Της μοναξιάς Δημιουργός: Ίμερος, Μιχάλης Κάρος Η μοναξιά του γυρολόγου Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Τον καθρέπτη σαν κοιτώ
βλέπω τη μοναξιά μου
είναι σκληρή κι άσχημη
τρώει τα σωθικά μου
τη μια με στέλνει να ζητώ
που ναι οι αγαπημένοι
την άλλη να κοιτώ
μια μούρη παγωμένη
είναι πελάτης τι να πω
έχει κι αυτός μπελάδες
με το δίκιο του κι αυτός
ζητάει μποναμάδες
μα που να ξέρει ο τυχερός
τι του ΄μελε να πάθει
πως θα του πιάσω λακριντί
και σκέψου τι θα μάθει
του ξεφουρνίζω βάσανα
που μ΄ έχουνε πλακώσει
και πριν μιλήσει ο καψερός
τον έχω πια φλομώσει
ήρθε ο πάγος κι έλιωσε
γλύκανε το πρόσωπό του
ανάσα πήρε πιο βαθιά
και μου ΄πε τον καημό του
τι το ΄θελα και μίλησα
δεν το ΄κλεινα ο χαμένος
δεν μου ΄φθανε ο πόνος μου
μου ήρθε και ο ξένος
και από ξένοι στην αρχή
τα λέγαμε σα φίλοι
από τον πόνο σε καημό
κι από πρωί σε δείλι
τι μου ΄φταιξε, τι του ΄φταιξε
ποιος πήρε και ποιος δίνει
η ώρα πέρασε με μιας
καιρός που μας αφήνει
σηκώθηκα και έφυγα
κιλά ξαλαφρωμένος
σ΄ άλλο πελάτη έφτασα
λιγάκι ζαλισμένος
πήρε και νύχτωσε νωρίς
στο δρόμο είμαι ακόμα
κι ούτε που έφαγα μπουκιά
είμαι και μέσ' στη βρώμα
ήρθε η ώρα που κι εγώ
σαν άνθρωπος θα νοιώσω
σε στρώμα δα νοικιάρικο
το σώμα μου θ΄απλώσω
η ησυχία φούντωσε
μέσα στους ξένους τοίχους
και το μυαλό μου άρχισε
να κάνει μύριους κύκλους
τη μοναξιά συνάντησα
έκανα γνωριμία
μα κείνη με θυμότανε
με είδε στη γωνία
εκεί που όλοι στήνονται
στο τείχος των δακρύων
για συλλογή αναμνήσεων
ζεστών αλλά και κρύων
η χαρά μου κύλησε
κι έγινε εφιάλτης
η μοναξιά μου μίλησε
κι έννοιωσα σακάτης.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-03-2005 |