Υπαιτιότητες

Δημιουργός: Ανδρέας Ανδρέου

Σκέψεις από μια επίσκεψη με φίλους σε μια γκαλερί...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ψες βράδυ βγήκα με φίλους που αγαπώ πολύ
αναζητώντας κάτι πέρα απ΄ τα τετριμμένα
κι έτσι βρεθήκαμε σε μία γκαλερί
που άρεσε και σε αυτούς μα και σ΄εμένα.

Εκεί εκθέτανε με τόση μαστοριά
οι καλλιτέχνες τη θαυμάσια δουλειά τους
και ανταλλάξαμε δυο λόγια, όχι πολλά
μια καλλιτέχνης έλεγε για τα καμώματά τους.

Οι φίλοι μου, κατάλαβα πως είχαν μαγευτεί
και συμφωνώ πως ήτανε σπουδαία εμπειρία
ώσπου είδαμε έναν πίνακα που ΄χε ζωγραφιστεί
και θύμιζε στο φίλο μου κάτι από Καββαδία.

Του θύμισε τα ΄΄Μαραμπού΄΄, θαρρώ πως είχε δίκιο
παράσταινε ένα όμορφο πλοιάριο σε λιμάνι
και προς στιγμής νομίσαμε πως θ΄ακουγόταν ήχος
σαν κύμμα που στη θάλασσα τον παφλασμό του κάνει.

Η σκέψη μου αφαιρέθηκε εκείνη τη στιγμή
και μ΄έπιασε ένα σύγκρυο που με ταρακουνούσε
κι έτσι για ώρα αρκετή δεν ήμουνα εκεί
το μάτι μου τον πίνακα άλλο δεν τον κοιτούσε.

Ήτανε καταθλιπτικός όμως πολύ ωραίος
εισέβαλε στα μέσα μου για να με αναλύσει
και όταν είδε τελικά πως δεν είμαι σπουδαίος
η σκέψη μου πλησίαζε σχεδόν να παραλύσει.

Ένιωσα πως με κοίταζε μέσ΄από το γαλάζιο
σαν ένα μάτι που ΄τανε περίτεχνα χωμένο
κι εγώ το κοίταζα τρελά χωρίς να λογαριάζω
πως δεν ήταν για μένανε το μάτι αυτό φτιαγμένο.

Για λίγο αναρωτήθηκα και μ΄έτρωγε η σκέψη
οι φίλοι μου δεν είδανε το μάτι εκεί στο πλοίο
που ΄χε το φως του σθεναρό χωρίς να λιγοστέψει
και όλο με βασάνιζε και μ΄ έλουζε με κρύο;

Θα είδανε τουλάχιστον ένα δικό τους μάτι
ίσως δεν ήταν αυστηρό σαν και αυτό που είδα
μένω μονάχα σίγουρος πως θα τους είπε κάτι
και πίστεψα πως έκανα πολύ καλά που πήγα.

Εκείνο το πλοιάριο κόντευε να σαλέψει
το κοίταξα πιο παγερά μ΄ελπίδα να ξεφύγω
μα μου ΄λεγε πως ήθελε μονάχα να με στέρξει
κι ότι θα μ΄ελευθέρωνει και θα ΄φευγε σε λίγο.

Όταν μετά τελειώσαμε από την γκαλερί
όπως κι εγώ, οι φίλοι μου ήταν παλαβωμένοι
ο Γιάννης είπε για καφέ να πάμε όλοι μαζί
μήπως έτσι ξυπνήσουμε, είμασταν ναρκωμένοι.

Η ιδέα μας φάνηκε καλή και πήγαμε κατόπι
σε ένα στέκι που συχνά πηγαίνουμε τα βράδια
όπου συχνάζουν ήσυχοι και ήρεμοι ανθρώποι
που θέλουνε ξεκούραση μετά από τη βάρδια.

Το μάτι δε με άφηνε διόλου, μ΄ακολουθούσε
και είδα στο απέναντι παγκάκι μια κοπέλα
μιαν άσπρη μπλούζα όμορφη κι αστραφτερή φορούσε
σαν κι αυτήν που φόραγε στο πάρτυ μου η Στέλλα.

