Απόψε χρόνε

Δημιουργός: Adoletes, Βασίλης Ταρνανίδης

Καλώς σας βρήκα!!!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Απόψε χρόνε.
Ποίηση Βασίλη Ταρνανίδη (Αδολέτε).
Απόψε χρόνε, πήρα νήμα, νήμα τις στιγμές
που έκλωσα μαζί σου
και στίγμα, στίγμα ύφανα τη μαγική σχεδία του ονείρου
να ταξιδέψω δρόμους και σ’ ανοίγματα τ’ απείρου.
Μπόλιασα θύμησες αχνές εκεί, του βυζοβρέφους
μα και μνησίδωρα παλιά, του έρωτα, της νιότης
και μέθυσ’ απ’ τη φτιάση μου. Κι ονειροπόλος πότης
ξόμπλιασα πλέξη πλουμιστή περίσσια μελημένη,
’πιδέξια ποικίλματα, βοστρύχια, ακροστόλια,
δάση πυκνά δασύφυλλα, ποτάμι’ αφηνιασμένα,
γάργαρα κελαρύσματα, πηγούλες δροσοβόλες
με βοτσαλοκλαγγύσματα, χοχλάδια και τριβίδια.
Με ’φόδιο «άρτο» και νερό στ’ αμφίζυγο δισάκι
και τη ναστή τη γνώση μου, εκίνησα μαζί σου
καβάλα στη σχεδία μου, ατέλειωτο ταξίδι.
Ξεκλείδωσα αχνόφωτα θηκάρια μνήμης
κι ανέσυρα τα παρελθόντα στο παρόν
στο… τότε, στη ντοπιολαλιά μου την ποντία
όπου το νήπιο λέμε «μωρόν».
Ένοιωσα τον αλαλαγμό της προσφυγιάς του κύρη μου,
μα και το γόο του άκουσα γι’ ορφάνια και ερήμωση του πάτριου του του τόπου.
Στα μάτια του είδα ευτελισμούς, ταπείνωση, φοβέρα,
μα και ανάστασης ελπίδα,
προσμένοντας τη «θαλπωρή» στη νέα του Πατρίδα!
Θήλασα άγαλο βυζί ανέχειας στειρωμένο,
ένοιωσα ποδαρόλυμα λυσσομανούσας πίνας
μα πάλι ανασήκωσα ανάστασης κεφάλι,
ως ο βλαστός αντιπαλεύει σβώλο από τη γης του
και προβάλλει.
Πέρασα κλώσματα, οκλάζοντας,
του δυσανάβατου του δρόμου
και δακρυρρόησα στη δύναμη του πόνου.
Έχραινα δάκρυα χαράς,
συνδαιτυμόνας κάποιου κότταβου και πότης,
τότε που ήβησα στον έρωτα της νιότης,
τότε που πρωταντίκρισα αγνόπλαστη την Αφροδίτη
και φάνηκέ μου πως,
ο ήλιος φθινοφώτησε τ’ Αποσπερίτη.
Και…. μαθητούδι τότε ’γω, πρωτόβγαλτο,
λόγια ξαμμένα ομολόγησά της, έρωτα κι αγάπης
Κι εδρόσισέ μ’ αυτός της νιότης της ο μπάτης
Κι είπα…………………………………………
-Όταν το βλέμμα σου ανθεί κι ολόγυρα θωπεύει,
πουλάκια οψιμόφτερα στα τσίνορα κονεύουν,
ξέφρενα τα ματόκλαδα ραμφίζουν κι αιωρούνται,
αναπετούνε ’λόγυρα, φλύαρα τερετίζουν!
Τότ’ ένοιωσα, περιχαρής, πως θόλωσ’ η ματιά της
κι είδα αστέρια να κυλούν μέσα στα δάκρυά της.
Της άπλωσα το χέρι μου και πήρα το δικό της
και δέσαμ’ όρκους και φιλιά στ’ όνειρο του ονείρου
και μονομιάς κοντέψανε τα μάκρητα τ’ απείρου.
Σε άρμα καλοτάξιδο ζεύξαμε τις καρδιές μας
Κι αρματηλάτες σύνθρονους βάλαμε τις ευχές μας.
Τα σύμπαντα ορίσαμε σ’ αυτό το σπιτικό μας
κι είχαμ’ εφέστιους θεούς προστάτες, σύντροφό μας.
Κι ήρθε το κλάμα των παιδιών, ουράνια μελωδία!
Και των παιδιών μας των παιδιών, θεσπέσια υμνωδία!
…………………………………………………………
Χρόνε μου με ταξίδεψες, μα ναύλο δε σου δίνω,
προσφέρω τη σχεδία μου στ’ όνειρο να ξεμείνω.
[B][/B][B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-03-2009