οι ιτιές δίπλα στο ποτάμι

Δημιουργός: montekristo

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάτω απ το βρακί της γύφτισσας
λαγοκοιμάται
Κάποτε πρόσταζε τον κόσμο
Ένα τσιγγάνικο μουνί, ήταν ο αφέντης του κόσμου
Ήμουν τεντωμένο σύρμα στο βιολί του πατέρα της
και στρίγγλιζα απ' τον πόθο

Όταν ήρθαν οι άνθρωποι με τους χαυλιόδοντες
τα σκυλιά αλυχτούσαν
Δεν τους άρεσε αυτή η καινούρια ράτσα.
Τους δεχτήκαμε κι ας ήταν παράξενοι
κι ας είχαν αυτό το ύπουλο χαμόγελο,
με τους χαυλιόδοντες σα δυο παλάμες
να το προστατεύουν.
Ιδέα μας θα ήταν, είπαμε

Φέραν αγίους, εικονοστάσια και θυμιάματα
Αλέτρια και τσουβάλια μ' εμπορεύματα
χάρτες, πυξίδες συμπράγκαλα.
Ένα βράδυ που λύθηκε η αρκούδα μας
χέστηκαν απ' το φόβο.
Μα την άλλη μέρα που την πιάσαμε
και τη δέσαμε, άρχισαν τις διαταγές

Έκλαιγε ο γέρος μ' αναφιλητά
Τι στο καλό του θυμήθηκε!
Όλη νύχτα έκλαιγε
Αργά, όταν τα αηδόνια σταμάτησαν να ξεκουραστούν
απόκαμε κι αυτός
παραδόθηκε στον ύπνο και τα όνειρα
Έσβησα το τσιγάρο, να κοιμηθώ
Χοντροπέτσιασα
και περιμένω τον χάρο να με γδάρει

Ονειρεύτηκα αγγέλους να κατεβαίνουν
από τον σκοτεινό ουρανό
κι είχαν κάτι τενεκεδάκια
κρεμασμένα από τα φτερά τους
Τα αηδόνια ψέλναν
για το μουνάκι της γύφτισσας
που κάποτε κυβέρναε το κόσμο.
Πριν χαράξει
ξύπνησα από το άλογο που φρούμαζε.
Πήγα ξυπόλυτος ως τις ιτιές
και κατούρησα στο ποτάμι.
Η νύχτα κράταγε ακόμη τα γκέμια της σιωπής,
μη μας ποδοπατήσει με τις θυμωμένες οπλές της.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-04-2009