Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 4ο)

Δημιουργός: MASTER

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

«Το 1868 αποβιβαστήκαμε στην Αβυσσηνία[U][B]8[/B][/U]. Ο βασιλιάς της Αβυσσηνίας, ο Θεόδωρος[U][B]9[/B][/U], είχε συλλάβει μερικούς Άγγλους ιεραπόστολους, καθώς και κάποιους εκπροσώπους της κυβέρνησης, όταν έγινε μια παρεξήγηση, στην ουσία, ένα διπλωματικό επεισόδιο. Μας είπαν ότι είναι ένας πόλεμος τιμής. Κι εμένα έτσι μου φαινόταν. Σαν την Ελληνίδα βασίλισσα που είχαν απαγάγει οι Τρώες, έτσι και τώρα ένιωθα ότι ένας σατανικός βασιλιάς από την Αφρική είχε πλήξει ανεπανόρθωτα την τιμή της Βρετανίας... η ντροπή, στα μάτια μου τουλάχιστον, έπρεπε να ξεπλυθεί με αίμα. Αράξαμε στο λιμάνι της Ζούλα, στην Ερυθρά θάλασσα. Ένα λιμάνι που είχαν χτίσει επιτόπου οι Ινδοί που ήρθαν μαζί μας στην Αβυσσηνία. Ήμασταν 40.000 άνδρες, Βρετανοί και Ινδοί και άλλα τόσα ζώα, από άλογα και σκυλιά για το κυνήγι των ευγενών αξιωματικών μέχρι και καμήλες της ερήμου και ελέφαντες εκπαιδευμένοι για πόλεμο, από την Ινδία. Μας έλεγαν ότι θα αντιμετωπίσουμε ένα φανατισμένο στρατό 50.000 ίσως και 100.000, διψασμένων για αίμα Αιθιόπων. Μας έλεγαν ότι ο λόφος γύρω από την πρωτεύουσα του Θεοδώρου, τη Μαγκντάλα[U][B]10[/B][/U], ήταν καλυμμένος από στρατιώτες πιστούς στο βασιλιά τους. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Ήταν ο ιδανικός τόπος για μένα. Γρήγορα, όμως, κατάλαβα ότι θα έπρεπε να περιμένω για μια μάχη. Έπρεπε, πρώτα, να διασχίσουμε μια έκταση 500 μιλίων γεμάτη βουνά, μια περιοχή πολύ δύσβατη. Πολλές φορές οι ίδιοι οι στρατιώτες κατασκευάζαμε τους δρόμους για να περνάμε. Μέχρι και ένα μικρό σιδηροδρομικό δίκτυο κατασκευάστηκε, για τον εξοπλισμό του στρατεύματος. Η πορεία ήταν δύσκολη, πάντως δε συναντήσαμε την παραμικρή αντίσταση. Όταν στο Άνταλο συναντήσαμε το στρατό του Ρας Κασσάι[U][B]11[/B][/U], ενός άλλου οπλαρχηγού της Αβυσσηνίας, σκέφτηκα ότι επιτέλους θα πολεμούσαμε. Δεν έγινε έτσι, όμως. Ο ταγματάρχης μας, ο Σερ Ρόμπερτ Νάπιερ ήταν ένας πολύ έξυπνος στρατιωτικός και έπεισε το Ρας Κασσάι ότι θα έχει πολλά περισσότερα οφέλη αν συμμαχήσει μαζί μας, παρά αν μας πολεμήσει. Ήμουν ο μόνος στρατιώτης που ήταν δυσαρεστημένος από αυτή την εξέλιξη. Τελικά, τον Απρίλιο του 1868, φτάσαμε στη Μαγκντάλα. Ο λόφος της πρωτεύουσας δεν ήταν καλυμμένος από αιμοβόρους στρατιώτες. Ο Θεόδωρος είχε προδωθεί σχεδόν απ’ όλους… Του είχαν μείνει περίπου 5.000 άντρες. Ήταν πρωί Μεγάλης Παρασκευής, 10 Απριλίου, θυμάμαι, όταν είδαμε το στρατό του Θεόδωρου παραταγμένο απέναντί μας. Οι περισσότεροι από εμάς σχεδόν έβαλαν τα γέλια μόλις είδαν τους ανθρώπους για χάρη των οποίων είχαμε κάνει τόσο δρόμο μέσα στα βουνά. Τόσο ελεεινή ήταν η εικόνα του στρατού