Love song (in a canoe) | ||
Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου σου `φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ σκούριασε το κλειδί του παραδείσου Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη και την τρελή σου κυνηγάει σκιά πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά αγάπη που σε λέγαμ’ Αντιγόνη Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει και σε ποιο γαλαξία να σε βρω εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι | In a canoe, you leave and you return in those hours when the rain turns to downpour On the shore of the Visigoths you make landfall and the hanging gardens conquer you but always the gentle see-saw of your wings you taste of salt, cover your naked body, from Delphi I have brought you sweet water twice you said you live will be cut short and before I managed the third denial the key to paradise had rusted the shop is speeding in the dust and hunting your crazed shadow how can the mind find peace in a sheet how can the Mediterranean be tied with ropes beloved, whom they called Antigone What nightfall has taken away your light and in which galaxy might I find you this here is Attica, a grey stone-quarry and I am a cheap shooting-range where foreign soldiers are exercising. | |
Geeske © 09.06.2005 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info