Χαμενοσ Παραδεισοσ Δημιουργός: ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ, ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΑΛΩΣ ΣΑΣ ΒΡΗΚΑ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Στο πατρικό παλιό μου σπίτι που τα αγριόχορτα
κι ο καταπράσινος κισσός το 'χουνε πνίξει
άνοιξα χθες καθώς ερχόμουν την αυλοπορτα
που από τότε είχε κλειστεί χωρίς ν' ανοίξει
Κι εκεί στου κήπου τη γωνιά καθώς συγύριζα
μέσα σε ξύλα και σκουπίδια πεταμένο,
ένα ποδήλατο παλιό στον τοίχο σύριζα
πρόβαλε έξαφνα με φύλλα σκεπασμένο
Το 'φερα έξω το καθάρισα μα δάκρυσα
όπως το ξέπλενα απ' το χώμα και τη σκόνη
κι ύστερα πήρα συρματάκι και του γυάλισα
το φαναράκι τα φτερά και το τιμόνι
Και το βραδάκι για να κάμω ένα περίπατο
μια παιδική μου νοσταλγία λέει σαν να 'χα
με το παλιό το ξεχασμένο μου ποδήλατο
να αφήσω σπίτι την καινούρια μου YAMAHA
Σαν με φτερά του ονείρου τώρα να ταξίδευα
στην όμορφή μας και μοντέρνα πολιτεία
παλιούς μου φίλους παιδικούς απόψε γύρευα
κι έκοβα βόλτες όπως τότε στην πλατεία
Έτσι το σούρουπο μονάχος σαν πλανιόμουνα
τα φαγωμένα τα πετάλια όπως γυρνούσα
και μες στου χρόνου τα σκοτάδια όπως χανόμουνα
πάνω σε χίλια κυβικά σαν να πετούσα
Κάτω απ το δέντρο που τη φλούδα του πληγώναμε
θα βρω απόψε το Μηνά και το Θανάση;
με τη Φανή και τη Μαρία που ανταμώναμε
σαν απ το σπίτι στα κρυφά το 'χανε σκάσει;
Θα βρώ απόψε το Στρατή που τσακωνότανε
με το Μιχάλη τον Παυλή και τον Αντρέα;
με τα ποδήλατα τα βράδυα σαν ερχότανε
κάτω απ το δέντρο όλη η παλιοπαρέα;
Θα δω τους φίλους τους παλιούς απόψε άραγε
τον Περικλή και τον καημένο το Διονύση
με το ποδήλατο κι αυτός σαν την κοπάναγε
ένα τσιγάρο στα κρυφά για να καπνίσει;
Όσο κι αν γύριζα κανένα δεν συνάντησα
στης φωτισμένης παραλίας μας τη στράτα
μα και ποδήλατα στους δρόμους δεν αντάμωσα
ούτε καρότσι στη γωνιά με τα κασάτα.
Μονάχα ανάκατοι τα αυτιά μου τα τραντάζανε
ήχοι με ξένες μουσικές απ τα μπαράκια
και τσούρμο νέοι συνεχώς που καταφτάνανε
κάνοντας σούζες με στριτόνια και Ντουράκια
Η λεύκα έλειπε με τον αέρα που έπαιζε
κι ένα λουλούδι τροπικό σ' ένα πιθάρι
τη θέση εκείνης που τα όνειρα μας σκέπαζε
σε πλαστικές καρέκλες δίπλα έχει πάρει
Μέσα στο πλήθος που κανένα πια δε γνώριζα
ένιωσα μέσα μου να μ' έπνιγε ένας πόνος
κι όπως ξανά με το ποδήλατο ανηφόριζα
ήμουνα Θεέ μου τόσο έρημος και μόνος
Κι όπως της σύγχρονης ζωής κοιτώ την άβυσσο
αναπολώ μιας εποχής τα άμε κι έλα
και κλαίω της νιότης το χαμένο τον παράδεισο
ένα τιμόνι μ,ε δυο ρόδες και μια σέλα.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-02-2009 |