Κόκκινη ώχρα Δημιουργός: MARGARITA όσο πληγώνομαι τόσο θεριεύω.... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [I]Άρχισαν οι εφιάλτες των αναπαραστάσεων της ανθρώπινης φύσης ή φρίκης.
Περπατάω μέσα σε ένα πίνακα. Ο πίνακας έχει δρόμο χωρίς τέλος.
Ένας πίνακας χωρίς τέλος. Ο δρόμος έχει κόσμο. Άνθρωποι ντυμένοι στα μαύρα.
Ακίνητοι. Αρχίζω να παρατηρώ με προσοχή. Η εικόνα είναι με σκοτεινά χρώματα.
Ένα κάρο και μέσα γυναίκες κλεισμένες. Από κάτω οι φωνές λένε.
Μάγισσες, στην πυρά, στην πυρά. Που είσαι Δομίνικε; Ακούω φωνές;;;
Πιο κάτω ένα καράβι γεμάτο με αλυσοδεμένους σε ένα ταξίδι σκλαβιάς.
Τα μάτια τους γυαλίζουν στο σκοτάδι. Μιλάνε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω.
Δεν είναι χλωμοί σαν εμένα. Που πάνε; ρωτάω. Οι άνθρωποι οι ντυμένοι μαύρα
ακίνητοι. Διαβάζω το εικονογραφημένο «Η καλύβα του Μπάρμπα Θωμά».
Ακολουθώ μια εικόνα που κάτω γράφει «η δική σου Γκουέρνικα». Δεν με βλέπω.
Βλέπω χέρια, πόδια, μάτια, σχήματα. Εμένα δεν με βλέπω. Βλέπω μια γυναίκα
να σκύβει να δει τι συμβαίνει. Αρχίζω να φοβάμαι. Ένα χωριό καταπράσινο.
Και νέοι άνδρες στη σειρά. Τα σπίτια αχνίζουν. Σαν να πήραν φωτιά.
Είμαι μικρή και παρακολουθώ κρυμμένη με την μάννα μου. Αυτή δαγκώνει
το μαντήλι της και τραβάει τα μαλλιά της. Όπλα, κρότος, κουφάρια. Τρέμω τώρα πια.
Φωνάζω κάντε κάτι. Σκοτώνουν ανθρώπους. Ολοκαύτωμα. Στην πατρίδα.
Οι άνθρωποι με τα μαύρα ρούχα ακίνητοι. Να ένα αυτοκίνητο. Παιδιά τρέχουν
από πίσω. Δυο, τρία, πηδάνε μέσα. Αρχίζουν και πετάνε καρβέλια ψωμί στα άλλα.
Ο οδηγός σταματάει. Φωνάζει ράους, οπλίζει, μπαμ. Σκοτώνουν παιδιά
και ο πίνακας έχει κόκκινο. Δεν ρωτάω. Είμαι σκοτωμένη. Η ψυχή μου δεν είναι.
Ένα νοσοκομείο. Τοίχοι γκρεμισμένοι. Μωρά κτυπημένα. Από κάτω γράφει.
Είναι πλάι σου. Στην από πάνω, λίγο πιο πάνω πατρίδα. Κάνε κάτι.
Είμαι μόνη μου. Τι να κάνω; Οι άνθρωποι με τα μαύρα είναι ακίνητοι.
Σε μια πλατεία τραγουδάνε και αεροπλάνα πετούν από πάνω τους. Αντάρα.
Αντάρα που φουντώνει. Αντάρα που σιγοκαίει. Μίσος που καταπίνει.
Μία γωνία, ένα παιδί με μια σφαίρα στην καρδιά. Δεκαπεντάχρονος άγγελος.
Πεθαίνουν οι άγγελοι;; πεθαίνουν απαντάει ο Σ. Πέτρουλας από χέρια μπάτσων.
Τώρα βλέπω ένα αστέρι. Το ίδιο αστέρι που φορούσαν γυναίκες με τα μωρά τους
σε κάτι θαλάμους στριμωγμένες. Πόσο είχα κλάψει γι αυτές τις γυναίκες, γι αυτά
τα παιδιά. Αυτό το αστέρι όμως δεν φωτίζει. Ρίχνει φωτιά. Σπέρνει θάνατο.
Σκοτώνει άμαχους. Εδώ ο πίνακας πλημμυρίζει κόκκινο. Τα πόδια μου βάφονται.
Το αίμα ανεβαίνει. Κάντε κάτι φωνάζω. Οι άνθρωποι με τα μαύρα ακίνητοι.
Μέσα στο αίμα βουτηγμένη σκοντάφτω. Ένα κορμί χωρίς πρόσωπο. Παιδικό.
Τρέχω με το κορμί στα χέρια μου. Βοήθεια! Βοήθεια! Γλιστράω, πέφτω
και βυθίζομαι μέσα σε παιδικά κορμιά και……έλεος…έλεος…έλεος…
ας μου πει κάποιος ότι είναι φανταστικές οι εικόνες και πως το κόκκινο
δεν είναι αίμα αλλά κόκκινη ώχρα…..
αποκοιμιέμαι, όνειρο, όλα ψέματα, ξυπνάω, όλα Αλήθεια….
Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-01-2009 | |