τους. Εγώ, όμως, θυμήθηκα τους ήρωες της Ιλιάδας. Θα πολεμούσα σεβόμενος τους εχθρούς μου. Και έτσι έκανα. Εκείνο το πρωί σκοτώσαμε περίπου 700 Αιθίοπες. Στο τέλος της μάχης ήμουν καλυμμένος με αίμα, από το κεφάλι ως τα νύχια των ποδιών. Δεν ξέρω πόσους άνδρες έσφαξα μόνος μου εγώ εκείνο το πρωί. Άλλωστε γι’ αυτό είχα πάει στην Αβυσσηνία. Τα δικά μου τραύματα ήταν επιπόλαια. Ο Λοχαγός μου είπε ότι θα με πρότεινε για προαγωγή και για το μετάλλιο της ανδρείας. Κι όμως… εγώ ένιωθα ότι δεν είχα χορτάσει από αίμα. Τις επόμενες μέρες οι φυλακισμένοι ιεραπόστολοι απελευθερώθηκαν και ο Θεόδωρος, ο τραγικός αυτός βασιλιάς, αυτοκτόνησε μέσα στο φρούριό του. Η Μαγκντάλα έπεσε στα χέρια μας. Ο Νάπιερ μας επέτρεψε να κάνουμε ό,τι θέλαμε στην πόλη. Κάναμε αυτό ακριβώς που έκαναν οι Έλληνες στην Τροία. Την κάψαμε από άκρη σ’ άκρη. Δεν αφήσαμε τίποτα όρθιο. Ναούς, παλάτια, σπίτια, τα κάψαμε όλα, με μια απίστευτη μανία. Η Μαγκντάλα πλήρωνε το δικό μας απελπισμένο ξέσπασμα έπειτα από 4 μήνες πορείας και 3 μέρες μαχών. Πήραμε μαζί μας λάφυρα. Οτιδήποτε μας φαινόταν να έχει αξία. Ο ίδιος ο ταγματάρχης μας, πήρε μαζί του το στέμμα του Θεόδωρου… Περιττό να σας πω ότι κανένας Αιθίοπας δεν έφυγε ζωντανός από εκείνο το λόφο. Η τιμή μας είχε αποκατασταθεί. Έτσι νόμιζα… Όμως ξέχασα κάτι πολύ βασικό. Η πληγή από ένα τραύμα μπορεί να ανοίξει πολλά χρόνια μετά το τραύμα… Για την ώρα, όμως, ήμουν περήφανος! Όπως περήφανος ήταν και ο Ρας Κασσάι, ο οπλαρχηγός που βοήθησε τον Αγγλικό στρατό. Έγινε ο νέος αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, με το όνομα ‘‘Ιωάννης ο 4ος’’. Η Βρετανία τον προμήθευσε με όπλα τελευταίας τεχνολογίας για να επικρατήσει των αντιπάλων του στο εσωτερικό της χώρας. Ως αυτοκρατορία, χρειαζόμασταν έναν ισχυρό σύμμαχο στην πλούσια γη της Αφρικής. Η κατάσταση στη Νότια Αφρική ήταν και εξακολουθεί να είναι έκρυθμη, η Αίγυπτος είναι πολύ βόρεια για να ελέγξεις όλη την ήπειρο και έτσι ο Ρας Κασσάι και οι Αιθίοπές του ήταν ιδανικός σύμμαχος. Τουλάχιστον μέχρι ο Κασσάι να αποφασίσει να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο στην Αφρική από το να είναι το πιστό μας σκυλί.» Σ’ αυτό το σημείο ο Σάμιουελ χαμογέλασε πικρά και ήπιε λίγη μπύρα. «Πάντα όπου και να βρισκόμασταν προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε ανθρώπους – πιστά σκυλιά. Πάντα… Ο Κασσάι, όμως, ήθελε περισσότερα. Το 1875 επιτέθηκε στην Αίγυπτο. Με τα ίδια μας τα όπλα κέρδισε το στρατό των Αιγυπτίων, στον οποίο συμμετείχαν και Βρετανικές μονάδες. Μας ταπείνωσε. Είχαμε εκτρέφσει ένα λιοντάρι». Ο Μπουτς σηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Αυτός ο Κασσάι πρέπει να ήταν μεγάλος μάγκας αφού τα έβαλε με την Αγγλία!» είπε γελώντας. Ο Σάμιουελ ξερόβηξε.
