Purebred

Το ξένο δέρμα ας γυαλίσει
ελεύθερο από δική σου απόφαση
το κρύο σου γάντι θα φροντίσει
να το αγριέψει στην όποια απόσταση

Γονατισμένη ό,τι χαϊδεύεις κοντά στο στήθος σου
με χρυσή αλυσίδα όλο παλεύεις
να το σκεπάσεις κάτω απ’τον ίσκιο σου.

Το καθαρόαιμο πια πονάει
κι εσύ στο γέλιο σου τυφλώνεσαι
Όσο ο λαιμός του σε τραβάει
σα φλέβα η γραφή στο πρόσωπό σου θα απλώνεται.

Κι όμως θα ορκιζόμουν πως ήρθες στο τέρμα
αυλαία το πέπλο σου σηκώνεται
μου δείχνει τα δόντια του και ορμάει
στην αγκαλιά μου μ’ένα σου ψίθυρο.


Let the foreign skin shine
freed from your decision
your cold glove will care about
enraging it in every distance

Kneeled, what you stroke close to your chest
with golden chain you always struggle
to cover it under your shade.

The purebred now hurts
and you go blind in your laughter
As long as its neck pulls you
like a vein the writing on your face will stretch.

Yet I would swear you reached the end
like curtain your veil is lifted
it shows me its teeth and rushes
to my embrace with one of your whispers.

Piper87 © 24.03.2009

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info