Σε Μια Χώρα Μακρυνή Δημιουργός: Mastermind, Αλέξης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [font=tahoma]Σε μια χώρα μακρυνή
είχανε πόλεμο
είχαν επίσης χρυσά δόντια
και ρολόγια
σε καταπληκτικές τιμές
κι έκαναν εξαγωγή χαφιέδων
σε μεγάλες ποσότητες
οι άνθρωποι εκεί
είχαν τρεις ασχολίες
να κάνουν θόρυβο
να σπάνε πέτρες
(για το λάδι τους)
και να ανταλλάσουν
αναμεταξύ τους
τα φέρετρα
των παιδιών τους
αν και
περιληπτικά
οι τελευταίες δύο
συμπτύσσονταν θορυβωδώς
στην πρώτη και κύρια
ενασχόληση τους
ένας κυνηγός ταλέντων
τον ανακάλυψε
[I]ήταν κουτσός
κουφός
μονοπόδαρος
ντυμένος παρδαλά κουρέλια
σα φύσαγε μέσα της
ανατρίχιαζαν οι αέρηδες
σα δακτύλιζε πάνω της
χαϊδεύονταν οι παρθένες
οι σπουργίτες ντρέπονταν
σιώπαιναν τα ποτάμια
του κόσμου
σαν έπαιζε τη φλογέρα του[/I]
απ’ όλα τα δεινά
που ο πόλεμος είχε επιφέρει
σε εκείνη τη μακρυνή χώρα
ίσως το σημαντικότερο ήταν
η εξαθλίωση
του αποχετευτικού δικτύου
και των παρεμφερών συστημάτων
αποκομιδής απορριμμάτων
καθότι
στο δρόμο δεν έβλεπες πλέον
τίποτε άλλο
παρεκτός από τύψεις
που κατέτρωγαν τις προμήθειες
ροκάνιζαν τους μαλακούς ιστούς
συχνά ακόμα κι αυτό
το ίδιο το πολεμικό υλικό
κι οι επιτροπές συμφώνησαν
σε ένα όχι
αυτό δε μπορούσε
άλλο να συνεχιστεί
η συμφωνία ήταν απλή
απλή και ξεκάθαρη
εσύ κούτσαυλε
(τον είπαν έτσι
για ευνόητους λόγους)
πάρε τες μακριά
με το σουραύλι σου
κι από μας
ότι θελήσεις
αυτό που θέλω
κι αυτό που χρειάζομαι
δε μπορείτε εσείς
να μου δώσετε
γι’ αυτό σας ξορκίζω
τίποτε μη δίνετε
κι ας πάρω
από σας
τίποτε
η συμφωνία ήταν απλή
απλή και συμφέρουσα
[I]και έπαιξε[/I]
στις μεγάλες πλατείες
στις αγορές
στους τόπους δημόσιου ενδιαφέροντος
ακούστηκε ο σκοπός του
σε κάθε δρόμο κάθε πόλης
από όπου πέρασε
μέσα στα κελάρια
και στις θυρίδες
κάτω από το κρεβάτι
του τελευταίου ανθρώπου
εκείνης της μακρυνής χώρας
στην αρχή
μουρμουρίζοντας στον ύπνο τους
σκουντουφλάνε
άκου τες
να γογγύζουν
καθώς στοιχίζονται
άκου τες
καθώς ροβολάνε στους δρόμους
με πάταγο
οι τύψεις οι λειασμένες
οι αποποιημένες ενοχές
οι κρυστάλλινες ερινύες
οι κάτω από τα κρεβάτια
σε μια σειρά
μιά προς μιά
έπεσαν στο σιγαλό ποτάμι
και χάθηκαν
κι οι άνθρωποι έκαναν πάλι
άφοβα θόρυβο
με τα καζανάκια τους
η εθνική οικονομία αναστηλώθηκε
από το μέτωπο έφτασαν
συγχαρητήρια τηλεγραφήματα
κι οι επιτροπές συμφώνησαν
σε ένα όχι
τέτοια παρέλαση δεν είχε
υπάρξει ξανά ποτέ
ούτε ακόμη ανάμεσα
στις τρανές στρατιωτικές παρελάσεις
κι άρχισαν αμέσως
την ανέγερση των αψίδων του θριάμβου
από το μέτωπο έφτασαν χιτώνια
και χοντρές κάλτσες
για τον κουρελή
για τον κούτσαυλο
κι από τις τέσσερεις γωνίες
εκείνης της μακρυνής χώρας
οι άνθρωποι μαζεύτηκαν
στο κεντρικό βουλεβάρτο
με τους φοίνικες
για να κάνουν σπονδές με το λάδι τους
να του δωρίσουν τη φασαρία τους
δια πάσα χρήση
μόλο που ήταν κουφός
να αγοράσουν σουραύλια τσέπης
σα θυμητάρια
σε καταπληκτικές τιμές
κι ευτυχώς
που κούτσαινε
γιατί ήταν τόσος ο κόσμος
που αλλιώς
δε θα προλάβαιναν όλοι
να του δώσουν το κάτι τους
κι ευτυχώς
που κούτσαινε
και διέθετε το σωστό χρόνο
ωσότου να διασχίσει το πλήθος
για να σκεφτεί
κι ευτυχώς
που κούτσαινε
και δεν είχε τη σωστή ορμή
όταν στο τέλος
τα πέταξε όλα αυτά
στα πόδια τους
κι οι επιτροπές συμφώνησαν
σε ένα όχι
δεν είναι δυνατόν να μη πάρεις τίποτε
και τίποτε να μη σου δώσουμε
πάρε έστω κάτι
τιμής ένεκεν
διάσχισε κουτσαίνοντας
την αψίδα μας
[I]και ξανάπαιξε[/I]
στις μεγάλες σιωπές
στα γηροκομεία και τα τρελάδικα
στους τόπους που μάτι ποτέ δε βλέπει
ακούστηκε ο σκοπός του
σε κάθε μνήμα κάθε κοιμητηρίου
από όπου πέρασε
κάτω από τα αστέρια
μέσα στις κούνιες
και στα σχολεία
του τελευταίου ανθρώπου
εκείνης της μακρυνής χώρας
στην αρχή
χαμογελώντας στη νεκροφάνεια τους
πετάγονται
σχίζουν σημαίες
που τα σαβάνωσαν
δες τα
να αρκουδίζουν
καθώς αβγατίζονται
δες τα
καθώς χαζεύουν στους δρόμους
μ’ ευτυχία
τα παιδιά τα σκουλικιασμένα
τα μπουκωμένα πιτσιρίκια
τα φαφούτικα μωρά
από τις κούνιες
και τα ιδρύματα
την κοκκάλινη φλογέρα του
του βάλαν για πόδι
για να ξαναδέσει το γόνατο κι η φτέρνα
για να θρέψει το κρέας του
για να αναπεμφθεί ο όλμος στην κάννη που τον έφτυσε
να περπατήσει
να ξανακούσει
κι όλα μαζί
τον σήκωσαν στα ατλάντεια χεράκια τους
τον άφησαν στη ρίζα ενός βουνού
σιωπηλά
και χάθηκαν
κι οι επιτροπές συμφώνησαν
σε ένα όχι
δεν ήταν ανθρωπίνως εφικτό
να προβλέψουμε
μια τέτοια έκβαση
κι αμέσως διαφώνησαν
για το ποιος έπρεπε
[I]δεδομένων των συνθηκών[/I]
να σταλθεί
για να πολεμήσει
[/font]
Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-01-2009 |