«Έτσι λες; Η ιστορία του δεν τελείωσε, όμως. Το 1885 ο Κασσάι προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον πόλεμο στο Σουδάν. Προσπάθησε να μπει στο παιχνίδι μήπως βγει και πάλι ωφελημένος. Ήθελε να δοκιμάσει για δεύτερη φορά την ανοχή της Βρετανίας. Αυτή τη φορά τον αναγκάσαμε να αποσυρθεί. Αφού αυτός μας πολέμησε με τα ίδια μας τα όπλα, αποφασίσαμε κι εμείς να τον πολεμήσουμε με πιο εξελιγμένα όπλα. Μόνο που τώρα δε βάλαμε Άγγλους στρατιώτες να κάνουν τη δουλειά, αλλά τους ίδιους τους εχθρούς του από την Αιθιοπία να καθαρίσουν για λογαριασμό μας. Οι αντίπαλοι νεγκούς[U][B]12 [/B][/U] της Αιθιοπίας ήταν πολύ πρόθυμοι να μας βοηθήσουν. Κι αυτή τη φορά δεν τραυματίστηκε ούτε ένας Βρετανός υπήκοος και δεν ξοδεύτηκε ούτε μια λίρα. Είναι καταπληκτικό πόσο εξελίσσεται η διπλωματία με τα χρόνια. Ο Ρας Κασσάι είναι πια τόσο άρρωστος και έχει τόσους εχθρούς στην Αιθιοπία που είναι θέμα χρόνου η κατάρρευσή του…» Ο Μπουτς κάθισε πάλι στην καρέκλα του. Ο Σάμιουελ κούνησε το κεφάλι του λυπημένα:
«Ποτέ μην τα βάζεις με κάποιον πιο δυνατό» είπε κοιτώντας τον Μπουτς, αλλά σίγουρα χωρίς να εννοεί το δικό τους καυγά. Ο γέρος που παρακολουθούσε με προσοχή όλη αυτή την ώρα, σα να προσπαθεί να κρατήσει σημειώσεις στο μυαλό του για τη ζωή του Σάμιουελ πήρε μια έκφραση απορίας στο πρόσωπο.
«Μα… πως τα ξέρεις όλα αυτά;» Ο Σάμιουελ γέλασε.
«Ούτε η δική μου ιστορία τέλειωσε ακόμα, Φρεντ. Υπομονή…» είπε απλά. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε άλλη μισή ώρα. Ήπιε ακόμα λίγη μπύρα, που είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Στην παρέα τους τώρα προστέθηκαν ο μπάρμαν που άφησε το πόστο του γιατί ήταν σχεδόν απίθανο να έρθει άλλος πελάτης τόσο αργά και η πόρνη που κρατούσε ένα μπουκάλι μπύρα, αλλά αυτή τη φορά δεν κοιτούσε αδιάφορα το κενό. Φαινόταν ότι η κουβέντα την ενδιέφερε. Ο Σάμιουελ πήρε πάλι το λόγο.
