L'ostrica e la perla (Dario Fo - Skalioras)

Ο νιός αφέντης απ’ το Τούνεζι,
μαύρος σαν του βυθού το στρείδι
αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα
είχε ένα μάτι, μάτι, μάτι
είχε ένα μάτι σαν αχάτη
Αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα,
που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της.

Λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
Η Λεωνόρα, ινφάντη απ’ την Καστίλη
Το δέρμα της λουλούδι της μανόλιας
τ’ αυτάκι της σαν το κοχύλι
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτα
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτά του,
του νιού από το Τούνεζι,
μαύρου σαν του βυθού το στρείδι
που γίνεται χλωμός μόλις τη δει.

Το στρείδι ανοίγει, ανοίγει τρυφερά
και έπειτα μέσα του την κλείνει
λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
με χείλη που έτρεμαν πολύ
εκείνη τον γλυκοφιλεί.

Μα παραμόνευαν απ’ το Καστέλι
οι τρεις δικοί της αδελφοί
αστράψαν ξαφνικά τα βέλη
κι ο νιός από το Τούνεζι
πάει τον κατάπιε η θάλασσα.

Μαύρος σαν στρείδι αυτός μαζί της
στην άβυσσο κατρακυλά
Με την καλή του αγκαλιά,
τη σεντεφένια κοπελιά
Στης θάλασσας τα βάθη ο μαύρος
σα στρείδι έμεινε κλειστό
Κι εκείνη έγινε μαργαριτάρι
Χλωμότερο απ’ το θάνατο.


l giovane signore venuto da Tunisi,
nero come il cuore di un’ostrica
lui che fu preso nelle reti dell’amore
aveva un occhio, un occhio, un occhio,
aveva un occhio come un’agata
Lui che fu preso nelle reti dell’amore,
che fu preso dal desiderio di lei.

Bianca, più bianca della stessa aurora
Eleonora, infanta di Castiglia
la pelle un fiore di magnolia
l’orecchiuzzo come una conchiglia
anche lei fu presa nelle reti dell’amore
presa nelle reti del desidero di lui,
del giovane venuto da Tunisi,
nero come il cuore di un’ostrica
che impallidisce al solo vederla.

L’ostrica si apre, si apre teneramente
e quindi la rinchiude dentro a sé
bianca, più bianca della stessa aurora
le labbra prese da un forte tremito
lei lo bacia con tutta la dolcezza.

Ma stavano in guardia su dal Castello
i suoi tre terribili fratelli
balenarono a un tratto i dardi
e il giovane venuto da Tunisi
è perduto e se lo inghiotte il mare.

Nero come un’ostrica lui insieme a lei
precipita nell’abisso
Abbracciato alla sua bella,
la fanciulla di madreperla
In fondo al mare il nero
come un’ostrica rimase chiuso
E lei si trasformò in una perla
Più pallida della morte.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 18.07.2009

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info