Kutsut

Τι είν’ αυτό που νοσταλγώ και
και θέλω να ’μαι στο χωριό και
θέλω να ’μαι στο χωριό ά
άμα βραδιάζει η μέρα
άμα βραδιάζει η μέρα.

Ίσως θυμάμαι τις βραδιές πα
παρέα με τις κοπελιές πα
παρέα με τις κοπελιές που
που κάναμε βεγγέρα
που κάναμε βεγγέρα.

Στο σπίτι της κυρά Μαριάς το
το πιο καλό της γειτονιάς το
το πιο καλό της γειτονιάς πη
πηγαίναμε τα βράδια
πηγαίναμε τα βράδια.

Κι ανάβαν σαν ηλεκτρικά τα
τα τόσο συμπαθητικά τα
τα τόσο συμπαθητικά στο
στο βόλτο τα λυχνάρια
στο βόλτο τα λυχνάρια.

Η μια μαντήλια έδενε κι η
κι η άλλη ρόκα έκανε κι η
κι η άλλη ρόκα έκανε και
κι εγώ σου τραγουδούσα
κι εγώ σου τραγουδούσα.

Και πέταγα στα σύννεφα κο
κοντά μου όσο σ’ ένιωθα κο
κοντά μου όσο σ’ ένιωθα που
που τόσο σ’ αγαπούσα
που τόσο σ’ αγαπούσα.


Mik on tää jota ikavöin ja
ja tahdon olla kylässäin ja
tahdon olla kylässä ku-
kun hämärtyy päivä
kun hämärtyy päivä.

Ehkä muistan iltoja po-
porukassa tyttöin kanssa po-
porukassa tyttöin kanssa kun
kun pidettiin kutsut
kun pidettiin kutsut.

Talooon rouva Marian pa-
parhaaseen korttelin pa
parhaaseen korttelin me-
mentiin iltaisin
mentiin iltaisin.

Ja syttyiväy kuin sähkö- noi
noi niin sympaatiset noi
noi niin sympaattiset vol-
volttilyhtyset
volttilyhtyset.

Yksi huivit sitten sitoi ja
toinen värttinää sit käytti ja
toinen värttinää sit käytti ja
ja minä sulle lauloin
ja minä sulle lauloin.

Ja lensin pilvissä lä-
lähellä mua kuin tunsin lä-
lähellä mua kuin tunsin kun
kun niin sua rakastin
kun niin sua rakastin

ΜάρκοςΤο, Markus Torssonen © 18.10.2009

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info