I vecchi (Ritsos) | ||
Κάθε τόσο Μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι απ’ το Μοριά, απ’ τη Ρούμελη Και πιο πάνω απ’ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ’άσπρα μουστάκια και φλοκάτες Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων Μιλάνε λίγο δε μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις Πού’χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ’ το χώμα Και τηράνε πίσω απ’ τους ώμους μας Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ’ τα βράχια Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ’ το συρματόπλεγμα, τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις τρεις, πέντε πέντε, σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού Και τότες πια δεν ξέρεις έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς αξούριστοι, άλαλοι, δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, αν είναι ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους ή αν είναι ν’ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη. Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε. Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί. Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι. Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη, κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δε σηκώνει τ’ άδικο Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα, σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας, με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε. Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας, κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη, σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους, σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων, σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή, εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι. | (recitato:) Di tanto in tanto arrivano per mare nuovi carichi vecchi dalla Morea, dalla Rumelia, e più sù, da Trikala e dalla Macedonia vecchi incurvati dalle ossa grandi con baffi bianchi e mantelli di lana Odorano di sterco bovino e di campagna Dentro i loro occhi belano le pecore del crepuscolo Ai loro ciuffi stanno appese le ombre delle foglie di platano Parlano poco non parlano affatto così di quando in quando ti accorgi che sono imparentati con gli abeti Nell'attimo in cui alzano gli occhi da terra E scrutano dietro le nostre spalle Quando la sera tinge di azzurro le tende E il vento impiglia i suoi baffi nel timo Quando il cielo scende dagli scogli Scavalcando il ricordo con le suole chiodate delle stelle e la morte va su e giù silenziosa al di là del filo spinato allora li vediamo che si raccolgono a tre a tre a cinque a cinque come ai vecchi tempi presso le polveriere di Missolungi E allora non sai più - così raggruppati nel recinto della sera nel loro ispido silenzio non sai più mentre battono i loro acciarini se stanno per accendere la sigaretta o stanno per accendere la miccia della dinamite. Questi vecchi non parlano I loro figli si sono dati alla macchia Questi hanno nascosto il loro cuore nella montagna come un barile di polvere nera. ( cantato:) Al margine dei loro occhi hanno un arboscello di bontà in mezzo alle sopracciglia un falco di energia e un mulo di collera dentro il cuore che non sopporta l'ingiustizia E ora stanno qui a Makronisso sull'apertura della tenda, davanti al mare come leoni di pietra all'ingresso della notte con le unghie conficcate nella pietra. Non parlano. Guardano oltre il chiarore di Atene guardano oltre il fiume Giordano stringendo un sasso nel palmo che pare fatto di terra stringendo negli occhi i pallini di schioppo delle stelle stringendo nel profondo del cuore un silenzio carico di energia, quel silenzio che si forma prima dell'uragano. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 24.03.2009 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info