Οδύσσεια 15 ( Τηλεμάχου προς Εύμαιον άφιξις )

Δημιουργός: Μπάμπης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Τηλεμάχου προς Εύμαιον άφιξις





Στην ώρια Λακεδαίμονα ,στη γη του Μενελάου
η Αθηνά πλησίασε νύχτα και λάου λάου

Πεισίστρατος,Τηλέμαχος ζαρώναν στο κοτέτσι
ο ένας καλοκοιμότανε,ο άλλος έτσι κι έτσι

-Τηλέμαχε ,Τηλέμαχε,...
-γυναίκα!!!!!
-δεύρο έξω
-στο παρά τσακ με πρόλαβες που 'λεγα να την παίξω..
-κάνω πως δεν το άκουσα,σήκω στο πιτς φιτίλι
το παλατάκι σου έγινε αλέστε μπάστε σκύλοι

κι η Πηνελόπη για πολύ άλλο δε θα κρατήσει
είναι ντε γιούρε επίφοβη η γυναικεία φύση

ίσως,δεν το ορκίζομαι,να είναι και ντε φάκτο
που τόσο έχει στερηθεί τον σάρκινο τον κάκτο

σήκω, γιατί ο Ευρύμαχος θα σου μπιπ μπιπ τη μάνα!

α ,και που'σαι ,σου στησαν μπαμπέσικο καρτέρι
να φυλαχτείς μόλις θα δεις το τρίτο πεφταστέρι

και μακριά από Εξάρχεια θυμήσου ν'αρμενίσεις
Θιάκι και Σάμη ανάμεσα αν θες να ξεγλιστρίσεις

κι όταν στην ξηρά θα βγείς μην πας για το παλάτι
στου Εύμαιου του χοιροβοσκού να φορτωθείς την πλάτη

είπε ,κι εξαφανίστηκε,τινάχτηκε ο Μάχος
σκουντάει τον Πεισίστρατο κίτρινος απ'το άγχος

-ξύπνα μικρό μου κι άκουσε της αυγής το μινοράκι
σήκω να πιείς έναν καφέ ν'ανοίξει το ματάκι

και ύστερα να φύγουμε,άντε μαλάκα,σήκω
το σόου να προλάβουμε μπρος στον Λευκό τον Οίκο

χίλιους ροκ σταρ θα έχει εκεί στη στέψη του Αννίβα
που θα ντυθεί μπαρμπα Θωμάς αλλά χωρίς καλύβα

σήκω γαμώτο, καίγομαι στην Ιθάκη να γυρίσω

-μύγα σε τσίμπησε μαθές,κουνούπι δολοφόνος?
πως σ'έπιασε έτσι ξαφνικά του γυρισμού ο πόνος?

-είδα μπροστά μου τη Θεά,πρέπει να επιστρέψω

-καλώς ,μα ας περιμένουμε να ξημερώσει πρώτα..

κι έτσι σε λίγο που 'ριξε η αυγή τα πρώτα φώτα

σηκώθηκε ο Πεισίστρατος τ'αμάξι να φουλάρει
και ο μικρός Τηλέμαχος τους πείρους να γρασάρει


Τους είδε ο Μενέλαος από το παραθύρι
και βγήκε έξω στην αυλή να τους ξεπροβοδίσει


ένα σερβίτσιο ασημικά τους πρόσφερε για δώρα
κι η Ελένη ένα σέβεντις φουστάνι απ'τη ντουλάπα

μα ούτε κουβέντα για μαλλί ...


-Ξέρετε κυρ Μενέλαε ,όπως σας ξαναείπα
οι Μνηστήρες με πιέζουνε και θα την φάω την πίπα

χρειάζομαι πολλά λεφτά,λεφτά με το τσουβάλι
είπε δειλά και έσκυψε το όμορφο κεφάλι


-Άκου ,λεφτά δε γίνεται ,θέμα είν' αρχών για μένα
μα έχω τρόπο καραντί να φέξει και για σένα

να βγείς μια καναλότσαρκα να τα οικονομήσεις
να βγεις τον πόνο σου να πεις ,να κλάψεις,να δακρύσεις

από δελτία των οχτώ σε Ελένη και Τατιάνα
σε τηλεμαραθώνιο για την πιστή τη μάνα

για τη γυναίκα- σύμβολο,τυχερέ,την Πηνελόπη
οι Αχαιοί ειν'πονόψυχοι ,θ'ανταμειφθούν οι κόποι

και θα μαζέψεις τον παρά να κάνεις τη δουλειά σου.