«Μετά την Αβυσσηνία προσπάθησα να επιστρέψω στην καθημερινή ζωή του Λονδίνου. Όμως φαινόταν πια ότι δε μου ταίριαζε. Αυτοί οι μήνες που πέρασα στην Αφρική με είχαν σημαδέψει. Ίσως, έλεγα στον εαυτό μου, εκεί να συνέχιζα τη ζωή μου, που επιτέλους είχε βρει ένα σκοπό. Ίσως πάλι να μην ήταν τόσο ότι νοιαζόμουν για μένα και για τη ζωή μου, απλώς με καλούσαν οι μνήμες του αίματος. Πέρασα τα επόμενα χρόνια στη στρατιωτική ακαδημία. Ήμουν γνωστός ως ο ‘‘εκδικητής της Μαγκντάλα’’ ανάμεσα στους άντρες. Δεν ένιωθα έτσι, βέβαια. Ένιωθα ότι έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω τόσο για την πατρίδα μου, όσο και για τη δική μου ψυχική υγεία. Βγήκα με το βαθμό του Λοχαγού και στα τέλη του 1873 έφτασα και πάλι με τη μονάδα μου στην Αφρική, αυτή τη φορά λίγο δυτικότερα, στην Χρυσή Ακτή, κοντά στην Άκκρα της Γκάνας, στον κόλπο της Γουινέας. Ήταν γη που η Αγγλική κυβέρνηση είχε αγοράσει από την Ολλανδία, νόμιμα. Οι ιθαγενείς, όμως, εξεγέρθηκαν. Μια φυλή που λεγόταν Ασάντι, με αρχηγό τον Αμανκουατία είχαν ορκιστεί στους θεούς τους ότι θα μας πετάξουν έξω από τη χώρα τους. Είχα την εμπειρία της Αβυσσηνίας. Ήξερα ότι ο στρατός που θα βρούμε απέναντί μας δε θα είναι περισσότερο οργανωμένος από τους Αιθίοπες του Θεόδωρου. Φαίνεται, όμως, πως ο ίδιος ο Αμανκουατία ήταν πολύ πιο έξυπνος από το Θεόδωρο. Αντί να μας περιμένει κλεισμένος στο οχυρό του, προσπάθησε να μας αποδυναμώσει. Χτυπώντας το στράτευμά μας με ενέδρες σε δύσβατες τοποθεσίες που αυτός και οι άντρες του γνώριζαν καλύτερα, κατάφεραν ισχυρό πλήγμα, κυρίως στο ηθικό του στρατού. Την κατάσταση έκαναν πιο δύσκολες οι ασθένειες που έκαναν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους στο στράτευμα. Πολλοί από τους άντρες μας πέθαιναν μυστηριωδώς, χωρίς οι γιατροί να μπορούν πάντα να προσδιορίσουν την αιτία του θανάτου. Απλώς τους θάβαμε και συνεχίζαμε την πορεία μας, περιμένοντας τις ενέδρες των Αφρικανών. Ήταν οι πιο δύσκολες μέρες της ζωής μου. Στην Αβυσσηνία ήμουν ένας απλός στρατιώτης. Τώρα ήμουν υπεύθυνος για τη ζωή εκατοντάδων ανδρών στο λόχο μου. Δε με ένοιαζε για μένα αλλά για αυτούς. Και φυσικά με ένοιαζε ο σκοπός μας. Μετά από πορεία δύο μηνών φτάσαμε στο Αμοαφούλ. Ήταν η τελευταία μέρα του Γενάρη του 1874. Αυτός ο τόπος από εκείνη την ημέρα, μετατράπηκε σε μόνιμο εφιάλτη μου. Αν με ρωτήσετε που είναι η κόλαση, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο μέρος από αυτό πάνω στη γη. Ο στρατός του Αμανκουατία ήταν παραταγμένος μπροστά μας. Είχαμε πλησιάσει πολύ στην πρωτεύουσά τους, την Κουμασί[U][B]13 [/B][/U]και έπρεπε να προσπαθήσουν να μας ανακόψουν με κάθε τρόπο. Δε θα σταματήσω ως τη μέρα που θα πάψω να αναπνέω να κατηγορώ τους ανώτερούς μου για το γεγονός ότι υποτίμησαν τον αντίπαλο. Ο σεβασμός του εχθρού ήταν το πρώτο πράγμα που ως στρατιώτης έμαθα. Χάθηκαν πολλοί Βρετανοί σε εκείνη τη μάχη. Στρατιώτες που τους είχα σαν αδέρφια μου… Ο Αμανκουατία ήταν ο πιο σκληρός αντίπαλος που έχω γνωρίσει ποτέ μου. Ακόμα τον θυμάμαι… Με το βαμμένο του πρόσωπο και τα πολύχρωμα ρούχα του, με τα φτερά του παγωνιού στο κράνος του, με τα χέρια του ακάλυπτα και βαμμένα από το αίμα των αντιπάλων του, να πολεμάει δίπλα στους άντρες του, θα έλεγες χωρίς να κουράζεται, θα έλεγες ότι ήταν άτρωτος, έτσι που περνούσαν τα πυρά μας χωρίς να τον αγγίζουν. Κάθε τόσο έφευγε από τη μάχη για να δώσει νέες διαταγές στους στρατηγούς του. Ήταν εξαιρετικός στην τακτική του πολέμου. Θα τον ζήλευαν και ο Νέλσον και ο Ναπολέων. