Διαμάντια στο Λευκό Παρεκκλήσι (μέρος 6ο)

Δημιουργός: MASTER

και Επίλογος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το επόμενο πρωί, ακριβώς στις 6:40, ο Τζάρβις έμπαινε στο δωμάτιο του αφεντικού του με το πρωινό ρόφημα του λοχαγού στα χέρια του. Έτσι ξεκινούσε συνήθως η μέρα για το Σάμιουελ και συνεχιζόταν με γυμναστική. Εκείνο το πρωί, όμως, ο Τζάρβις βρήκε το αφεντικό του στο παράθυρο του δωματίου του να κοιτάει έξω τον ήλιο που ανέτειλε.
«Τζάρβις, ξημερώνει…» είπε ο Σάμιουελ μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του υπηρέτη του στο δωμάτιο. «Μήπως πέρασε αργά αυτή η νύχτα;» ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο υπηρέτης του, όμως, σαν τυπικός Βρετανός υποτακτικός όφειλε να απαντήσει.
«Αν μου επιτρέπει ο κύριος να παρατηρήσω ότι και τούτη η νύχτα πέρασε τόσο γρήγορα όσο οι υπόλοιπες. Ίσως ο κύριος να ένιωσε έτσι επειδή δεν κοιμήθηκε…;» Ο Τζάρβις είχε προσέξει ότι ο λοχαγός φορούσε τα ίδια ρούχα με το βράδυ. Τον είχε δει να γυρνάει, ασυνήθιστα αργοπορημένος, από τη βραδινή του έξοδο. Ήταν φανερό ότι ο Σάμιουελ δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Ο Τζάρβις άφησε το ρόφημα επάνω στο κομοδίνο, αλλά ο Σάμιουελ δεν έδωσε σημασία. Πήγε, μόνο, προς το γραφείο του και αμέσως μετά απευθύνθηκε στον υπηρέτη του:
«Τζάρβις, δε θα σε χρειαστώ σήμερα, μπορείς να πάρεις μια μέρα ρεπό» του είπε σε αδιάφορο τόνο. Ο Τζάρβις ταράχτηκε. Αυτούς τους τέσσερεις μήνες που δούλευε για το λοχαγό δεν είχε ούτε μια ώρα ελεύθερη, πέρα απ’ αυτές που δικαιούταν. Πόσο μάλλον μια ολόκληρη μέρα! Δίστασε.
«Να… να φύγω κύριε;» είπε δύσπιστα. Ο Σάμιουελ του έκανε νόημα να πλησιάσει στο γραφείο. Την ίδια στιγμή κάθισε στην καρέκλα του, έπιασε μια πένα και έβγαλε από το συρτάρι ένα φάκελο και ένα γραμματόσημο, που το κόλλησε στο φάκελο. Κατόπιν έβαλε το γράμμα στο φάκελο και τον έκλεισε καλά με βουλοκέρι. Τέλος έγραψε στο πίσω μέρος του φακέλου τη διεύθυνση αποστολής και έδωσε το φάκελο στον υπηρέτη του, που στο μεταξύ είχε έρθει δίπλα του.
«Θέλω…» του είπε «να ταχυδρομήσεις αυτό το γράμμα για μένα. Μετά είσαι ελεύθερος. Έλα πάλι αύριο, στη συνηθισμένη ώρα.» Ο Τζάρβις πρόσεξε ένα άδειο ποτήρι ουισκιού επάνω στο γραφείο του κυρίου του.
«Μήπως ο κύριος δεν αισθάνεται καλά σήμερα; Δε θα πάει στη δουλειά;» Ο Σάμιουελ, σχεδόν απορροφημένος στις σκέψεις του απάντησε μέσα από τα δόντια του.
«Όχι, Τζάρβις, θα μείνω σπίτι σήμερα.»
