Στησ Πολιτειασ Μασ Την Πιατσα Δημιουργός: ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ, ΜΑΝΟΛΗΣ Για τους κάποιας ηλικίας...... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
ΣΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ
Στης πολιτείας μας την πιάτσα την παλιά
βγήκα απόψε ένα περίπατο να κάνω
όπως και τότε που με τόση αναμελιά
τα βράδια κάναμε στα κάτω και στα πάνω
Νύχτες πανσέληνου ζεστού καλοκαιριού
που τραγουδούσαν κάποια ξένοιαστα τζιτζίκια
ξεγελασμένα με το φως του φεγγαριού
και κόσμος κάτω από τα γέρικα αρμυρίκια
Στου Θοδωρή τον καφενέ που φοιτητές
με ένα καλό και παιδικό παλιό μου φίλο
μαζί τα λέγαμε και σαν να ήταν χθες
μπήκα κι απόψε τον καφέ να παραγγείλω
Τσούρμο τα νιάτα κοπελιές και νεαροί
στα πεντακόσια ντεσιμπέλ μ' ένα ποτήρι
και μια ξεστήθωτη Ρωσίδα φλογερή
σφηνάκια βότκα και ουίσκι να σερβίρει
Βγήκα στο δρόμο και προχώρησα σκυφτός
και το μυαλό μου για να στίψω προσπαθούσα
μπας και ονειρεύομαι κι αν είμαι ξυπνητός
η πόλης άγνωστης τα στέκια περπατούσα
Σ' ένα μπαράκι στο ημίφως ο φτωχός
ο Γιώργης τα 'πινε σκυφτός σ' ένα τραπέζι
με το τσιγάρο του στο χέρι μοναχός
και το ποτήρι διαρκώς να τρεμοπαίζει
Είδα τους φίλους τους παλιούς συμμαθητές
που στομαχάκια και πρηγούλια έχουν πετάξει
τις συμμαθήτριες που πέρναγαν σκυφτές
κι είδα στ' αλήθεια πόσο έχομε γεράσει!
Είδα την Έλλη, την Ανθή , την Αργυρώ
και τη μικρή της που κρατούσε την εγγόνη
μ' άσπρα βαμμένα τα μαλλιά απ' τον καιρό
κι ήταν εκείνη! ω Θεέ μου, η Αντογόνη!
Ξεθωριασμένη απ' τον ήλιο πινελιά
και παρτιτούρα σε ντουλάπια σκονισμένα
ένα βαλσάκι του Αττίκ απ' τα παλιά
Αχ πως περάσανε τα νιάτα τα καημένα
Πικρή αλήθεια που στ' αλήθεια δε μπορείς
το χρόνο πίσω όσο κι αν θέλεις να γυρίσεις
εκτόςκι αν τύχει το βιβλίο της ζωής
σε κάποιο άλμπουμ μοναχός να ξεφυλλίσεις
Κι αν γύρεις τότε και γλυκά αποκοιμηθείς
και από τα στέκια τα παλιά ξανά περάσεις
κι εάν στην πιάτσα του εξήντα θα βρεθείς
μπορεί να κλάψεις να δακρίσεις να γελάσεις.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-03-2009 |