Για ένα λεπτό το σκέφτηκε ,ίσως για ένα χρόνο
για δυο βδομάδες ,δυο στιγμές,ίσως δυο μέρες μόνο

ναι ,ήταν στ'αλήθεια τυχερός,είχε μια μάνα φίρμα
πολύ πιο συμπαθητική κι απ'τη γλυκειά την Ίρμα

κι όλοι θα συμπονούσανε μα εκείνος είπε όχι
ίσως απ'τον πατέρα του κληρονομιά να το'χει

κείνο το εγωιστικό ,την ψωροπερηφάνεια
σκεφτόταν καθώς μάρσαρε ο Πεισίστρατος το Scania

Σανιδωμένοι πήγανε ,φτάσανε ως την Πύλο
κι εκεί χωρίσανε οι οδοί για τον καθένα φίλο


αφού αποχωριστήκανε με δάκρυα στα μάτια


Στο πλοίο της επιστροφής κατάστρωμα παγκάκι
κάποιος Θεοκλύμενος του πιασε κουσκουσάκι

η γλώσσα του του άτιμου επήγαινε ροδάνι
κι έκανε λες και ξάπλωσε στου Φρόιντ το ντιβάνι

-ποιός είσαι από που κρατάς πως ταξιδεύεις μόνος
για πρίγκηπας μου φαίνεσαι εγώ είμαι βαρώνος

έκπτωτος,τέως δυστυχώς,μας έχεσε το τζάκι
του εκδημοκρατισμού το μαύρο το κοράκι

και μπλα μπλα μπλα και μπλα μπλα μπλα
του τα κανε μπαλόνια
τι Ελβετίες τι γκαλά τι Bentley παιτόνια

τι Σάχηδες τι ανάκτορα στη Βόρειο Αγγλία
τι τα παιδιά εσώκλειστα στα καλύτερα σχολεία

τι μπάτλερ τι Ντεγκρέτσια τι φουά γκρα τι γούνες
τι μεγαλεία που έχασε
του τα 'κανε τσαμπούνες

-αρκεί φιλάρα σ'έπιασα..
τρόχισε την αργκό του

μα ο φιλάρας απτόητος δε ρούφηξε το αυγό του

και μπλα μπλα μπλα και μπλα μπλα μπλα
του τα'κανε τζατζίκι
που μέρμηγκας έγινε αυτός
ο κάποτες τζιτζίκι

αφού τον κατηγόρησαν μέχρι για δολοφόνο
κι άφησε πίσω φαμπερζέ πανάκριβα έναν τόνο

Άκουγε ο Τηλέμαχος ο μοσχοαναθρεμμένος
και θάρεψε πως ο μπαμπάς δεν ήταν πεθαμένος

έτσι κι αυτός θα τριγυρνάει μήπως τα κονομήσει
για να γυρίσει παραλής τίποτα μην τους λείψει



στο Θιάκι εν τω μεταξύ με ψιλοκουβεντούλα
με τσάι και συμπάθεια τους έβρισκε η αυγούλα

-Εύμαιε ,μη με στενοχωρείς,δε θέλω να 'μαι βάρος
ξέρω απ'όλες τις δουλειές, έχω αντρειά και θάρρος

γράψε καμμία επιστολή συστατική να πούμε
να κατεβώ για ζητιανειά και ύστερα θα δούμε

ίσως να με προσλάβουνε και μένα στο παλάτι
και βρω να έχω σίγουρο ψωμί ένα κομμάτι

-χα χα για να σε δω που πας ρε Καραμήτρο
σιγά να μη σε κάνουνε διευθυντή στο NITRO

δεν έχεις την κορμοστασιά ούτε το μπέιμπι φέις
έχεις τα μαύρα χάλια σου σε λίγο καταρέεις

κάτσε εδώ να στυλωθείς καρτέρα την τριήρη
που θα'ρθει από το Μωρηά με τον μικρό τον κύρη