«Μήπως επιθυμεί ο κύριος να καλέσω το γιατρό;»
«Όχι Τζάρβις, ευχαριστώ» είπε το ίδιο ανόρεχτα με προηγουμένως ο Σάμιουελ. Ο υπηρέτης του επέμενε.
«Να ενημερώσω το υπουργείο ότι θα λείψετε σήμερα;»
«Όχι Τζάρβις, ευχαριστώ» επανέλαβε ο Σάμιουελ. Έκανε μια παύση και ύστερα πρόσθεσε χαμογελώντας «…άσε τους να ανησυχήσουν λίγο.» Ο Τζάρβις, χωρίς να αλλάξει την έκφραση στο πρόσωπό του είπε απλώς ένα ξερό «μάλιστα», έκανε μεταβολή και φτάνοντας στην πόρτα είπε απλά
«Ελπίζω να είστε καλύτερα αύριο, κύριε. Καλή σας μέρα.» Κατόπιν έκλεισε την πόρτα και έφυγε. Ο Σάμιουελ άνοιξε το συρτάρι του γραφείου και πάλι και έβγαλε μια κοσμηματοθήκη. Την ώρα που άκουγε τον Τζάρβις να κλείνει την πόρτα του σπιτιού πίσω του φεύγοντας, τα μάτια του θαμπώθηκαν από την υπέροχη πραγματικά λάμψη αυτών των 18 διαμαντιών. Η δουλειά είχε τελειώσει καλά. Είχε, πλέον, στα χέρια του τα διαμάντια.
«Αυτό ήταν…» μονολόγησε και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Έφτασε στον τοίχο που ήταν κρεμασμένη η στρατιωτική του στολή. Χάιδεψε ελαφρά το κουμπί της στολής και σχημάτισε με το δάχτυλό του το σχήμα του γαλονιού του. Ακριβώς από κάτω ήταν μια γυάλινη θήκη που είχε τοποθετήσει τα μετάλλιά του και τα όπλα του. Μήπως ήταν η μέρα να τα γυαλίσει…;
Λίγο αργότερα ο Τζάρβις έκανε τη βόλτα του στο Χάιντ Παρκ. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί όσο καλύτερα μπορούσε το ρεπό που του είχε έρθει σαν δώρο εκείνο το υπέροχο πρωινό. Η μόνη του υποχρέωση ήταν να ταχυδρομήσει ένα γράμμα, και την είχε εκπληρώσει μόλις πριν δέκα λεπτά. Ήταν ελεύθερος να χαρεί όλη την υπόλοιπη μέρα, ξέγνοιαστος από τις υποχρεώσεις ενός σπιτιού και τις παρατηρήσεις ενός ιδιότροπου αφεντικού. Λίγο πιο μακριά ένας πιτσιρίκος εφημεριδοπώλης φώναζε για να διαφημίσει το εμπόρευμά του. Φαίνεται ότι μια γυναίκα είχε δολοφονηθεί το προηγούμενο βράδυ στο Γουαϊτσάπελ. Τι τον ένοιαζε, όμως; Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από μια πρωινή βόλτα στο πάρκο…

Λίγες μέρες αργότερα, ο Ντόναλντ Πίτερσον, εμπορικός ακόλουθος στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής έσχιζε με λαχτάρα το φάκελο που είχε έρθει στο γραφείο του, στο Αγγλικό προξενείο κατ’ ευθείαν από Λονδίνο. Δεν είχε ακούσει νέα του φίλου του, του Σάμιουελ Τζόρνταν από τότε που ο τελευταίος είχε αφήσει την Πρετόρια. Ξεκίνησε να διαβάζει. Η χαρά του μετατράπηκε, αρχικά, σε απορία. Όταν τελείωσε την ανάγνωση του γράμματος είχε παγώσει. Ένας κρύος ιδρώτας είχε λούσει όλο του το κορμί. Από το μέτωπο ως τα νύχια των ποδιών του.


