Marabú | ||
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω. Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο. Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ, που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το `μαθε ποτέ, γιατί δεν το `πα σε κανένα. Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη. Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα σαν άνθος έμοιαζε αλπικό και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία. Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού `χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει. Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε. Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει. Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ’ το λαιμό κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα `φευγε την πόλη. Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μεσ’ στην καρδιά της Άμμου. Νομίζω πως θε να `πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει. Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς, κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών) κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή, οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια, κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά, με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια. Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί. Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της. Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της». Όταν την είδα και στο φως τα’ αχνό το πρωινό, μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο, που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σαν να `χα φοβηθεί, το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω. Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου... Μ’ απόμεινα κι εγώ έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο. Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό, σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει, φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή, που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει. Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό, μ’ αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει... Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω... | Dicen los marineros con quienes he convivido que soy un mal bicho, huraño y pervertido, que odio aviesamente a las mujeres, y nunca me acuesto con ellas. E incluso dicen que le doy al opio y al hachís, y que me domina una pasión horrenda asquerosa, y que tengo el cuerpo entero marcado profundamente con figuras desvergonzadas, raras y repugnantes. Y cuentan de mí incluso cosas atroces, que no son sino calumnias e invenciones. Pero lo que me ha abierto heridas mortales; eso no lo sabe nadie; nunca lo conté. Pero en esta noche tropical, ahora que ha oscurecido, y que vuelan hacia el oeste bandadas de marabúes, hay algo que me empuja, pertinaz, a poner sobre el papel lo que me hiere continuamente en secreto: Yo era por entonces grumete en un magnífico correo; íbamos a Egipto y directos de allí al sur de Francia. Entonces la conocí, -parecía una flor alpina- y se anudó entre nosotros amistad fraternal. Elegante, fina y melancólica, hija de un egipcio rico suicida, paseaba su pena por países lejanos, a ver si por allí conseguía olvidarla. Casi siempre tenía el Diario de Bashkirtsev en la mano, y amaba desaforadamente a la Santa de Avila; a menudo recitaba melancólicos versos franceses; y se pasaba largas horas contemplando la extensión azul. Y yo, que solo conocía cuerpos de heteras, y que tenía desganada el alma, zarandeada por los mares, recuperé gracias a ella la alegría de la infancia, y, como a un oráculo, la oía, extasiado, hablar. Le colgué del cuello un pequeño crucifijo, y ella me regaló un monedero muy grande; y fui el hombre más desgraciado de la tierra cuando llegamos a la ciudad donde partiría. En los cargueros la echaba a menudo de menos, la imaginaba mi protectora, mi ángel de la guarda; y a proa una foto suya constituía para mí un oasis en medio de las arenas del desierto. Creo que debería detenerme aquí. Me tiembla la mano, el viento cálido me abrasa, En la ribera, unas espléndidas flores tropicales hieden, y un marabú, de aspecto necio, grajea allá lejos. Voy a seguir... Una noche, en un puerto extranjero, ciego de güisqui, ginebra y cerveza, me encamíné bamboleándome hacia las sórdidas casas de perdición a eso de la medianoche. Mujeres impúdicas arrastraban a los marineros allá. Una, riéndose, me quitó bruscamente el sombrero (es una vieja costumbre francesa, en calles de rameras) y yo, casi sin proponérmelo, la seguí. Un cuartucho estrecho y maloliente, como todos esos; el encalao de las paredes se caía a pedazos; y ella era un andrajo humano, de voz gangosa, con unos ojos oscuros, extraños, de posesa. Le dije, y apagó la luz. Nos acostamos juntos. Mis dedos contaban claramente sus costillas. Apestaba a ajenjo. Me desperté, como dicen los poetas, "apenas hubo esparcido la aurora sus pétalos de rosa”. A la luz brumosa de la mañana, daba lástima verla; pero la vi tan castigada, que saqué con un respeto extraño, como con miedo, el monedero para pagar. Doce francos franceses... Soltó un berrido; y se puso a mirar furiosa alternativamente a mí y al monedero; y yo me quedé de piedra al ver el crucifijo que colgaba de su cuello. Sin acordarme de mi sombrero, corrí afuera como loco, como esos dementes que van siempre baqueteando aturdidos. Portaba en la sangre una enfermedad horrenda, que todavía maltrata mi cuerpo torturado. Los marineros con quienes he tenido trato dicen que llevo años sin acostarme con una mujer, que soy un mal bicho y fumo opio. Si supieran, los pobres, me disculparían... La mano tiembla...la fiebre...me he quedado ensimismado contemplando largo rato en la ribera un marabú inmóvil. Y ante esa insistencia con que me devuelve la mirada, se me ocurre que, en mi soledad y necedad, me parezco a él. | |
Avellinou © 21.03.2009 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info