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο τρόπος που χειριζόταν τα όπλα του, ο τρόπος με τον οποίο πολεμούσε δεν ήταν απλώς ένας τρόπος επιβίωσης, αλλά ήταν… δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω… Τέχνη! Θα έλεγε κανείς ότι όλες του οι κινήσεις στη μάχη ήταν αποτέλεσμα μιας μακάβριας χορογραφίας. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα, πελώρια. Και σε κοιτούσε το βαθιά και τόσο έντονα που έκανε τα γόνατά σου να λυγίζουν. Έτσι… μόνο με ένα κοίταγμα! Και αλίμονο σ’ όποιον Βρετανό στρατιώτη αντίκριζε το βλέμμα του… είχε ήδη κλείσει μια θέση για την κόλαση». Ο μπάρμαν γούρλωσε τα μάτια του.
«Κι εσύ πως ξέρεις πως ήταν τα μάτια του; Τον είδες από κοντά;» Ο Σάμιουελ τον κοίταξε και κατέβασε το κεφάλι. Είχε παρασυρθεί από τη διήγησή του, είχε πει υπερβολικά πολλά πράγματα και τώρα έπρεπε να αποκαλύψει ένα ακόμα μυστικό του.
«Βρέθηκα μπροστά του, νεαρέ… Βρέθηκα μπροστά του, έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Και τότε ο Αχιλλέας μέσα μου ντύθηκε Πάρης». Ήταν φανερό ότι κανένας δεν είχε καταλάβει την παρομοίωσή του, γιατί όλοι τον κοιτούσαν παράξενα. «Εννοώ ότι δείλιασα, φοβήθηκα να τον αντιμετωπίσω, έτρεξα να κρυφτώ μακριά από τον Αμανκουατία. Επιτέλους, είχα βρει κάποιον καλύτερό μου στη μάχη. Αν έμενα για δύο δευτερόλεπτα παραπάνω στο σημείο που συνάντησα τον Αμανκουατία, τώρα δε θα ήμουν ανάμεσά σας. Είχε μια πολύ έξυπνη τακτική. Έψαχνε με το εξασκημένο του μάτι μέσα σ’ εκείνο το συρφετό του πολέμου να βρει τους αξιωματικούς του Αγγλικού στρατού. Αυτό είχε διπλό στόχο. Από τη μία όσο περισσότεροι αξιωματικοί πέθαιναν, τόσο πιο δυσάρεστα θα ήταν τα νέα που θα έφταναν στην Αγγλία. Αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε, όμως, ήταν να σπάσει το ηθικό των ανδρών και να τους αποσυντονίσει, αφού επιμέρους μονάδες έμεναν για λίγη ώρα ακέφαλες όταν σκοτωνόταν ο διοικητής τους. Τη δεύτερη μέρα της μάχης, ο Αμανκουατία με εντόπισε και άρχισε να τρέχει κατά πάνω μου. Έπρεπε να αντιδράσω, να κάνω κάτι. Δεν προλάβαινα να γεμίσω το όπλο και να τον πυροβολήσω. Έπρεπε να τον πολεμήσω με το ξίφος μου ή να φύγω μακριά να σωθώ. Αλλά δεν έκανα τίποτα από τα δύο. Ο φόβος μου είχε παγώσει το αίμα. Τα πόδια μου είχαν σφηνώσει στο χώμα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ ούτε βήμα. Ένιωθα τον ίδιο το θάνατο να έρχεται κατά πάνω μου! Τελικά σώθηκα ως εξής: ένας στρατιώτης βρέθηκε ανάμεσα σ’ εμένα και τον Αμανκουατία. Ο Αμανκουατία σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα να τον αντιμετωπίσει. Και τότε επανήλθε η αυτοσυγκέντρωση στο θολωμένο μου μυαλό και το έβαλα στα πόδια. Δε γύρισα το κεφάλι να κοιτάξω και έτσι ποτέ δεν έμαθα ποιος ήταν ο στρατιώτης που άθελά του με έσωσε. Ούτε την τύχη του έμαθα, αν και υποθέτω ότι πέθανε ακαριαία…»
«Πόσες μέρες κράτησε η μάχη;» ρώτησε ο μπάρμαν, που παρακολουθούσε εκστασιασμένος τη διήγηση.
