Ooit was er eens | ||
Ήτανε μια φορά μάτια μου κι έναν καιρό μια όμορφη κυρά αρχόντισσα να σε χαρώ Μια μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή τον κύρη της προσμένει βράδυ πρωί Ένα Σαββάτο βράδυ καλέ μια Κυριακή τον ήλιο το φεγγάρι, καλέ, παρακαλεί Ήλιε μου φώτισέ τον φεγγάρι μου πάνε και μίλησέ του για χάρη μου Γυρίζει κι αρμενίζει καλέ στα πέλαγα τους πειρατές θερίζει καλέ και τους χαλά Στον ήλιο στο φεγγάρι και στη βροχή και μένανε μ’ αφήνει έρμη και μοναχή Γαλέρα ανοίχτηκε μάτια μου με το βοριά στη μάχη ρίχτηκε μάτια μου και στον καυγά Μέσα σ’ ένα σινάφι πειρατικό είδα φωτιά ν’ ανάβει και φονικό | Ooit was er eens, mijn lieveling een mooie dame en vorstin Een jonggehuwde blonde pracht die dag en nacht op manlief wacht Het weekend, beste, kwam eraan ze vraagt beleefd aan zon en maan Mijn zon, mijn maan, verlicht zijn geest ga spreek met hem, genoeg geweest Hij reilt en zeilt de zeeën af hij maakt piraten klaar voor ‘t graf Bij zon, bij maan en regenweer en mij laat hij alleen, die heer Op een galei, met noordenwind zodat hij strijd en ruzie vindt Temidden dat piratengild tot ‘t moord- en brandgeroep verstilt | |
renehaentjens © 18.10.2009 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info