6 a.m. | ||
Εδώ στέκομαι, σ’ αυτή τη σιωπή με μάτια ανοιχτά στα παράσιτα Έξι η ώρα τα χαράματα Ο εγωισμός μου δεν περνάει Όταν ένας άντρας ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο παγωμένος απλώνει το χέρι στο τίποτα είναι η τελευταία άκρη απ’ το σχεδιάγραμμα της οικονομίας Καθώς το πρώτο φως της μέρας απ’ τα μάτια του ανατέλλει κι αυτός δεν το ξέρει ότι μυρίζει άσχημα, γιατί η ζωή είναι βρωμικη Μας χωρίζει ένα μέτρο κι αυτός ο αέρας που ξεφυλλίζει ένα πεταμένο περιοδικό Τα τέσσερα πρώτα μανεκέν που έφτασαν στις διαμαντένιες πύλες του παραδείσου Ξημερώνει και κανείς δε θέλει να το καταλάβει Ο θάνατος ενός πολίτη ξεκινά από τα όνειρα του ΛΟΤΤΟ κι ύστερα παίζει με τα κανάλια της τηλεόρασης κι εκπαιδεύει τα παιδιά του πως να γελούν με την τεχνική του ζάπινγκ Σπόνσορας αυτής της αθλιότητας ένα μεγάλο αυτοκίνητο Απομακρύνει τον έλεγχο πάνω απ’ τις ανθρώπινες μάζες η κουλτούρα του γρήγορου φαγητού Έξι και πέντε λεπτά Η τέλεια κοινωνία εμποδίστηκε απ’ τους καριερίστες και τους καιροσκόπους Μας χωρίζουν δυο βήματα Θα `θελα να του μιλήσω μα ξέρω πως δε θα με καταλάβει Όλη νύχτα ήμουν έξω Πόσες φορές δεν έκανα το ίδιο πράγμα Με διαφορετικά ρούχα, με τα ίδια, και χωρίς Γιατί πίστευα πως τα μάτια σου είναι τα φώτα για ένα διαφορετικό κόσμο Ο μύθος της διασταύρωσης Κάποιος περνάει, άλλος μένει, κάποιος φεύγει Δρομολόγια προς κάθε κατεύθυνση Κι ένας ακόμη, φάντασμα μιας σκοτεινής κοινωνίας χάνεται στους σκελετούς των νέων οικοδομών Τώρα το ξέρω πιο καλά πως δεν ήταν εύκολο μέσα σ’ εκείνο το πλάτος που αγκαλιάζει τις ακρότητες να επιβιώσεις Να γνέψω καταφατικά στο συμβιβασμό ή να επιστρέψω οριστικά στον εαυτό μου; Χιλιάδες πόδια κάτω απ’ αυτό τον ασπρόμαυρο ουρανό Έξι και δέκα λεπτά Αυτό που με συνδέει μ’ αυτόν τον πεταμένο άνθρωπο, είναι η θνησιμότητα, η απόκρουση και το έλεος Τα τρία στοιχεία που με κάνουν να χαζεύω τ’ ασημένια αεροπλάνα στον παγωμένο ουρανό περιμένοντας το πρώτο τρένο να ξεκινήσει απ’ την αφετηρία... | ![]() | Here I stand, in this silence With open eyes to the parasites Six o'clock it's dawn My selfishness can't go away When a man lying on the pavement Frozen Reaching his hand to nothingness It's the last edge on the scheme of economy As the day's first light rises from his eyes He doesn't know it stinks, cos life is dirty One-metre distance between us and that air tearing off a mag The first four mannequins that reached the diamond gates of heaven It's dawning and noone wants to realise it The death of a citizen initiates from the dreams of lottery And then he's playing with the tv channels And trains his children how to laugh with the zapping technique Sponsor of this misery a great car Removes the control over human masses The culture of fast food Six and five minutes The perfect society obstructed by career-persons and gamblers We're apart by two steps I'd like to talk to him but I know he won't understand I've been out all night How many times I haven't done the same With different clothes, the same, or without Cos I believed that your eyes are lights to a different world The myth of crossroads Someone passes by, another's staying, someone's leaving Routes to every direction And one more, ghost of a dark society Gets lost in the new buildings' foundation Now I know well that it wasn't easy To survive in that width that embarces atrocities Should I nod positively to compromise Or should I permantly return to myself? A thousand feet under this black and white sky Six and ten minutes What connects me to this outcast person, Is mortality, revolt and mercy The three elements that make me stare at The silver airplanes in the frozen sky Waiting for the first train to leave the platform |
Piper87 © 26.04.2009 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info