A bord de l'Aspasia

Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία

Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες
σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες

Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
"Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"

Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω


You were travelling, hunted by your fate,
towards snow-white but mournful Switzerland
Always on deck stretched in a chaise longue, so pale,
the cause well-know and very painful

Your family, always worried, would surround you,
but you didn't take notice, staring into space.
At all they said to you, you would smile bitterly because you could feel
you were following your course to the land of death

Some evening, as were passing by Stromboli,
you said to someone, laughing, jokingly:
"How alike is my sick body, burning,
to the flaming top of the volcano!"

Later, I saw you in Marseilles, vanishing
in the bustle without looking back.
And I, who only ever loved the wide wet reaches,
I say that you, you I might love.

Geeske © 09.06.2005

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info