[I]Αγγλία, Λονδίνο
9 Σεπτεμβρίου 1888

Αγαπητέ μου φίλε, Ντόναλντ,
Ελπίζω να μη με παρεξήγησες που τόσους μήνες δε σου έγραψα ούτε ένα γράμμα να δω τι κάνεις και να σου πω τα νέα μου. Ελπίζω, από τα βάθη της ψυχής μου, να είσαι καλά. Ο λόγος που δε σου έγραφα όλο αυτό το διάστημα, ήταν ότι δεν ένιωθα καλά απέναντί σου. Θα σου εξηγήσω αμέσως το γιατί.
Κατά τη διάρκεια των υπηρεσιών μου στο Βρετανικό στέμμα από τη θέση του προξένου στην Πρετόρια, υπήρξες ο άμεσος και ο πιο έμπιστος συνεργάτης μου. Το δεξί μου χέρι, αλλά και ο πιστός φίλος, αυτός που είχε πάντα μια λύση έτοιμη σε όποιο πρόβλημα προέκυπτε. Επιτελούσες στο ακέραιο τη δουλειά σου. Πάντα εκτιμούσα τις ικανότητές σου, είχα, όμως, την αίσθηση ότι δεν έχεις τις δυνατότητες να ανελιχθείς επαγγελματικά, επειδή είσαι πολύ τίμιος…
Θα θυμάσαι, φυσικά, ότι κάποτε μου είχες αναφέρει κάποιες πληροφορίες που είχαν φτάσει στο προξενείο για ένα παράνομο δίκτυο διακίνησης και λαθρεμπορίας διαμαντιών. Σου είχα υποσχεθεί ότι θα ερευνήσουμε την υπόθεση. Φυσικά, είχα πει ψέματα. Ο εγκέφαλος του δικτύου ήταν γνωστός μου. Πρόκειται για ένα Γερμανό γιατρό, το Δρ. Όλιβερ Κέρνερ. Όπως μπορείς να καταλάβεις, ήξερα για το δίκτυο πριν από σένα και το συγκάλυπτα. Είχα, βεβαίως, τους λόγους μου… Ήξερα ότι θα μπορούσα να βγάλω πολλά λεφτά από αυτή την υπόθεση. Μόλις μετατέθηκα στο υπουργείο εξωτερικών, στο Λονδίνο, το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ενεργοποιήσω τους συνδέσμους μου. Ήμουν αποφασισμένος να πάρω την πληρωμή μου για ό,τι είχα προσφέρει τόσα χρόνια στην αυτοκρατορία. Όχι μόνο από το γραφείο του προξένου, αλλά και από τα μέτωπα των πολέμων. Είχε έρθει η ώρα να πληρωθώ όπως μου άξιζε. Ήμουν ο ιδανικός άνθρωπος για τη δουλειά. Κάποιος που ήξερε καλά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε το δίκτυο, αλλά και τη Βρετανική αγορά. Υπεράνω κάθε υποψίας… Μόλις το προηγούμενο βράδυ από την ημέρα που σου γράφω έγινε η πρώτη παραλαβή. 18 καταπληκτικά διαμάντια, κατ’ ευθείαν από τα ορυχεία του Κίμπερλι. Εξαιρετική ποιότητα.
