Η Στιβαρη Με Το Μιζανπλι Δημιουργός: zpeponi, Νικος ατυχησαμεν Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Καθόμουνα μια Κυριακή, απόμερα στο κύμα,
τάχα συλλογιζόμουνα... έγραφα κάποιο ποίημα.
Μια όμορφη αρχόντισσα με προσπερνάει ξάφνου:
Ήταν του Λάκη του λεβιέ, η γκόμενα (του κάφρου...)
Μαγιό φορούσε και, θαρρώ, παντόφλες της θαλάσσης
και κούναγε τα οπίσθια (τόσο που να τα χάσεις...)
Κατά πως έμοιαζε, λοιπόν, ‘κείνο το λάγνο σώμα,
πρέπει να το εγύμναζε... στου καθενός το στρώμα.
Είχε δυό πεταχτούς γοφούς και κωλομέρια φίνα
- άμα δεν ήτανε λευκή θα ‘μοιαζε μ’ αραπίνα -
Ίσια την πλάτη, σμιλευτή και ένα στήθος ντόμπρο.
Όσες στεριές κι αν όργωσα δε μου ‘λαχε να το ‘βρω.
Δυό πόδια αλαβάστρινα... χέρια μαλαματένια,
μάτια μελιά, χείλη παχιά, αυτιά παραμυθένια,
η μέση της... χορεύτριας, δέρμα σφιχτό και λείο,
κορμάρα για ξεσάλωμα. Τι τροφαντό πεδίο!
Είχε και μιαν ουλή καυτή, ψηλά, προς το μπικίνι,
που κάποιος της την άνοιξε (μα τώρα πάλι κλείνει),
μια νύχτα κρύα στο Κατάρ, ένας σατράπης, φαύλος,
αντί για μπάμια είχε… σπαθί, ο μπουνταλάς ο μαύρος.
Ένας λαιμός να τον φιλάς, λεπτός σαν γαλοπούλας.
Κορμοστασιά, βήμα στητό, σαν μιας τσελιγκοπούλας.
Δάχτυλα όλο πρόκληση: «άσε με να σ’ αρμέξω...»
Αχ να ‘μουν στάμνας στόμιο, στο στόμα σου να τρέξω!
Απ’ όλα τα τερτίπια της, μακράν το πιό σπουδαίο,
- τ’ αρσενικά σαλιάριζαν – στιλπνό, μακρύ κι ωραίο,
μαλλί ωσάν του λιονταριού εξάπλωνε στους ώμους:
Μαύρο μαλλί! Χαίτη πηχτή! Θα παραβώ τους νόμους!
Όμως δεν ήτανε γραφτό: στη βράκα μου σκαμπίλι!
Δεν ήταν πια η κόμη της σαν ποταμού καμπύλη!
Μόνο μιαν ώρα έλειψε κι άλλαξε το μαλλί!
Τι σου ‘ρθε κι αποφάσισες κι έκανες μιζανπλί...;
Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-01-2009 | |