Vankilassa kuihdun

Με πιάσαν ένα απόγευμα
μες στο Μεταξουργείο,
γιατί επούλαγα νερό
για λάδι, ένα δοχείο.

Αχ, τώρα πώς θα γλιτώσω,
μες στη φυλακή θα λιώσω.

Κι αμέσως με δικάσανε
δυο χρόνια, τον καημένο
και μ’ έκλεισαν μες στου Συγγρού,
σαν λέων λυσσασμένο.

Εκεί είδα μάνα μου πολλούς
γδυτούς και πεινασμένους
κι από τον τύφο κρούσματα,
βγάζανε πεθαμένους.

Τρέξε, μανούλα βγάλε με
και δεν το ξανακάνω,
δυο χρόνια μες στη φυλακή
ο δόλιος θα πεθάνω.


Mut nappasivat eräänä iltapäivänä
Metaksurgeiossa
koska myin vettä
öljynä, yhden astian.

Ah, nyt kuinka pakenen,
vankilassa kuihdun.

Ja heti mut tuomitsivat
kahdeksi vuodeksi, paran
ja mut sulkivat Siggruun,
kuin leijonan raivoisan.

Siellä näin äitini monia
riisuttuja ja nälkäisiä
ja lavantaudin lyömiä,
veivät kuolleina.

Juokse, äiti hae minut ulos
enkä tee sitä uudestaan,
kaksi vuotta vankilassa
ja minä kurja kuolen.

ΜάρκοςΤο, Markus Torssonen © 19.03.2009

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info