Αυτά τα διαμάντια, όμως, παρά την απληστία μου, παρά τη φιλαργυρία που επέδειξα, δεν μπορώ να τα κρατήσω. Όλα αυτά που έγιναν το προηγούμενο βράδυ, με βοήθησαν να πάρω κάποιες αποφάσεις. Γνώρισα μια γυναίκα, μια πόρνη, η οποία έχασε τον άντρα της στο Σουδάν. Κάποτε με είχες ρωτήσει αν μπορούσε να σταματήσει ο πόλεμος εκεί. Και σου είχα απαντήσει ότι πρέπει να φτάσουμε μέχρι το τέρμα, να αποκτήσουμε τον πλήρη έλεγχο της περιοχής. Σκεφτόμουν χωρίς να υπολογίζω το κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Η δική μας πολιτική, ουσιαστικά, έστειλε χιλιάδες Βρετανούς στο θάνατο, για να μη μιλήσω για τους φουκαριάρηδες ιθαγενείς που ξεπαστρέψαμε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ. Αυτή η γυναίκα που γνώρισα, το ίδιο βράδυ δολοφονήθηκε. Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια, σφαγμένη μέσα σε ένα έρημο στενό. Μόνο και μόνο επειδή ήταν πόρνη. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια για αυτή. Φοβήθηκα μήπως ο δολοφόνος της ήταν ακόμα εκεί κοντά, φοβήθηκα μήπως με δει κανένα μάτι. Και έτρεξα να φύγω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για αυτή. Το μόνο που είχα καταφέρει ήταν να στείλω τον άντρα της, που κάποτε ήταν συμπολεμιστής μου, στο θάνατο. Και εάν μπορώ να αντέξω ψυχολογικά το θάνατο μερικών χιλιάδων στρατιωτών (αυτή είναι η μοίρα του στρατιώτη), δεν μπορώ να αντέξω το ότι οδήγησα με τις πράξεις μου, τις δικές μου και μερικών άλλων, μια γυναίκα στην πορνεία και στο θάνατο. Δεν μπορώ να αντέξω στο βάρος πως τόσα και τόσα παιδιά έμειναν ορφανά, εξ’ αιτίας των δικών μας πολιτικών και των επικίνδυνων ιδεολογιών που ακολουθήσαμε… Νιώθω πως είμαι ένας φονιάς και τίποτα παραπάνω.
Όλο το βράδυ το πέρασα μέσα στις τύψεις. Οι ενοχές μου δε μου αφήνουν άλλη επιλογή. Είμαι καταδικασμένος. Καταδίκασα εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, στην εσχάτη των ποινών. Η απουσία μου από αυτή τη γη, ίσως κάνει τον κόσμο καλύτερο. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα πάψω να προκαλώ πόνο σε ανθρώπους. Πρέπει, λοιπόν, η μίζερη ύπαρξή μου, που βασίστηκε πάνω σε ένα σαθρό και σάπιο οικοδόμημα, να πάψει. Βάζω εγώ ο ίδιος τέλος στη ζωή μου. Δε φοβάμαι. Σχεδόν ποτέ δε φοβήθηκα στη ζωή μου… Πώς να φοβηθώ το πιστόλι μου, που ορκίστηκα κάποτε να είναι ο αιώνιος σύντροφός μου;
Σε εσένα γράφω γιατί είσαι ο πιο έντιμος άνθρωπος που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια που περιπλανήθηκα. Ο μοναδικός που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ‘‘φίλο’’ μου. Κάτω από το κρεβάτι μου στο σπίτι μου, υπάρχει μια σανίδα ξύλου, που δεν είναι καλά κολλημένη στο πάτωμα. Πήγαινε μέχρι εκεί και τράβηξέ τη με δύναμη. Στο κενό στο πάτωμα, έχω παραχώσει μια κοσμηματοθήκη. Εκεί θα βρεις τα διαμάντια για τα οποία σου μιλούσα. Είναι κι αυτά βαμμένα με αίμα. Εκμεταλλεύτηκα ακόμα και αυτούς τους ανθρώπους που δουλεύουν είκοσι ώρες την ημέρα στα ορυχεία, για να πλουτίσω…
Πάρε εσύ αυτά τα διαμάντια. Νομίζω ότι έχεις την κατάλληλη κρίση και την εντιμότητα να τα διαθέσεις προς ένα καλό σκοπό. Να κάνεις κάτι για καλό σκοπό… Ό,τι δεν μπόρεσα να κάνω εγώ ποτέ στη ζωή μου, δηλαδή. Και μια τελευταία συμβουλή: μην αφήσεις ποτέ τον εσωτερικό σου κώδικα αξιών να καταρρεύσει. Όση απογοήτευση κι αν νιώσεις, όσο κι αν υπάρχουν άνθρωποι όπως εγώ, που σίγουρα σε πίκρανα…

Μετά τιμής,
Σάμιουελ Τζόρνταν.[/I]









ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τώρα που διαβάσατε την ιστορία μου, ανεξαρτήτως αν σας άρεσε ή όχι, επιτρέψτε μου να κάνω δυο σχόλια. Μπορεί να μη σας αφορούν, αλλά νιώθω την ανάγκη να τα κάνω.
