Second day | ||
Δεύτερη μέρα της ζωής στην Antiterra και ακόμη θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα μα εγώ σφαλίζω μέσα μου τ’ αγιάζι το αυγινό και από το ριζόχωμα μετρώ μια σπίθα μη ουρανό Μακριά απ’ τις άφωνες οργές κι απ’ τους άηχους παλμούς, τις βυθισμένες καρδιές σε μαρασμούς (κι όλα όσα βάζει ο νους), μια σφραγισμένη μνήμη με πεισμώνει σαν σπόρο που ονειρεύεται κάτω απ’ το χιόνι. Αναθυμάμαι πως ξόδεψα μια ολάκερη νιότη σαν μια γουλιά ή απλά σαν τη μέρα εκείνη την πρώτη κι ότι δε στάθηκα δίπλα στη σιγουριά μου και με την πλάτη στον ήλιο να βλέπω μόνο τη σκιά μου. Ευτυχώς μοιράστηκα και πήγα πιο βαθιά απ’ τα λόγια μου κι οι ρίζες φέρανε φωτιά στα πόδια μου. Τι ωραίο βάθεμα! Ήθελε η γη σαν μάνα να με κρύψει κι εγώ έγινα το ανήκουστο που σας γεμίζει θλίψη. Κι άρχισα καταιγίδες να μαζεύω μες στο δίχτυ μου και να κοιμάμαι μόνο στην ομίχλη μου, να σκοτώνω νέα τα τραγούδια μου στα χείλη μου για να ζήσουν στις καρδιές σαν φίλοι μου. Εγώ απ’ την άλλη – πάντα ήθελα κάτι ν’ αλλάξει γιατί κάποιοι με μετρούσαν με την πιο μικρή μου πράξη. Μα ενός καλού κι ενός κακού έπονται μύρια, όσες φορές είδα την άμπωτη, είδα τόσες την παλίρροια. Κάθε χειμώνα αρνιόμουν την άνοιξη κι εκείνη δε μου θύμωνε· αργούσα λίγο – πάντα περίμενε να μου ευχηθεί τα πιο όμορφα και να βαστάω γερά, γιατί το ψέμα ξεδιψάει σε στάσιμα νερά. Δεύτερη μέρα της ζωής χωρίς φοβέρα κι άκου θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα. Μα εγώ σφαλίζω μέσα μου τ’ αγιάζι τ’ αυγινό κι απ’ το ριζοχωμα μετρώ μια σπιθαμή ουρανό. Η πρώτη μέρα ήτανε όμορφη στην antiterra όμως, η δεύτερη σίγουρα φέρνει φρέσκο αέρα. Γι’ αυτό αφήνω το παράθυρο ανοιχτό προς την ανατολή της λησμονιάς να μου φωτίσει το κελί. Και το πολύ πολύ να βρουν οι μύγες τον καιρό τους Και ‘πουν, χαλάλι, όλα έχουν τον κρυφό σκοπό τους Αντρίκειοι νόμοι, παλιοί και αιώνιοι, στέρεοι Και εμείς μπρος στο λογάριασμα είμαστε ακέραιοι Της κάθε μέρας θάματα, όμορφα πράγματα – σκέψου· σκέψου με τι πάθος θα φύγουν τα γεράματα. Αντρόπιαστα οράματα με κεφαλαία γράμματα και για τη γούνα μας κανείς δεν έχει ράμματα. Η βλασφήμια έγινε η υφάντρα του λόγου μας και ‘μεις του λόγου μας ντουγρού στο δρόμο μας. Κι αν η ζωή πριν απ’ το τέρμα μας αφήσει, κάποια μάνα στη φωτιά θα μας ξαναγεννήσει. | Far from the mutened rage and soundless pulses, the hearts sunken in despair (and all you can imagine), some sealed memory makes me tight my fists like a seed dreaming under the snow. I can recall how I wasted a whole youth like a sip or just like that first day and that i didn't stand next to my security and with my back turned on the sun watchin only my shadow. Luckily I shared and went deeper than my words and the roots brought fire to my legs. What a nice sinking! The earth as mother wished to hide me and i became the uncanny that fills you up with sorrow. And i started catching storms in my nets and sleeping only in my mist, killing still young my songs on my lips so they could live in the hearts as my friends. On the other side – I've always wanted something to change cuz some used to measure me by my lesser deed. But one good or bad deed brings along a million ones, as many times i saw the ebb, I saw the tide as well Every winter I denied spring and she wasn't mad at me· i was late a little – she always waited to wish me the most beautiful and to hold on tight, coz the lie quenches its thirst on stagnant water. Second day of life with no fright and listen to how them cowards mourn the first of days. But inside me i lock the breeze of dawn and from the soil I measure an inch of sky. The first day was pretty in antiterra but the second, definitely brings some fresh air. And so I leave the window open towards the east to light my cell of oblivion. And there's a chance the flies to find their time To say, nevermind, everything has their secret purpose Valiant laws, old and eternal, solid And we are whole in front of the reckoning MIracles of every day, beautiful things -think· think of the extend of passion that'll throw away the ageing. Shameless visions on capital words and for our fur noone has the stitches. Blasphemy became the weaver of our speech and we certainly head straight on our way. And if life let us go before the finish line, we'll be reborn in the fire by some mother. | |
Piper87 © 16.05.2009 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info