Ψυχογράφημα

Δημιουργός: Μοιάζω μ'εσένα, Αθανασία Γ.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μέσα στο πλήθος του ενήλικου μου κόσμου
διάλεξα να μείνω για πάντα ΠΑΙΔΙ.
Να χαμογελάω πάντοτε με τις αλήθειες
να κλαίω εσαεί με την παραποιημένη πραγματικότητα
Το’χα δηλώσει εξ αρχής πως τα μεγάλα θέατρα
στα δικά μου μάτια δεν χωρούνε’
Το βλέμμά μου , το ύψος μου, ο χαρακτήρας ο ακέραιος μου
το εγκώμιο θα πεις ενός κακομαθημένου παιδιού
με συνείδηση.
Δεν έχω άλλη ταυτότητα να δείξω
Έχω μονάχα ένα όνομα να υπερασπιστώ
έχω όλο κι όλο ένα είναι να προστατεύσω
Δεν με νοιάζει αν δεν μπορείς να καταλάβεις
Καταλαβαίνω εγώ
ορίζω εγώ
θέλω δικά μου
Να΄χω στο χέρι τα παιχνίδια μου, τα ψεύτικα που τα πετάω από δω κι εκεί
να μη με νοιάζει άμα σπάσουν
Να τα θυμάμαι για τη χαρά που ένιωσα μόλις τα πρωτοπήρα
Και να θυμάμαι να μαθαίνω από τα λάθη μου:
«ό,τι δεν έχει ψυχή μια μέρα στα σκουπίδια θα πετάξω»
Ό,τι δεν έχει αντοχή , τα δάχτυλα μου θα καμώνονται
για να το φθείρουν, να το διαλύσουν μια ώρα αρχύτερα.
Η γειτονιά μου , η γειτονιά μου όλη κι όλη ένα παιδί που με αντέχει
ένα κυκλάμινο ανθισμένο σε παράταιρη εποχή
η γειτονιά μου
ένα παρκάκι αφιλόξενο για θέατρα
ένα παγκάκι
μήπως ξαποστάσω απ’το παιχνίδι κι επιστρέψω.
Δυο-τρια χαμόκλαδα που μου στρωσαν για στρώμα
περί βαϊων ήν ο λόγος , εν αρχή
τα’χω προσάναμμα σε φλόγα λυρισμού μου
Και δεν μιλάω για την Άρκτο
δεν μιλώ για τον Αποσπερίτη
σε διάττοντες φίλους
Μόνο μιλάω με τις σιωπές μου στο στερέωμα
του πιο θλιμμένου μου ουρανού.
Ένα παιδί ο πιο δικός μου θεός.
Ένα παιδί δακρυσμένο , ματωμένο
που τα γόνατα ακουμπάει σ’ένα βράχο
Ίσως επειδή δεν αντέχει τον πόνο
ίσως γιατί θέλει απ’την αλμύρα να γιατρέψει τις πληγές του.
Κι η αλμύρα όμως λείπει.
Κάποτε ένα χέρι και ένα στόμα από καφέ
μου γιάτρευαν δηλητηριασμένα δάχτυλα
Κάποτε τα χέρια μου ανέχονταν ιππόκαμπους
κι άνοιγαν με ευχαρίστηση τις παλάμες
Μια τέτοια ώρα. Μήτε οι λέξεις που μου’ναι άγνωστες
-καθότι ακόμα είμαι παιδί-
μήτε οι γνώσεις κανενός
πέρα από των εμπειριών μου-των λιγοστών μα ολόδικών μου
δεν μπορούν να με κρατήσουν.
Το τελευταίο μου προμάντεμα «θα φύγεις»
Η τελευταία διαπίστωση.
Για λίγο κλαίνε τα παιδιά.
Μετά από λίγο τα μαζεύει η γωνιά τους απ’το πάτωμα
πάλι τα στήνει σαν τα ξόβεργα ψυχών πτερόεντων
Κι όσοι πετάνε θα πιαστούνε.


Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-02-2009