Η ιδέα του συγκεκριμένου διηγήματος μου ήρθε το Νοέμβρη του 2008. Αρχικά ήθελα να δημιουργήσω ένα κείμενο που θα είχε το εξής τετριμμένο και συνηθισμένο μοτίβο: Ένας άντρας με βαρύ και βρώμικο παρελθόν, θολό παρόν και αβέβαιο μέλλον μπαίνει ένα βράδυ σε ένα μπαρ και συζητά με διάφορους θαμώνες. Αυτό μόνο… Δεν είχα στο μυαλό μου ούτε το χρόνο ούτε τον τόπο στον οποίο θα τοποθετούσα την ιστορία μου. Ήταν ακόμα φλου. Μέχρι που διάβασα δύο άρθρα (ένα στο ίντερνετ και ένα άλλο σε κάποιο περιοδικό) που μου έδωσαν τις κατάλληλες ιδέες. Το πρώτο αφορούσε τους πολέμους που έκανε η Βρετανική Αυτοκρατορία την περίοδο της βασίλισσας Βικτώριας, οι οποίοι πόλεμοι την κατέστησαν την πιο ισχυρή δύναμη στον κόσμο. Πρόκειται για πολέμους που δεν έχουν σχεδόν καμιά διαφορά από τους σημερινούς και γίνονται για τους ίδιους προφανείς (;) λόγους. Το δεύτερο άρθρο αναφερόταν στον διαβόητο Τζακ τον Αντεροβγάλτη, αλλά και στην παραφιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το όνομα και τη δράση του. Είχαν κατηγορηθεί πολλοί την εποχή εκείνη πως ήταν ο Τζακ. Τα πιο συχνά και εύκολα θύματα ήταν οι Ιρλανδοί και οι Εβραίοι που ζούσαν στο Whitechapel. Αλλά μέχρι και ο ίδιος ο Πρίγκιπας είχε μπλεχθεί σε κάποια σενάρια συνομωσίας και σε ιστορίες πάθους και αίματος. Συνειδητοποίησα ότι αυτά τα δύο γεγονότα (οι βικτωριανοί πόλεμοι και οι φόνοι του Τζακ του Αντεροβγάλτη) θα μπορούσαν, αν συνδυαστούν σωστά, να μας δώσουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Το ένα γεγονός θα λειτουργούσε ως συμπλήρωμα του άλλου, εξαρτάται από τη σκοπιά από την οποία θα ήθελε να το δει ο αναγνώστης. Όλο αυτό για να λειτουργήσει χρειάζεται βέβαια έναν κοινό παρονομαστή κι αυτός δε θα μπορούσε να είναι άλλος παρά η μίζερη και πολλές φορές επικίνδυνη ζωή στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου την εποχή εκείνη. Επίσης η φθορά της αριστοκρατικής τάξης και η συμβολική κατάρρευσή της.
