Τριανταφυλλόσποροι

Δημιουργός: ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ

...περιμένουν σένα σπιρτόκουτο,στο γραφείο μου.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


α΄

Ένα άνθος αναζητώ
δώρο για ένα λουλούδι...

Αφού κάθε λιβάδι χιλιοπερπάτησα
και κάθε δάσους λόχμη αναστάτωσα
ανικανοποίητος,το σεργιάνι συνέχισα...

Κι ανέβηκα κάθε βουνοκορφή-ως την ψηλότερη
κι από κει πήδησα στα σύννεφα...

Πίστευα πως σε κάποιον ουράνιο ανθόκηπο
θα βρισκα κάποιο άνθος απαλλαγμένο από την γήινη ομορφιά
Κι όμως ακόμα κι εδώ πάνω,τίποτα,
εδώ που οι ρίζες βυθίζονται στα σύννεφα...

Το δειλινό μ΄αντάμωσε,
αποκαμωμένο
σχεδόν απελπισμένο
να σέρνομαι σε κάποιο επίγειο λιθόστρωτο...

Όπου κι αν πήγα
απ΄όπου κι αν πέρασα
δεν βρήκα τίποτα...

Ίδια όλα,
ίδια λουλούδια,
ίδια χρώματα,
ίδια αρώματα,...

Κι όμως είναι αδύνατο
να μην υπάρχει κάτι αντάξιο της.



β΄

Το Έρεβος κι η αδερφή του η Νύχτα
μπρος σ΄ένα κισσόφραχτο κήπο με πρόφθασαν,
στο εσωτερικό του βρήκα καταφύγιο...

Η Ημέρα κι ο αδερφός της ο Αιθέρας,
διέκοψαν τον περίπατο τους προς τη δύση
για να βάλουν τα πουλιά να με ξυπνήσουν...

Βρισκόμουν ξαπλωμένος σ΄ένα μαλακό στρώμα
φτιαγμένο από μουχλιασμένα ροδοπέταλα...

Σήκωσα το βλέμμα ψηλά
βρισκόμουν κάτω από μια τριανταφυλλιά
η εποχή ήταν περασμένη
και τ΄άνθη της είχαν μαραθεί,
ανάμεσα στα πράσινα φύλλα της
διακρίνονταν ακόμη μαραμένα ρόδα,...

Πραγματική άσχημη ομορφιά...

Εκεί που στέκονταν δροσερά ρόδα
τώρα αντικρύζεις μαραμένους κάλυκες...

Το βλέμμα μένει για λίγο μετέωρο,
κι ύστερα,...

Αναζωογονημένος,
ελπιδοφόρος,
σχεδόν πετώντας,
απλώνω το χέρι και κόβω ένα από τα μαραμένα ρόδα,
το θρυματίζω κι ανοίγω τα δάχτυλα,
το πρωινό αγιάζι σκορπίζει ολούθε τα θρυματισμένα πέταλα
κι ύστερα κλείνω τα δάχτυλα...


γ΄

Βγαίνω απ΄το νυχτερινό μου καταφύγιο
με το σφιχτόκλειστο μου χέρι στην καρδιά,
το δώρο βρίσκεται εδώ,μέσα στη χούφτα μου,
είμαι σίγουρος αυτό είναι,

-μια χούφτα τριανταφυλλόσποροι.[align=center][/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-01-2009