Xanzula, la rubita | ||
Την είδα την ξανθούλα, την είδα `ψες αργά που εμπήκε στη βαρκούλα να πάει στην ξενιτιά. Εφούσκωνε τ’ αέρι λευκότατα πανιά ωσάν το περιστέρι που απλώνει τα φτερά. Εστέκονταν οι φίλοι με λύπη με χαρά κι αυτή με το μαντίλι τους αποχαιρετά. Και το χαιρετισμό της εστάθηκα να ειδώ, ως που η πολλή μακρότης μου το `κρυψε κι αυτό. Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι δεν ήξερα να πω αν έβλεπα πανάκι ή του πελάγου αφρό. Και αφού πανί, μαντίλι εχάθη στο νερό εδάκρυσαν οι φίλοι εδάκρυσα κι εγώ. Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα δεν κλαίγω τα πανιά μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα που πάει στην ξενιτιά. Δεν κλαίγω τη βαρκούλα με τα λευκά πανιά μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα με τα ξανθά μαλλιά. | La vi a Xanzula, la vi ayer ya tarde, cuando montaba en el barco para irse al extranjero. Henchía el viento velas blanquísimas, como la paloma al abrir las alas. Los amigos de pie, tristes y contentos, y ella con el pañuelo, se despide de ellos. Y su despedida me detuve a contemplar hasta que la lejanía también eso me ocultó. Al poco, muy poquito rato, no estaba seguro de si veía la vela o espuma del mar. Cuando la vela y el pañuelo desaparecieron en el agua, lloraron los amigos, lloré yo también. No lloro por el barco, ni po las velas sólo lloro por Xanzula, que se va al extranjero. No lloro por el barco de velas blancas; sólo lloro por Xanzula con su pelo rubio. | |
Avellinou © 04.04.2009 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info