Από εκεί και πέρα, εκτός δηλαδή από το βασικό σκελετό της ιστορίας μου, που αφορά ένα φανταστικό γεγονός, όλα τα άλλα στοιχεία που χρησιμοποίησα ως φόντο είναι αληθινά και τολμώ να πω απολύτως ακριβή. Πέρασα δέκα μέρες πριν αρχίσω να γράφω, μπροστά από το google και τις εγκυκλοπαίδειές μου, με σκοπό να συλλέξω όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσα. Μέχρι και στο Λονδίνο πήγα, εντελώς τυχαία, βέβαια, αλλά είχα την ευκαιρία να δω κάποια πράγματα που με ενδιέφεραν και αφορούσαν το διήγημα. Η περιγραφή της περιοχής του Whitechapel στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία είναι όσο γίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα, όπως, π.χ. η ακριβής περιγραφή του δρόμου Whitechapel με τον ενοριακό ναό και το Νοσοκομείο. Ακόμα και τα ονόματα των δρόμων είναι αληθινά, μέχρι και η παμπ στην οποία «στεγάζεται» το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μου υπήρχε εκεί στην Flowers & Dean street και ονομαζόταν, όντως, «Queen’s head». Για το δρόμο αυτό, τη Flowers & Dean παιδεύτηκα ένα ολόκληρο απόγευμα, γιατί έχει αλλάξει πλέον το όνομα του δρόμου, αλλά και (ελαφρώς) η ρυμοτομία της περιοχής. Πλέον, είναι γνωστή ως Lolesworth Close, ένα μικρό και ασήμαντο σοκάκι που οδηγεί σε αδιέξοδο. Αλλά εκείνα τα χρόνια ως Flowers & Dean είχε τη φήμη του πιο κακόφημου δρόμου του Λονδίνου. Η Hundbury Street που υπάρχει και σήμερα είναι ο δρόμος στον οποίο βρέθηκε νεκρή η Άννι Τσάπμαν. Επίσης το πλοίο Σιλφ, στο οποίο εργαζόταν ο Καρλ Φιγκενμπάουμ (πιθανότατα ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, δηλαδή) όντως έκανε το δρομολόγιο Βρέμη – Λονδίνο, Λονδίνο – Νέα Υόρκη και όντως είχε δέσει στο Λονδίνο το πρωινό πριν το φόνο της Άννι Τσάπμαν. Όλα τα τοπωνύμια στην Αφρική είναι ακριβέστατα. Επίσης, τα στοιχεία που παραθέτω για τις μάχες επί Αφρικανικού εδάφους είναι πέρα για πέρα αληθινά, εκτός από όσα έχουν να κάνουν σχέση με το φανταστικό χαρακτήρα του Σάμιουελ Τζόρνταν. Όμως για τον Amanquatia, για παράδειγμα, τον αρχηγό των Ασάντι στη μάχη του Αμοαφούλ, έχουν γραφτεί ύμνοι από τους ίδιους τους Βρετανούς αξιωματικούς που βρέθηκαν στη μάχη, τόσο για τις πολεμικές του ικανότητες, όσο και για τις στρατηγικές. Φυσικά, σκάλισα πολύ την ιστορία των πολέμων. Έψαξα όσο πιο αντικειμενικές ιστορικές πηγές μπορούσα να βρω και νομίζω ότι κατάφερα να ανασυνθέσω αξιοπρεπώς τις γεωπολιτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν οι πόλεμοι. Όλα αυτά μπορεί να μην έχουν μεγάλη σημασία για τον αναγνώστη, για μένα, όμως, μετράνε σε μεγάλο βαθμό, γιατί πάντα, όταν προσπαθώ να αποδώσω ένα ιστορικό γεγονός προσέχω έτσι ώστε να το αποδώσω με ακρίβεια και χωρίς υπερβολές ή ασαφείς πληροφορίες. Επίσης, θέλω όταν καταπιάνομαι με ιστορικά πρόσωπα, να προσπαθώ να τα παρουσιάσω στις σωστές τους διαστάσεις. Για μένα, λοιπόν, η λεπτομέρεια, ειδικά σε ένα τέτοιο κείμενο, σημαίνει πολλά.