μήπως σε αναλάβει αυτός να σουλουπωθείς λιγάκι
γιατί και οι δούλοι γραβατιά ξηγιούνται στην Ιθάκη

ούτε για να σε φτύσουνε έτσι όπως είσαι τώρα

-έγινες αντιληπτός ,σε ευχαριστώ ρε Μάκη
παρότι αγριόφατσα μου φέρθηκες μπαμπάκι


κι άλλαξε τη συζήτηση ρώτησε για τους γέρους
για το μπαμπά , τη μάνα του και για τους συμπεθέρους


Οι απαντήσεις που'λαβε τονε στενοχωρήσαν

τη μάνα του που πέθανε την είχε δει στον Άδη
μα και του Λαέρτη του σοφού σωνότανε το λάδι

τον είχαν κλείσει από καιρό σε οίκο Ευγηρίας
κι όλο χτυπούσαν κόκκινο οι δείκτες της Ουρίας

όσο για τα πεθερικά στείλαν γραφή στην Πέπη
πως τον πνιγμένο άλλο πια να καρτερεί δεν πρέπει

πρέπει να ξαναπαντρευτεί να φτιάξει τη ζωή της
άλλωστε ήθελε βάψιμο και ο γυναικωνίτης

να βρεί ένα καλό παιδί να παίζουνε στριπ πόκερ
τόσους μνηστήρες είχε πια ,ας το παιζε στο τζόκερ



Αφού έμαθε για τους δικούς ρώτησε και για κείνον
τον Εύμαιο το πιστό σκυλί

-Έχω γυναίκα και παιδιά και δούλους δεκαπέντε
δούλος κι εγώ κι ας οδηγώ κομπρέσορα μερσέντε

δούλος των αγαπητικών με τους καλούς τους τρόπους.

Φοίνικες με αρπάξανε απ'τους εύφορους τους τόπους
που με καλομεγάλωναν η μάνα κι ο πατέρας
με γάλα μέλι και κρασί απ'της Αμάλθειας το κέρας.

Μια κουβερνάντα μου'χανε που 'χε μυαλό κουκούτσι
και κάποιο ωραίο πρωινό την τούμπαραν οι μούτσοι

της τάξανε τον ουρανό ,με πήρε αυτή μαζί της
για τη φοινίκη τάχατες να ορθώσει το βυζί της

κι αφού την γλεντοκόπησαν την πέταξαν στις φώκιες
κι εμένα με πουλήσανε στο γέρο το Λαέρτη
που τότες δεν εσκάμπαζε ενός γονιού το ντέρτι

που το παιδί του τριγυρνάει απ΄την εστία αλάργα
σ'ένα ταξίδι αβέβαιο και με κινδύνους κάργα.

Έτσι τα μάτια μου τη γης αυτή πρωτογνωρίσαν.






Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έφτανε στην Ιθάκη
με κίνηση καλύτερη κι απ΄του Καρπόφ στο σκάκι

είχε ξεφύγει απ'τους κακούς που του την είχαν στήσει
μα ούτε στη Χώρα είχε σκοπό ακόμα να γυρίσει

Ζαλάδα προφασίστηκε,ζητά να κάνουν στάση
κι ενώ ετοιμαζότανε με τρόπο να το σκάσει

να βγεί για τα περίχωρα στου Εύμαιου τη στάνη
η βδέλλα ο Θεοκλύμενος τούρκο τον ξανακάνει

-Καλέ που πας, μονάχο μου νεαρέ μου μη μ'αφήνεις
-Έχω ένα φίλο κολλητό,να πας εκεί να μείνεις

τον ξακουστό Ευρύμαχο που'ναι παιδί αλφάδι
και θα σου ξηγηθεί σπαθί
(πριν σε ρίξει στο πηγάδι..)

Αφού λοιπόν ξεμπέρδεψε έβαλε τα σανδάλια
που είχαν τις αερόσολες κι αεράτος δρόμο παίρνει

μέσα από χωματόδρομους κι αβάδιστες ραχούλες
λες κι είχε νέφτι στον ποπό και σκέιτ με καρούλες.

Και να ,του ήρθε η μυρωδιά απ'τις χοντρές γουρούνες.


τέλος ο΄ ραψωδίας





Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-01-2009