Μια μερα στο παραδεισο

Δημιουργός: iraklisv, ΗΡΑΚΛΗΣ ΒΑΪΤΣΑΡΑΣ

Αιωνες πισω....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Έβγαλε η αυγή τα πέπλα της ,τα άπλωσε στη γη,
και τα λουλούδια αφήνουν της νύχτας τη σιγή.
Ο ήλιος θέριεψε ξανά πλημμύρησε τη ζήση,
με χρώματα, με μουσική, κόκορας θα λαλήσει.

Ξημέρωσε η μέρα ταπεινά στο όμορφο χωριό μας,
κι αρώματα απλώνονται μες τη μικρή αυλή μας.
Απ’ το παράθυρο κοιτώ πριν να γευτώ το πρωινό,
τα μάτια να γεμίσω, και μέσα μου να ανθήσω.

Απ΄τη κουζίνα ακούγονται πειράγματα και γέλια,
Φρέσκο ψωμί μου μύρισε, γάλα, αυγά και μέλια.
Μανά ,πατέρας και παππούς, γιαγιά, και δυο εγγόνια,
Σε αυτή την όμορφη στιγμή να μέναμε αιώνια.

Λοιπόν, σαν αποφάγαμε χωρίστηκαν τα μέλη,
Η μανά για χόρτα στο βουνό, και ο παππούς στ’ αμπέλι.
Εμείς οι δυο οι μικρότεροι στο κήπο σεργιανάμε,
και ο πατέρας φρόντιζε τα ζώα που πεινανε.

Μόνη η γιαγιά μας έπλεκε στου μπαλκονιού την άκρη,
Το παρελθόν αναπολεί, της έφυγε ένα δάκρυ.
Κάποτε ήταν όμορφη, άρεσε στα αγόρια,
Μα τη τα θέλεις τώρα πια, περάσανε τα χρόνια.

Ήρθε η ώρα η σωστή το κήπο ν’ αρνηθούμε,
για μια βόλτα μακρινή στο δάσος να χαθούμε.
Τα δέντρα ν’ αγκαλιάσουμε και τα πουλιά ν’ ακούμε,
κι από κρυστάλλινη πηγή γλυκό νερό να πιούμε.

Το μεσημέρι γέμισε ο ήλιος στο ζενίθ του,
και το στομάχι γρύλιζε, ήθελε το φαί του.
Καιρός να τα μαζεύουμε, επιστροφή στο σπίτι,
Πάλι θα μας γυρεύουνε, που είναι οι πιτσιρίκοι?

Ξύλινο το τραπέζι μας, καρό τραπεζομάντιλο,
Κάτω απ’ τη κληματαριά, μέσα στο φως το άγιο.
Ξανά λοιπόν πειράγματα, ξανά λοιπόν τα γέλια,
Γλυκό φαί γλυκό κρασί, χαράς μας ευαγγέλια.

Τελειώσαμε και έμειναν στα χέρια τα ποτήρια,
Ευχή ζωής, παλιό κρασί, να ζήσουμε τα ίδια.
Ένα τραγούδι είπαμε και ενώσαμε τα χέρια,
κι γάτα μας γουργούριζε μας χάιδευε τα πόδια.

Σαν αποκάναμε λοιπόν, με ζάλη και με χάρη,
μες τα κρεβάτια μπήκαμε ο ύπνος να μας πάρει.
Με τα παράθυρα ανοιχτα, χωρίς κλειδί στις πόρτες,
αβέρτα ροχαλίζαμε, στου ονείρου μας τις ρότες.

Πέρασε το απόγευμα και ήρθε το λυκόφως,
Και με καφέδες ήπιαμε το τελευταίο φως.
Τα νέα μας μοιράσαμε, η μέρα μας πως πήγε,
Όλα καλά όλα σωστά, κάποιο κακό δεν ήρθε.

Ξαμοληθήκαμε λοιπόν στους δρόμους στα σοκάκια,
Μόνο οι λάμπες καίανε σαν ίστρος σαν κεράκια.
Με γιασεμιού ανασαιμιά, με αγιόκλημα φαντασία,
Φτιάχναμε το παιχνίδι μας, ονείρου ουτοπία.

Μα ξεχαστήκαμε λοιπόν, μας βρήκαν οι μανάδες,
γρήγορα να γυρίσετε τι κάνετε στις στράτες?
Και μια και δυο γυρίσαμε, με την ουρά στα σκέλια,
και η μανά μας περίμενε με ανοιχτα τα χέρια.

Πλυθήκαμε, αλλάξαμε , βουρτσίσαμε τα δόντια,
και σε σεντόνια δροσερά, τυλίξαμε τη νύχτα.

Ευχή λοιπόν στο όνειρο, σαν έρθει να μας πάρει,
να μη ξεχάσει, μα να ‘ρθει, σαν καλοκαίρι πάλι.

.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-01-2009