Πολύ σημαντικός παράγοντας είναι πάντα σε ένα διήγημα ο χαρακτήρας των ηρώων σου. Πρόκειται για διήγημα και όχι για μυθιστόρημα. Δεν έχεις πολύ χρόνο και πολλές σελίδες για να τους παρουσιάσεις, όσο καλά θα ήθελες. Έτσι, είναι απαραίτητο μέσα από την περιγραφή των γεγονότων να δίνεις και μια περιγραφή του ήρωα. Πολλές φορές δεν έχει σημασία τι λέει κάποιος, αλλά πως το λέει. Στο διήγημα, αυτό, συναντάμε, κυρίως τέσσερεις με πέντε χαρακτήρες – ήρωες. Ο βασικός είναι ο Σάμιουελ Τζόρνταν. Από εκεί και πέρα έχουμε την Άννι Τσάπμαν, τον τυφλό Φρεντ, και τον Μπουτς. Στο παρασκήνιο υπάρχει ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, καθώς και κάποιοι μικρότεροι χαρακτήρες – κομπάρσοι, η τύχη των οποίων δε μας απασχολεί. Και αν η τύχη του Τζακ και η τύχη της Άννι είναι προδιαγεγραμμένες πριν καν εγώ αρχίσω να γράφω, και αν ο Φρεντ και ο Μπουτς είναι δύο χαρακτήρες που η παρουσία τους εξυπηρετεί την προώθηση της διήγησης και τη γλαφυρή αναπαράσταση της εποχής, αλλά τίποτα παραπάνω (δεν είναι τυχαίο που αποχωρούν από το προσκήνιο της ιστορίας λίγο πριν κορυφωθεί η ένταση), γίνεται φανερό ότι η ιστορία στηρίζεται πάνω μόνο έναν βασικό ήρωα, το Σάμιουελ Τζόρνταν, που παρουσιάζεται –παραδόξως, ίσως– ως ένα τραγικό πρόσωπο. Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα: ποια πρέπει να είναι η τύχη του Σάμιουελ Τζόρνταν μετά το μοιραίο βράδυ που διαδραματίζονται τα γεγονότα; Αυτό το ερώτημα με βασάνισε για μέρες. Η βασική ιστορία είχε ολοκληρωθεί, ο ιστός είχε υφανθεί και έπρεπε να βρεθεί το τέλος… Η τύχη του Σάμιουελ Τζόρνταν δεν αφορούσε κανέναν άλλο, πλέον, εκτός από τον ίδιο και την ιστορία μου. Όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες που πέρασαν από τις σελίδες του διηγήματος δε θα επηρεάζονταν από την όποια περεταίρω ενέργειά του. Είχα στο μυαλό μου δύο κλεισίματα της διήγησης, δύο λύσεις του δράματος, που θα λέγαμε στην αρχαιοελληνική τραγωδία. Η μία ήταν η απολύτως κυνική, δηλαδή ο Τζόρνταν θα πάρει τα διαμάντια και θα ζήσει μια ζωή χαρισάμενη. Αυτό θα ταίριαζε με το χαρακτήρα που είχα ήδη οικοδομήσει για τον Τζόρνταν και που, όμως, κατά έναν περίεργο τρόπο, υποσυνείδητα ίσως, άρχισα να αποδομώ προς το τέλος της ιστορίας! Ίσως βαθιά μέσα μου ήθελα να πιστέψω ότι ο ήρωάς μου είχε έναν εσωτερικό κώδικα τιμής, που γινόταν όλο και πιο αισθητός και στον ίδιο ακόμα… Έτσι, οδηγούμαστε στη δεύτερη λύση. Την πιο έντιμη και πιο καθαρή, που λέει ότι ο ήρωάς μου το πιο αξιοπρεπές που μπορεί να κάνει είναι να τερματίσει τη μίζερη ζωή που ο ίδιος έχτισε πάνω σε