«Πέντε μέρες… Πέντε ολόκληρες μέρες πολεμούσαμε, νεαρέ. Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, νικήσαμε. Αλλά το πληρώσαμε με βαριές απώλειες. Το βράδυ της τρίτης μέρας είχαμε αρχίσει και εμείς οι ίδιοι να αμφιβάλουμε για το αν θα κερδίζαμε τελικά τους σκληροτράχηλους Αφρικανούς. Κάναμε ένα μικρό πολεμικό συμβούλιο οι αξιωματικοί και αποφασίσαμε ότι για να νικήσουμε έπρεπε να εξολοθρεύσουμε τον Αμανκουατία. Αυτό θα ήταν το σχέδιο της επόμενης μέρας. Ο αρχηγός τους έπρεπε να πεθάνει, ανεξαρτήτως πόσους στρατιώτες θα χάναμε. Η μάχη ξεκίνησε και τότε έγινε κάτι απίστευτο! Οι Αφρικανοί είχαν όπλα και μας πυροβολούσαν. Φυσικά ήταν φρικτοί σκοπευτές, αλλά είχαν όπλα! Αυτό ήταν ανήκουστο. Που τα είχαν βρει; Και το πιο απίστευτο είναι ότι όταν μερικά από αυτά τα όπλα έπεσαν στα χέρια μας διαπιστώσαμε ότι ήταν παρόμοια μ’ αυτά που χρησιμοποιούσε ο δικός μας στρατός λίγα χρόνια νωρίτερα. Δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε πως έγινε αυτή η διαρροή. Προς το τέλος της τέταρτης μέρας μάθαμε το πιο ευχάριστο νέο. Ο Αμανκουατία είχε τραυματιστεί σοβαρά και είχε αποσυρθεί από τη μάχη. Μπορεί και να πέθαινε εκείνο το βράδυ. Ήταν άσχημα χτυπημένος. Η νύχτα που έπεσε δε μας βοηθούσε στο να τελειώσουμε το έργο μας, αλλά ήμασταν κοντά. Την πέμπτη μέρα περιμέναμε ότι τα πράγματα θα ήταν εύκολα. Ο Αμανκουατία, όμως, δεν είχε πεθάνει ακόμα. Παρά τις πληγές του και τη φανερή αδυναμία του μπήκε και πάλι στη μάχη, αλλά αυτή τη φορά χωρίς ελπίδα. Σε μια ώρα κειτόταν νεκρός πάνω στη γη που υπεράσπιζε για πέντε μέρες. Και σας λέω αυτό μόνο… Οι ζωές όλων μας εδώ πάνω σ’ αυτή τη γη, όλα αυτά τα χρόνια που έχουμε ζήσει, δεν αξίζουν συνολικά, όσο εκείνες οι πέντε μέρες του Αμανκουατία!» Βαριά η σιωπή απλώθηκε σα λαδιά στο χώρο. «Ο λόχος μου πήρε εντολή να μπει στην πρωτεύουσά τους και να καταστρέψει τα πάντα. Αυτό κάναμε για μια ακόμα φορά. Το ξέραμε, πια καλά… Όσο απίστευτο και αν σας ακούγεται, η πόλη είχε αρκετό πλούτο. Τα παλάτια της ήταν τεράστια και η πόλη είχε μια από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Αφρικής με χιλιάδες βιβλία, μεταφρασμένα σε διάφορες γλώσσες. Τα κάψαμε όλα. Δεν μπορούσαμε να δεχτούμε τον πολιτισμό αυτών των ανθρώπων, που μερικοί από εμάς θεωρούσαν κανίβαλους. Οι κάτοικοι της πόλης την εγκατέλειψαν και αργότερα όσοι απέμειναν υπέγραψαν μια ατιμωτική για αυτούς συνθήκη ειρήνης. Και από όλους αυτούς τους αθώους που ξεκληρίσαμε, σήμερα θυμόμαστε μόνο τον αρχηγό τους. Κι αυτόν μέχρι αύριο θα τον έχουμε ξεχάσει…» είπε ο Σάμιουελ και κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος.
