Εκμηδένιση

Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη

Σ’όλους αυτούς που αγάπησα μέχρι αηδίας. Και σε μένα. Που φοβήθηκα τον ίδιο τον εαυτό μου.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σε βαρέθηκα.
Διάβαζα την παλάμη σου και οι γραμμές του χεριού σου
Σχημάτιζαν τη λέξη ‘τρέξε’.
Ποιος να μου το ‘λεγε πως η μοίρα το ‘θελε
Να με δελεάζει τόσο η φυγή από σένα που λατρεύω.
Το ‘βαλα στα πόδια, μην με ψάχνεις.

Πέρασαν οι μήνες δίχως να λουστώ στο φως σου.
Κι έτσι είπα να μετρήσω τα φεγγάρια σου,
Μα –όλως περιέργως- το άθροισμα ήταν μείον.
Είπα να προσθέσω και τις μέρες ευτυχίας που μου χάρισες
Και –κοίτα σύμπτωση- το άθροισμα ήτανε -και πάλι-
Μείον.
Σε βαρέθηκα.

Θυμάμαι... θα ‘τανε τότε που φοβόμουν τόσο την ζωή
Που περπατούσα με σκυμμένο το κεφάλι.
Στα μάρμαρα είχα προσέξει τρεις κηλίδες αίμα.
Ρώτησα λοιπόν το δεύτερό μου εαυτό να μου πει
Ποιον αθώο σφάξανε στης ζωής το θυσιαστήριο.
Ύστερα το βλέμμα σήκωσα κι είδα το ραγισμένο είδωλό μου στον καθρέφτη.
Τρία ήταν τα βέλη σου που έσκιζαν στη μέση την καρδιά μου.
Τρία τα βέλη σου, ένα για κάθε προδωσία.
Σε βαρέθηκα.

Θυμάμαι... θα’τανε η τελευταία Κυριακή κάποιου βροχερού Αυγούστου.
Εξουθενωμένη απ’τις ανελέητες μπόρες, αγνάντευα τη θέα
Απ’το μπαλκόνι μου και έψαχνα για λίγο κουράγιο ανάμεσα
Σε δάκρυα οργής και θρύψαλα ονείρων.
Ένα τραγούδι μού ψιθύριζες, που μιλούσε γι’ αναδημιουργία.
Με παρηγόρησαν οι αληθοφανείς του στίχοι,
Σε φοβήθηκε κι ο Πόνος, κι είπε να μ’αφήσει.
Το ίδιο τραγούδι εκτέλεσες όταν πέθαινα την πρώτη Κυριακή
Κάποιου ηλιόλουστου Φλεβάρη.

Βαρέθηκα.
Σε περιμέναμε στο ξέφωτο εγώ και η σκιά μου.
Κουράστηκα εγώ και έψαξα για καταφύγιο στα πλησιέστερα σκοτάδια.
Αν με πεθυμήσεις κάποτε –κάπως χλωμό το βλέπω-
Στο ξέφωτο θα βρεις μονάχα τη σκιά μου.
Εμένα μην περιμένεις να με δεις να λιάζομαι,
Τον απατηλό παράδεισο που υποσχόταν η απουσία σου φοβήθηκα,
Κι επέστρεψα στον Άδη. Κι αν θέλεις να με βρεις,
Ρώτα να σου πουν για μια μικρόσωμη τρελή που ντύθηκε στη θλίψη.

Θυμάμαι... θα τάνε κάποια άνοιξη στον κήπο με τις άγριες παπαρούνες.
Μου εξιστορούσες ένα μύθο για κάποια γοργόνα
Που απαρνήθηκε τη θάλασσα για να κυνηγήσει τ’όνειρό της.
Στο τέλος πέθαινε η γοργόνα και γω ρουφούσα τη σιωπή σου
Δίχως ποτέ να ελευθερώνω απ’τα στήθια μου τις λέξεις που
Βάραιναν τη σκέψη μου και τη συνείδησή μου.
Χόρτασα. Στον τάφο μου θα γράφει πως με σκότωσε η σιωπή σου.
Υπερβολική δόση εθιστικής σιωπής, κοινώς... απερισκεψία.

Βαρέθηκα. Ξέχασα τις προσευχές μου και κάηκα στις φλόγες της οργής μου.
Ήθελα να σ’αγαπώ μα ήξερα μονάχα να ζηλεύω.
Με βαρέθηκα. Η αμαρτία έγινε θρησκεία μου,
Και με ζαλίζει ο φόβος. Κάθε που σ’αγγίζω
Σκόνη γίνεσαι, και κάθε που σε χάνω χάνομαι στο δάκρυ.
Φοβάμαι.

Σε φοβήθηκα εαυτέ γιατί είσαι δολοφόνος.
Κάθετι που αγαπάς το διαμελίζεις
μήπως και γλιτώσεις απ’το αίσθημα που όλο και φουντώνει.
Σ’αγάπησα εαυτέ, μα τώρα είμαι εξοργισμένη.
Περιστέρι είμαι... που πεταρίζει με κομμένα τα φτερά
Και με καρδιά που στάζει αίμα.
Αχ και να υπήρχανε ακόμα άγγελοι να ξεπλύνουνε τη βρώμικη ψυχή μου!

Σε βαρέθηκα. Και με βαρέθηκα.
Αχ και να μηδενιζόταν το χρονόμετρο,
Μαζί και η ζωή μου. Να ‘ταν το τέλος η αρχή
Κι ο πόνος παραμύθι που τελειώνει.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-04-2009