Νέοι κόσμοι

Δημιουργός: giannisanas

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info




Νέοι κόσμοι


Χώματα στις πλατείες και τα παιδιά ξυπόλητα σαν από εφεύρεση μελλοντικού απατεώνα δημιουργού σαστισμένα κρύβουν την ανάσα τους στα χέρια, ακυβέρνητα, ούτε πρόωρα μεγαλωμένα στη σκληράδα των ενήλικων συναλλαγών, ούτε χρόνια στου πολιτισμένου καιρού την αναλώσιμη περίφροντη έγνοια των μεγαλυτέρων έχοντας ζήσει λησμοσύνη, μόνο ανυπόθετα περιδιαβαίνουν τα σοκάκια, έτσι, σα να μη ξέραν, ότι κάποτε άλλα παιδιά ακούγαν ιστορίες, που διηγούνταν για τα τέρατα και τις σταχτοπούτες, και ονειρεύονταν πως κάποια μέρα θα γινόντουσαν μεγάλοι, και θα ζούσαν κι αυτοί καλά…κ.τ.λ., σαν να μη ξέραν ότι κάποτε υπήρχαν πόλεις και μεγάλοι δρόμοι, προβλήματα με το καυσαέριο και την κυκλοφορία, έτσι μεγαλωμένα στο γκρίζο το στεγνό που προαναγγείλαν τότε οι προφήτες (σ’ ένα πιο γκρίζο και στεγνό απ’ το γκρι των πολυκατοικιών μας), κι ότι μπορούσες τότε να αισθάνεσαι λαχτάρα για ό,τι δεν είχες ακόμη αποχτήσει, και να γελάς, να κλαις, να οσφραίνεσαι…να συλλογίζεσαι, και κάποτε, να πεθαίνεις. Νέοι καιροί, λιμοκτόνοι…, και σα γερνάς τι παραμύθια θα διηγιέσαι; -αν θα γερνάς…

Και σα γερνάς… Με κείνη την άσβεστη επιθυμία για πιο πολύ, πιο πολύ, που’ χουν εκείνοι που καταναλώνουν ηδονές, και τον έκπτωτο πόθο για ‘επί γής’ αθανασία, νομίζοντας τους νόμους σίδερα που επιβλήθηκαν κυριαρχικά σ’ αυτούς που ‘δε γνωρίζουν κυρίους’, όπως εμπύρετα επαίρονται, τρανοί στο να κατσκευάζουνε απ’ αρχής την πλάση, αφού ετούτη τους δόθηκε λειψή και τη καταρρακώνουν, και ν’ αγνοούν, ασύστολα να αγνοούν, το κάλεσμα. Τότε δε γερνάς, σταμάτησες την μέρα, ατέρμονο ταξίδι σα της κόλασης, και τα παιδιά, τα ‘δικά σου’ παιδιά, ξυπολημένα κρύβονται, και δίχως ανάσα. Δε θα γνωρίζουν πως μια φορά υπήρχαν τέρατα και βασιλοπούλες, και δε θα κατέχουν τίποτε που να μπορούν να το προδώσουν…και τι το νόημά τους, τι, μια τέτοια ημέρα;

Μια τέτοια ημέρα… Μια τέτοια μέρα - σκάλωσε το μυαλό μου σε κείνη τη απλή κουβέντα-, πώς να δεχτείς το θάνατο; Μόνο πολύ παλιά, καθώς ακούγαμε, υπήρξαν άντρες και γυναίκες, που αγκαλιάζαν ευλογημένα το θάνατό τους, (ίσως που ‘χαν ζήσει), κάνοντας το σταυρό τους, με το ‘να χέρι γεφύρι και τα ‘λλο οδηγό για κάποιο μεγάλο ταξίδι. Μόνο που πολύ παλιά περίσσευαν οι ψυχές, και χωρίς να χουν ορμηνευτεί από ‘ειδικούς’, με γενναιότητα κι εμπιστοσύνη ταξιδεύαν.

Σήμερα λιγοστεύουν οι ιστορίες, καθώς φεύγουν οι γιαγιάδες και οι γέροι, και τον άδειο χώρο επιθυμούν να το γεμίσουν οι μηχανές, σ’ ένα νέο, και ‘καλύτερο’, κόσμο. Ντροπαλά τα βασιλόπουλα κι οι βασιλοπούλες (και …‘αντιδημοκρατικά’), κι αιμοβόρα τα αρχαία θηρία και πώς να πιστεύει πια κανείς για τα τέρατα και τις μάγισσες; Στο μετρημένο κόσμο μας τον καινούριο είμαστε οι θεοί και ασφαλίζουμε τα περάσματά μας.



Και φοβάμαι, έτσι εύκολα που συγκατανεύουμε, πολύ φοβάμαι, νύχτες δίχως άστρα, ασθμαίνοντας, κατατρωγόμενοι μες απ’ τη σάρκα, θα μιλάμε για κάτι γκρίζες πόλεις, όπου γελούσαν ακόμη οι άνθρωποι, μ’ όλα τα βάσανά τους, και τις νύχτες κάπου κάπου ονειρεύονταν, όπως τώρα μακαρίζουμε παππούδες μιάς άλλης εποχής, που τρώγανε μούσμουλα απ’ τα δέντρα κι αληθινά δαμάσκηνα, και που το ποτήρι το κρασί είχε τη σπίθα και σε ξαναγγέναγε. Κι ακόμη, φοβούμαι, πως κάποτε θα ξεχαστούν και τούτα, κι ενδιάμεσοι απ’ το τίποτε και το κανένα, δε θα υφίσταται πια ούτε κι ο ίδιος ο θάνατος. Αθάνατοι, θα ηγεμονεύουμε, οικτροί.









Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-02-2009