Ανώνυμο

Δημιουργός: Αλέξανδρος, Αλέξανδρος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I][align=center]Χάθηκε ο λογισμός μου μακρυά από το νου μου.
Λησμόνησα την κλήρα που μου έλαχε νωρίς.
Ένα παράπονο μικρόχαρο στα ξερά μου χείλη.
Μισεμός σε άπλερη γη, σε δυστυχισμένο τόπο.
Ένα νεκράνθεμο να στολίζει άδειο βάραθρο.
Μικρές οι μέρες, λίγες οι νύχτες που θαμπώθηκα.
Έμαθα να τραγουδώ στον αγέρα κλεμμένους ήχους.
Κι η ευτυχία μου γίνηκε μύθευμα για τα παιδιά.

Νεάζω πολύ συχνά μα μου λείπει η νεότητα.
Δεν είναι ξεπεσμός μα καλλιεπής αλήθεια.
Ιερόδουλη δεν είναι η ζωή, είναι η ψυχή μου.
Ονειρεύτηκα, ζήτησα κι απαίτησα τα πάντα.
Σκιώδες το αντάλλαγμα, πανάκριβο το τίμημα.
Πληρώνω με σκόνες κι ενοχές από άλλο κόσμο.
Τα δάκρυά μου, στα μάγουλά μου, ακριβά στολίδια.
Κι ο πόνος μου παράδειγμα προς αποφυγήν.

Σαν παραμύθι με αίσιο τέλος δε μοιάζει.
Κάλλιο ο χρόνος να είναι θεός παρά εχθρός.
Ηλιογέννητο νόστο φορώ σαν λιβρέα τις ώρες εργασίας.
Εικάζω, νοσφίζομαι βίο άλλου ανθρώπου.
Εύμορφο, άμορφο, δεν έχει σημασία.
Αναπόφευκτη φθίση στο χωρισμό της διγλωσσίας.
Ακατανόητος κι αν γίνομαι, δε φέρω ευθύνη.
Μια σκιαμαχία έκανα κι έχασα.

Θυμάμαι πως κάποτε υπήρξα άδικος.
Κι άλλες φορές υπήρξα μεγαλόσχημος.
Φρύαξα όταν αντίκρυσα την τρελή μου πρόφαση.
Καταλογισμός άδικος ευθυνών στην κοινωνία.
Αυτοεξορία στην κόλαση δεν επεδίωξα.
Αυτοεγκλεισμό στον παράδεισο δεν προσπάθησα.
Έμαθα να τραγουδώ στον αγέρα κλεμμένους στίχους.
Κι η δυστυχία μου γίνηκε μύθευμα για τα παιδιά.

Συνειρμοί αδύνατοι να οδηγήσουν σε σαφή κρίση.
Όποιος αγνοεί, κατανοεί κι ερμηνεύει γεγονότα.
Στέκομαι αντίκρυ από την άγρια θάλασσα.
Όλα μοιάζουν περιττά, μικρά στο ταξείδι των γλάρων.
Έκλυτο βίο φαντασιώθηκα μα δεν επιθύμησα.
Εξαγόρασα στιγμές με πανούργα μέσα.
Δεν κυλήστηκα σε βόρβορο, μήτε σε χώμα.
Στη θεουργία ήμουν μια ζωή αδύναμος.

Αδύνατα φαίνονται να είναι τα κύτταρά μου.
Σε έναν οικίσκο έκλεισα με βία τα πάντα.
Χαμερπής δεν έγινα ποτέ, μοναχά μικρός.
Ξεκάθαρο τοπίο η άβυσσος του νου μου.
Μηλαδέρφια μου οι σκοτεινές μου σκέψεις.
Ερωμένες μου οι δειλές μου πράξεις.
Προσπάθησα τη γη να ψηλαφίσω αρκετές φορές.
Βουνά οι φίλοι μου, πεδιάδες τα παιδιά μου.

Μανδύας θολών χρωμάτων σκέπασε το φως μου.
Κι η μοιροκρατία πρωταρχικός μου στόχος.
Νόμιζα πως ζούσα μα δυστυχώς ζω ακόμη.
Μια χρυσαυγή να κρατά συντροφιά σε ένα γέρο.
Σέπομαι και τρέφομαι από τα κομμάτια μου.
Λωποδυσία εντυπώσεων, αναμνήσεων κι ονείρων.
Έμαθα να τραγουδώ στον αγέρα κλεμμένες νότες.
Κι η ζωή μου γίνηκε μύθευμα για τα παιδιά.[/align][/I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-01-2009