ένα σωρό ψέματα, εξαπατήσεις του εαυτού του και επικίνδυνες ιδεολογίες. Αυτή η λύση άφηνε μεν λεκέδες αίματος, αλλά ξέπλενε την ντροπή του ήρωα για το παρελθόν του και για τα εγκλήματά του. Από την άλλη, στα μάτια μου, είχε τα δικά της μειονεκτήματα. Πρώτον, είμαι αντίθετος στην ιδέα της αυτοκτονίας, όχι θεολογικά ή θρησκευτικά, αλλά καθαρά με ανθρωπιστικά κριτήρια. Δεύτερον, πίστευα ότι η αυτοκτονία δεν ταιριάζει στον Τζόρνταν, έστω κι αν στο τέλος μάλλον είχα αρχίσει κι εγώ να αλλάζω άποψη. Τι θα ήταν, όμως, για το διήγημά μου η αυτοκτονία του Σάμιουελ Τζόρνταν; Ο θάνατος ενός ακόμα προσώπου; Δεν το έβλεπα καθόλου μόνο κάτω από αυτό το πρίσμα. Η αυτοκτονία του σήμαινε κι άλλα πράγματα για μένα. Η κατάρρευση της αριστοκρατικής τάξης της Μεγάλης Βρετανίας, η (δια)φθορά των μελών της, αλλά και πέρα από αυτό… Η παρακμή και εν τέλει η διάλυση της ίδιας της βικτωριανής εποχής στα εξ ων συνετέθη. Ο υπέρμετρος πουριτανισμός, η ανέξοδη και ανεφάρμοστη ηθικολογία, η υποκριτική «καλή» κοινωνία που ανθούσε κάτω από τη μύτη εκατομμυρίων φτωχών, πεινασμένων και εξαναγκασμένων σε αποκλεισμό από την ουσιαστική ζωή, οι κυνηγημένες πόρνες και ο ρατσισμός στις κακόφημες συνοικίες, η υποδουλωμένη Αφρική, η επανέγερση του εκκλησιαστικού συντηρητισμού και του πνεύματος του μεσαίωνα μετά από τους ευεργετικούς αιώνες της Αναγέννησης ήταν όλα απλώς τούβλα στον τοίχο του οικοδομήματος που είχε τον τίτλο Βρετανική Αυτοκρατορία, και που έμελε να γκρεμιστεί με μεγάλο πάταγο λίγα χρόνια αργότερα. Όλα αυτά και η συμβολική τους κατάρρευση μέσα από την αυτοκτονία του Σάμιουελ Τζόρνταν βάρυναν τελικά περισσότερο μέσα μου.
Ο τελευταίος λόγος που αποφάσισα να δώσω το συγκεκριμένο τέλος στον ήρωά μου είναι ότι είμαι αιώνιος λάτρης του τριπτύχου της αρχαίας τραγωδίας: ύβρη, νέμεση, κάθαρση… Και δεν μπόρεσα να βρω καλύτερη νέμεση από τη νύχτα που πέρασε ο ήρωάς μου το βράδυ πριν την αυτοκτονία του. Και δεν μπόρεσα να βρω καλύτερη κάθαρση, τόσο για αυτόν, όσο και για τον αναγνώστη μου από την αυτοκτονία του. Ελπίζω να αποφάσισα σωστά.
Ίσως ένα τόσο μεγάλο επεξηγηματικό κείμενο για ένα τόσο μικρό διήγημα, που ελάχιστοι θα μπούνε στον κόπο να το διαβάσουν και ίσως δεν κάνει και καμία αίσθηση είναι υπερβολικό. Είμαι, όμως βέβαιος, ότι όποιοι είχαν το κουράγιο να παρακολουθήσουν τις σκέψεις μου μέχρι το τέλος, αν κάποτε μπούνε στη διαδικασία να ξαναδιαβάσουν το διήγημά μου, θα το καταλάβουν, θα το εκτιμήσουν και θα το απολαύσουν περισσότερο από την πρώτη φορά.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-02-2009