος πολύς στο δρόμο, με σημαίες και φωνές. Με τη φωτογραφία ενός παιδιού. Που το σκότωσε του είπαν ένας με τις μπλε στολές.. Και δεν είχε για ώρες αυτοκίνητα, μια και περνούσαν αυτοί που φώναζαν. Και πολλοί με κουκούλες και λοστούς να σπάνε, να βάζουν φωτιές. Και οι άλλοι με τα μπλε και κάτι με ασπίδες και ρόπαλα, να ρίχνουν κάτι σαν ομίχλη που έκαιγε τα μάτια, το δέρμα, τα πνευμόνια.. Πολλές φασαρίες γινόταν, αν και στο φανάρι του ήταν πιο ήσυχα.

Φασαρίες και στο σπίτι, μια και τα λεφτά πιο λίγα. Και τιμωρίες πιότερες, το φαί λιγότερο. Πολλά παιδιά να ανασάνουν δυσκολεύονταν, όσα ήταν πιο πολύ ώρα εκεί που ‘ρίχναν την ομίχλη, αυτοί με τις ασπίδες. Δακρυγόνα του είπαν τη λέγαν. Μα σε γιατρό δεν τα πήγαιναν. Και κάθε μέρα χειροτέρευαν, μερικά δεν μπορούσαν να βγουν πια έξω.. Το κρύο πιο τσουχτερό τα βράδια. Κάποιες νύχτες έτρεμε απ’ το κρύο και έβηχε πολύ. Οι άλλοι του φώναζαν να το βουλώσει.. Όλο και χειρότερα όλα, δεν άντεχε άλλο, να φύγει ήθελε.. Μα για πού..;

Και ήρθε εκείνη η μέρα που και στο δικό του το φανάρι έγινε μεγάλη φασαρία.. Προς το βράδυ. Κάτι παιδιά, λίγο πιο μεγάλα απ’ αυτόν κατέβαιναν με τα πανό. Και ήταν οι άλλοι με τις ασπίδες πιο πέρα.. Κάτι τους είπαν τα παιδιά, έριξαν και κάτι φρούτα.. Κι οι άλλοι αγριέψανε. Αρχίσαν να ρίχνουν εκείνα τα δακρυγόνα. Και να χτυπάνε..

Παιδιά που τα κλοτσούσαν, φωνές, αίματα, φόβος. Και ομίχλη.. Δε μπορούσε να ανασάνει.. Άρχισε να τρέχει κουτσαίνοντας να φύγει. Μισότυφλος απ’ τα δάκρυα, με τη φωτιά να γαργαλά το στήθος του. Δεν ήξερε που πάει..

Μέχρι που τον σταμάτησαν κάτι νεαροί μετά από ώρα. Δίπλα σε μια φωτιά που είχαν βάλει σε ένα κάδο στη μέση του δρόμου.. Του δώσανε νερό. Και κάποιος του έριξε κάτι στα μάτια, που σταμάτησαν να τσούζουν.. Μα ο βήχας δε σταμάταγε..

«Ρε σεις, τι θέλει τούτος ο πιτσιρικάς στο δρόμο γμτ..;» Είπε ένας.. «Που να ξέρω ρε φίλε;» είπε ένας άλλος. «Πες του να φύγει, είναι ζόρικα εδώ. Θα μας την πέσουν οι μπάτσοι πάλι. Με πήρανε τηλέφωνο τα παιδιά πιο πάνω και λένε πως μαζεύτηκαν πολλοί..».

Του κάνανε νόημα να φύγει μα είχε χαθεί, δεν ήξερε που ήταν το φανάρι του πια.. Και ήταν όμορφα κοντά στη φωτιά, κι ας βρώμαγαν τα σκουπίδια.. Μα ζεσταίνονταν επιτέλους.. Ήπιε λίγο νερό ακόμα, μα το έβγαλε σχεδόν αμέσως. Οι νεαροί σταμάτησαν να τον προσέχουν μια και..

Μια και έρχονταν οι άλλοι.. Πάρα πολλοί ήταν τούτοι τη φορά.. Σαν εικόνα από εφιάλτη μοιάζαν, με κείνες τις μάσκες, σαν προβοσκίδες που είχαν. Και τις ασπίδες και τα ρόπαλα..

Φορεσάνε τα μαντήλια στα πρόσωπα οι δικοί του, για να προστατευτούν απ’ την ομίχλη, και φωνάζαν συνθήματα.. Ρίχναν πέτρες και κάτι μπουκάλια με φωτιά εναντίον τους μα δε σταμάταγαν με τίποτα οι άλλοι.. Αρχίσανε να τους πετάνε τα δακρυγόνα.. Τόσα πολλά που δεν έβλεπε τίποτα πια, τόσα που και τα φώτα του δρόμου σκοτείνιασαν.. Αρχίσανε να φεύγουν όλοι.. Ο αγέρας φωτιά.. Έτρεξε σε μια μάντρα προς ένα μεγάλο κτήριο που είχε φως σε ένα παράθυρο.. Τα πνευμόνια του σφύριζαν στην προσπάθεια να ανασάνει..

