Τρεις φοίνικες Δημιουργός: misxos Να διαβάζεις τη μετάφρασή μου, είναι σαν να φιλάς μια γυναίκα δια πέπλο. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [I]Ανατολικός θρύλος [/I]
Στης Αραβίας της ερήμου την απλωσιά
Τρεις φοίνικες υψώθηκαν με την περήφανη κορμοστασιά
Ανάμεσά τους κελαρύζοντας από τη γη στεγνή
Ανάβλυζε μια κρήνη κρυσταλλένια, δροσερή.
Προστατευμένη από τη φυλλωσιά την πράσινων,
Από τον καυτερό ήλιο και την άμμο χρυσοκόκκινη.
Αθόρυβα τα χρόνια τα αχόρταγα κυλούσανε,
Όμως προσκυνητές καθόλου δεν περνούσανε,
Για να γευτούν το κρύο το νερό ανάβρας της μικρής,
Και ν’ απολαύσουν τη δροσιά της σκιάς της ελαφρύς.
Άρχισαν να ξεραίνονται από τον ήλιο καυτερό
Τα φύλλα μεγαλοπρεπή και το ρυάκι ηχηρό.
Κι άρχισαν στον Θεό οι φοίνικες να παραπονιούνται:
Για πιο σκοπό τα δέντρα , τα φυτά γεννιούνται;
Για να μαραίνονται χωρίς κανένα όφελος στην ερημιά;
Αυτή είναι η μοίρα μας και η κληρονομιά;
Να μη χαρεί κανενός η ματιά ευνοϊκή;
Τότε δεν είναι δίκαιη, ω! Ύψιστε η κρίση σου ιερή!
Και μόλις να μιλάνε έπαψαν, αποκοντά
Σαν στήλη στροβιλιζόταν η άμμος στον ορίζοντα,
Των κουδουνιών ακούγονταν συγκεχυμένοι ήχοι
Και ήταν ήδη ορατή της πρώτης κάμηλος η ράχη.
Έρχονταν κυματίζοντας, σαν βάρκες μες το πέλαγο
Η κάμηλος πις’ απ’ την κάμηλο και δίπλα τους τα άλογα.
Κουνώντας κρέμονταν μέσα στις υψηλές καμπούρες, βαθμηδόν
Οι άκρες ξομπλιαστές των κινητών σκηνών.
Καμιά φορά τους σήκωνε μελαχρινό χεράκι,
Και μάτια παιχνιδιάρικα άστραφταν στο μουτράκι
Και το ξερακιανό κορμί του σκύβοντας ελαφρά,
Ο Άραβας ερέθιζε τον καθαρόαιμο καρά.
Ενίοτε, στα πισινά τα πόδια σηκωνόταν χτυπημένος
Κι αναπηδούσε ζωηρά σαν τίγρης πληγωμένος.
Των άσπρων ρούχων οι όμορφες πτυχές
Κρέμονταν απ’ τους ώμους του νομάδα με άτακτες γραμμές.
Και κάλπαζε σφυρίζοντας σαν σφαίρα
Εκτόξευσε και έπιανε το δόρυ στον αέρα
Να που στα φοινικόδεντρα πλησίασε το καραβάνι για ραχάτι,
Στη σκιά τους στήθηκε η κατασκήνωση κεφάτη.
Γεμίσανε οι στάμνες ηχηρά με δροσερό νερό,
Και σκύβοντας περήφανα το μαλλιαρό ξερό,
Το τρίο των φοινικιών τους επισκέπτες επιθυμητούς καλωσορίζει,
Και το ρυάκι γάργαρο τους γενναιόδωρα ποτίζει.
Μα μόλις να σουρουπώνει άρχισε, ησύχασε ο σαματάς,
Πάνω σε ρίζες χτύπησε ο ανελέητος μπαλτάς,
Και έπεσαν ολόνεκρα τα θρέμματα αιώνων
Και τη στολή τους έσχισαν τα άτακτα παιδιά των ξένων.
Μετά κομμάτιασαν τα πτώματά τους άγρια, γοργά
Και μέχρι το πρωί τα έκαιγαν σιγά σιγά.
Κι όταν στη δύση έφυγε η καταχνιά,
Το καραβάνι θορυβώδες σήκωσε τα πανιά,
Και σαν σημάδι πένθιμο στη γη αμμουδερή,
Μονάχα έμεινε η τέφρα γκρίζα και ψυχρή.
Ο ήλιος τα υπόλοιπα ξερά κατάκαψε,
Κι ο άνεμος μετά παντού τα σκόρπισε.
Τώρα ολόγυρα κυριαρχεί η ερημιά,
Άλλο δεν ψιθυρίζουν , τα φύλλα και η κρουνιά.
Τον ουρανό μάταια ικετεύει το πηγάδι για τη σκιά,
Μονάχα το σκεπάζει η άμμος πυρωμένη χωρίς σπλαχνιά.
Κι ο κίρκος της ερήμου το αγρίμι
Δίπλα μαδάει και σχίζει το ψοφίμι.
[I]Μ. Λέρμοντοφ[/I] Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-04-2009 | |