Τότε παραπονέθηκα, τα΄βαλα με το μάτι
γιατί μου το υποσχέθηκε και είπε πως θα φύγει
μα όταν είδε μέσα μου πως έβαζα γινάτι
άλλαξε γνώμη ξαφνικά και θέλησε να μείνει.

Η κάθε μου προσπάθεια ήταν ναυαγισμένη
αφού η κοπέλα απέναντι έμοιαζε στη δικιά μου
κι άναψε το τσιγάρο της κάπως ξελιγωμένη
αυξάνοντας αυτόματα σε μένα τη χαρά μου.

Οι φίλοι μου ρωτούσανε συνέχεια τι έχω
μα είπα πως στο μάτι μου μπήκε ένα σκουπιδάκι
και με τον νου συνέχισα στον πίνακα να τρέχω
ήμουνα δέσμιος εκεί, με κράταγε το μάτι.

Ώρα πολλή μιλούσαμε γι΄αυτή την εμπειρία
και γι' άλλα πράγματα ,πολλά, που μας απασχολούνε
μέχρι που οι κουβέντες μας εκεί στο κοσιτρία
το τραπεζάκι, άρχισαν να γλυκοτυρανούνε.

Εκείνη που την κοίταζα με δέος μες τα μάτια
φάνηκε να κατάλαβε ότι μου είχε αρέσει
(κρατούσα ένα μικρό χαρτί και το κανα κομμάτια
αφήνοντας το άτσαλα στο πάτωμα να πέσει).

Στο πλάϊ της καθότανε μια άλλη, ίσως φίλη
που δε φαινότανε καλά πίσω απ' την κολώνα
κι ο νους μου όλο αρμένιζε πέρα μακριά, ένα μίλι
μέσα στο πλοίο που 'μοιαζε έρμαιο του τυφώνα.

Έπειτα βαρεθήκαμε κι είπαμε πια να πάμε
η νύκτα πέρασε γοργά χωρίς να το σκεφτούμε
αυτά τα καταθλιπτικά βράδια τα αγαπάμε
κι ας μας κάνουν τελικά να μισοτρελαθούμε.

Η όμορφη απέναντι κοπέλα με κοιτούσε
κι έσκυβε προς τη φίλη της σαν κάτι για να πει
είπα πως θα 'ναι τέχνασμα, το μάτι με γελούσε
μα κοίταζε στο μέρος μου συνέχεια γελαστή.

Σε λίγο πια κινήσαμε να φύγουμε κι οι τρεις μας
όμως εκείνη σταθερή καθότανε αντίκρυ
κι όπως συχνά παθαίνουμε την γκάφα της ζωής μας
έτσι την πάτησα κι εγώ μες το δικό της δίκτυ.

Δεν ήταν φίλη τελικά πίσω απ' την κολώνα
ήταν ο φίλος της , ψηλό κι ωραίο αγόρι
που την χαϊδευε απαλά κι ήπια στον αγκώνα
κι έτσι συλλογίστηκα ΄΄δεν κάνει με το ζόρι΄΄.

Η θλίψη εκείνου του βραδιού είχε κορυφωθεί
κι ο πόνος μου ο ερωτικός ξύπνησε παραπάνω
δεν μίλαγα, δεν άκουγα και είχα βουβαθεί
και τη ζωή μου ολόκληρη ένιωσα να τη χάνω.

Μέσα στο αυτοκίνητο με μουσική ωραία
κουβέντιαζαν οι φίλοι μου μετρώντας τα τραγούδια
και λέγοντας πως ήτανε όντως πολύ σπουδαία
ήμουν σε παραλήρημα κι έβλεπα αγγελούδια.

Φθάνοντας πια στο σπίτι μου και λέγοντας το΄΄γεια σας΄΄
ένιωσα μόνος κι ορφανός μες τον απάγκειο κήπο
δεν ξέρω αν νιώσατε ποτέ άστεγα τα όνειρα σας
ή της καρδιάς να κόβετε απρόσμενα ο κτύπος.

Τα βλέφαρα μου μένανε συνέχεια ανοιγμένα
κι ήρθε μ' επιχειρήματα το μάτι να μιλήσει
και έτσι αναλύοντας τα όλα ένα-ένα
έφυγε κι άφησ' έπειτα τη νύκτα να κυλήσει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-03-2005