Μέσα απ’ το παράθυρο είδε έναν με στολή μα κάθεται σε ένα γραφείο, με τα πόδια πάνω, και να τρώει κάτι τεράστια κομμάτια πίτσα.. Έπινε και μπύρα από ένα μπουκάλι. Πιο πέρα ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο με τα λαμπιόνια να στραφτοκοπάνε.. Και μια τηλεόραση να παίζει στη διαπασών..

Ο άλλος ίδρωνε από τη ζέστη.. Όμως φορούσε στολή.. Να κρυφτεί έπρεπε.. Λίγο πιο κει ένα παράθυρο σπασμένο είδε και χώθηκε μέσα.. Σε ένα υπόγειο.. Κιβώτια, μια αποθήκη.. Παγωμένη.. Στριμώχτηκε σε μια γωνιά, μα όλα θόλωναν γύρω του.. Ο αέρας πηχτός του φαινόταν..

Τα μάτια του έκλειναν, σκοτείνιαζαν όλα.. Και η τηλεόραση να ακούγεται από πάνω.. Άκουγε κάποιον να φωνάζει, αν και δεν καταλάβαινε τι λέει..

«Περιληπτικά λοιπόν Κώστα, ο πρωθυπουργός δήλωσε πως απόφασή της κυβέρνησης και Δικιά του, είναι να οδηγήσουν τη χώρα, με στέρεα βήματα, στη δύσκολη διαδρομή της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Να ολοκληρώσουν το έργο που τους ανέθεσαν οι πολίτες και να διασφαλίσουν μια καλύτερη επόμενη μέρα. με ενότητα και ομοψυχία. Μπορούμε είπε να πετυχαίνουμε δύσκολους στόχους. Μπορούμε να τα καταφέρουμε και τώρα με ενότητα και ομοψυχία.
Ζήτησε την ψήφιση του προϋπολογισμού σαν εντολή και δέσμευση δυναμικής απάντησης στις προκλήσεις των καιρών. Σαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα σταθερότητας. Ζητώ είπε να πείτε «ναι» στην υπευθυνότητα. «Ναι» στην προοπτική.»

«Αυτή είναι η κατάληξη του λόγου του πρωθυπουργού ζητώντας από το σώμα να υπερψηφίσει τον προϋπολογισμό Κώστα».

«Σ’ ευχαριστούμε για την ανταπόκριση Τάκη.»

«Πάμε τώρα σε άλλο θέμα για τις ταραχές και την επίπτωση τους στις Χριστουγεννιάτικες αγορές.».

Αμυδρά ακούγονταν ο ήχος πια.. Το σώμα του δεν το ένοιωθε.. Η καρδιά του να σπάσει πήγαινε.. Σαν πολυβόλο ακουγόταν..

Μετά ησυχία.. Σκοτάδι..

Και ένα φως..

Μια φιγούρα μες το φως να του απλώνει το χέρι..

«Έλα» του είπε, με μια φωνή, που την πιο όμορφη του κόσμου τη μουσική μέσα της έκλεινε..

Σηκώθηκε.

Δεν κούτσαινε πια..

Και πήγε..

Σε εκείνο το μέρος που κανείς δεν κρυώνει, κι όλοι χαμογελαστοί αληθινά είναι..

Μες το φως…


Παραμονή Χριστουγέννων τον βρήκαν μερικές μέρες μετά.. Ένας φύλακας τυχαία..

Ο ιατροδικαστής έγραψε στην έκθεσή του..

«Παιδί, ηλικίας 7-9ετών, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Υποσιτισμένο, με παλιούς και πρόσφατους μώλωπες.».

Αιτία θανάτου.: «Πνευμονικό οίδημα, επί εδάφους τραχειοβρογχίτιδας, πιθανόν λόγω εισπνοής χημικών ουσιών. Αναμένονται τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων..»

Έκλεισε το ντοσιέ, και ετοιμάστηκε να φύγει, να προλάβει τα τελευταία ψώνια…

Καθώς σκέπαζε το άψυχο κουκλίστικο κορμί, το βλέμμα του έμεινε σ’ εκείνο που του έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση..

Αν και δεν το είχε γράψει στην επίσημη αναφορά..

Στο χαμόγελο που στόλιζε το προσωπάκι του παιδιού…

Λες και φεύγοντας, είχε δει το πιο όμορφο πράγμα του κόσμου..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-12-2008