Όλοι κοιτούσαν αμίλητοι το Σάμιουελ. Κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί το φορτίο της ζωής που έκρυβε μέσα του, αυτός ο άνθρωπος που όταν μπήκε στην παμπ δε γέμισε το μάτι σε κανέναν. Ο γερο–Φρεντ που απεχθανόταν την αμήχανη σιωπή, αποφάσισε να μιλήσει:
«Ήταν πόλεμος, παλικάρι μου. Υπήρχαν καλοί και κακοί» ψιθύρισε συμπονετικά. «Έκανες αυτό που έπρεπε». Ο Σάμιουελ τον κοίταξε αινιγματικά.
«Υπήρχαν, όντως, καλοί και κακοί;» ρώτησε. «Αργότερα, πίσω στο Λονδίνο πλέον, μάθαμε ότι τα όπλα με τα οποία μας έριχναν οι Ασάντι, τους τα είχε πουλήσει η ίδια εταιρεία που προμηθεύει τον Αγγλικό στρατό. Η κυβέρνηση δεν μπήκε καν στη διαδικασία να σχολιάσει αυτή την αποκάλυψη. Εγώ, όμως, δε χρειαζόμουν κάτι παραπάνω. Για μένα η Γκάνα ήταν το τέλος της οποιασδήποτε ιδεολογίας κουβαλούσα μέσα μου. Κατάλαβα σιγά σιγά τι ήταν αυτό για το οποίο πολέμησα τόσα χρόνια και κατάλαβα ότι δεν είχε καμία σχέση με τα ιδανικά μου. Εξάλλου δε θα μπορούσα να φανταστώ και πάλι τον εαυτό μου να πολεμάει. Εκτός από το ότι μεγάλωνα και οι κινήσεις μου γίνονταν όλο και πιο βαριές, κάθε βράδυ, σχεδόν, για τα επόμενα χρόνια έβλεπα στον ύπνο μου τον Αμανκουατία και κάθε φορά ξυπνούσα λουσμένος στον ιδρώτα. Ο πόλεμος για μένα είχε τελειώσει…»




______________________________
[I]8: η σημερινή Αιθιοπία.
9: Θεόδωρος ο 2ος (Χαϊλέ Κασσάι) (1818–1868), αυτοκράτορας της Αιθιοπίας από το 1855 ως το θάνατό του.
10: Η πρωτεύουσα του βασιλείου του Θεόδωρου είναι, πλέον, ένα χωρίο 1000 κατοίκων, το Αμπα Μαριάμ.
11: Ιωάννης ο 4ος (Ρας Κασσάι) (1831–1889), αυτοκράτορας της Αιθιοπίας από το 1872 ως το θάνατό του.
12: τίτλος Αιθιόπων βασιλιάδων ή κυβερνητών περιοχών στην Αιθιοπία.
13: Στη σημερινή εποχή πρόκειται για μια μεγαλούπολη της Αφρικής με πληθυσμό 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων.[/I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-02-2009